Απόψεις 1462

Οι ολέθριες συνέπειες των νομοτεχνικών αστοχιών

Οι νομικοί συχνά επικαλούμασθε γενικές έννοιες, όπως την αρχή της ασφάλειας δικαίου που συνδέεται με τη νομοθετική εξουσία. Ή την αρχή της εμπιστοσύνης του πολίτη έναντι της δράσης της διοίκησης, που σχετίζεται με τη δράση της εκτελεστικής εξουσίας. Ή ακόμη και την αρχή της ασφάλειας των συναλλαγών που διατρέχει τη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Η εμμονή μας στη σταθερότητα του δικαίου, ιδίως στις σχέσεις κράτους και πολίτη πηγάζει από την προσήλωση μας στην αρχή του κράτους δικαίου, που συνιστά τον θεμέλιο λίθο κάθε προηγμένου κράτος.

Αρκεί να σκεφτούμε ότι μετά την Γαλλική Επανάσταση, η κρατική δράση οφείλει να νομιμοποιείται και επικυρώνεται από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Η ανάγκη νόμιμης δράσης δημιουργεί και επιβάλλει την εφαρμογή της αρχής της σταθερούς δράσης του κράτους που δημιουργεί ασφάλεια ως προς τη νομοτεχνική αποτύπωση κάθε κανόνα δικαίου.

Σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου, κάθε κανόνας δικαίου πρέπει να αποτυπώνεται με οικονομία, ακρίβεια και σαφήνεια. Από το πραγματικό του πρέπει να συνάγεται άμεσα ο σκοπός του νομοθέτη. Και κάθε σκοπός πρέπει ευχερώς να μπορεί να ενταχθεί στο συστημικό πλαίσιο του δικαίου το οποίο ο επιμέρους κανόνας εξυπηρετεί. Δυστυχώς, όσα περιγράφουμε δύσκολα επιβεβαιώνονται στην πράξη.

Διαβάζοντας τις διατάξεις του υπό ψήφιση φορολογικού νομοσχεδίου, οι περιπτώσεις ασαφούς ή θολής διατύπωσης δεν λείπουν. Ενδεικτικά στεκόμαστε στα εδάφια α’, β’ της παραγράφου 7 του άρθρου 20 του υπό ψήφιση φορολογικού νομοσχεδίου.1Με το α’ εδάφιο προβλέπεται η υποχρεωτική κατάθεση στον οικείο δικηγορικό σύλλογο «κάθε έγγραφης συμφωνίας που συνάπτεται υποχρεωτικά μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέα του». Με τη διάταξη, δεν αποσαφηνίζεται το περιεχόμενο «των συμφωνιών που υποχρεωτικά συνάπτονται». Κάθε νομικός γνωρίζει ότι δεν υφίσταται «υποχρεωτική» σύναψη συμφωνίας. Ο έγγραφος τύπος συνιστά κατά το δίκαιο συστατικό ή απλώς αποδεικτικό τύπο της συμφωνίας. Για τον λόγο αυτό, διαβάζοντας τη ρύθμιση, ο νομικός υποπτεύεται ότι η έννοια του «υποχρεωτικού» αναφέρεται στην κατηγορία εκείνη των συμφωνιών, όπου ο έγγραφος τύπος συνιστά συστατικό στοιχείο.

Τα πράγματα περιπλέκονται περισσότερο με τη νομοτεχνική αποτύπωση του αμέσως επόμενου εδαφίου β’. Σύμφωνα με το οποίο, επί των ποσών των συμβατικών αμοιβών υπολογίζεται προκαταβλητέος φόρος 15% ο οποίος εισπράττεται από τον δικηγορικό σύλλογο. Σε ποια συμβατική αμοιβή αναφέρεται ο νομοθέτης; Σε οποιαδήποτε αμοιβή τυχόν εισπράττει ο δικηγόρος, αφού κάθε αμοιβή αυτού συνιστά προϊόν συμβατικής του συμφωνίας με τον εντολέα του; Ή, στην αμοιβή που αφορά μόνο στις «υποχρεωτικές συμφωνίες» του αμέσως προηγούμενου εδάφιου; Η αποτύπωση των εδαφίων α’ και β’ δεν καταδεικνύει σαφώς την πρόθεση του νομοθέτη ή τον σκοπό της ρύθμισης. Και πάντως αυτά δεν συνάγονται από την γραμματική ερμηνεία που επιτάσσει το Σύνταγμα για τις φορολογικές διατάξεις. Αν ο νομικός ανατρέξει επικουρικά στην αιτιολογική έκθεση, ο προβληματισμός του θα ενταθεί. Η αιτιολογική έκθεση μοιάζει να συνοδεύει και να αιτιολογεί άλλη διάταξη από αυτή που έχει αποτυπωθεί ως εδάφιο α’, το πραγματικό του οποίου περιορίζεται στη δημιουργία υποχρέωσης κατάθεσης στον δικηγορικό σύλλογο αποκλειστικά των συμφωνιών που καταρτίζονται υποχρεωτικά». Αντίθετα, στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται ότι με τις διατάξεις του εδαφίου α’ καθιερώνεται υποχρέωση για την κατάθεση στο δικηγορικό σύλλογο «κάθε έγγραφης συμφωνίας περί αμοιβής για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών» και όχι μόνον «των εγγράφων συμφωνιών που καταρτίζονται υποχρεωτικά».

Το παράδειγμα που αναφέρουμε και το οποίο δυστυχώς δεν είναι εξαίρεση, καταδεικνύει ότι η κατάρτιση ιδίως φορολογικών νομοσχεδίων, όπου εφαρμόζονται περιοριστικοί ερμηνευτικοί κανόνες (άρθρο 78Σ.) δεν είναι απλή υπόθεση και πάντως πρέπει να γίνεται με εξαιρετική περίσκεψη και σύνεση. Η έλλειψη εξειδικευμένης γνώσης των κανόνων του φορολογικού συστήματος οδηγεί σε νομοτεχνικές αστοχίες οι οποίες παραβιάζουν βάναυσα την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Η παραβίαση αυτή πλήττει την αρχή του κράτους δικαίου η οποία κατά τις κρίσιμες ημέρες που βιώνουμε, προβάλλει ως σανίδα σωτηρίας. Αν η επιτακτική ανάγκη ανεύρεσης εσόδων μας οδηγήσει στην κατάλυση της νόμιμης και ασφαλούς κρατικής δράσης, τότε δεν θα απωλέσουμε απλώς δημόσια έσοδα αλλά θα απωλέσουμε και τη δυνατότητα να ζούμε σε δίκαιη, κρατικά οργανωμένη κοινωνία.

Ασπασία Κων. Μάλλιου