Η αυστηροποίηση των διοικητικών και ποινικών κυρώσεων


Η αυστηροποίηση των διοικητικών και ποινικών κυρώσεων

 Με το φορολογικό νομοσχέδιο που μόλις κατατέθηκε προς ψήφιση στην Βουλή, το υπουργείο Οικονομικών εισηγείται την δημιουργία ενός ακόμη πιο αυστηρού από το υφιστάμενο πλαισίου ποινικών και διοικητικών κυρώσεων. Όπως ήδη θα γνωρίζουν οι συνδρομητές μας, με τις προς ψήφιση διατάξεις χαρακτηρίζονται ως διαρκή και κατά συνέπεια ως συνεχή και αυτόφωρα, τα αδικήματα: 

-της μη καταβολής βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο, με χρόνο τέλεσης του αδικήματος το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής,

– της φοροδιαφυγής με την παράλειψη υποβολής ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος και

– της φοροδιαφυγής για μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση Φ.Π.Α. και λοιπών παρακρατούμενων φόρων, τελών ή εισφορών, με χρόνο τέλεσης αυτών το χρονικό διάστημα από την ημέρα κατά την οποία για πρώτη φορά όφειλε να ενεργήσει ο υπαίτιος μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής.

Παράλληλα, αυστηροποιούνται οι ποινές της μη καταβολής βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο (πλημμέλημα και κακούργημα, με ανώτατο όριο κάθειρξης τα είκοσι αντί τα δέκα έτη που ισχύουν έως σήμερα).

Τέλος, προβλέπεται αύξηση του ποσοστού προβεβαίωσης κατά την άσκηση ένδικου μέσου σε περιπτώσεις αμφισβητούμενου φόρου ή τέλους από 25% που σήμερα ισχύει σε 50%.

Οι καινούργιες αυτές ρυθμίσεις συνιστούν κατά το υπουργείο Οικονομικών αποτελεσματικό όπλο στη μάχη κατά της φοροδιαφυγής. Όμως, όπως επανειλημμένα έχουμε τονίσει από την παρούσα στήλη, στη δημοκρατία, όπου κυρίαρχη αρχή είναι η αρχή του κράτους δικαίου, η αποτελεσματικότητα ενός όπλου δεν κρίνεται από την οξύτητά του. Αντίθετα, η αποτελεσματικότητα του μέσου εξαρτάται και ελέγχεται από την αρχή της αναλογίας. Αποτελεσματικό είναι το μέσο όταν είναι ανάλογο του σκοπού που εξυπηρετεί, δηλαδήόταν καταρχήν δεν θίγει τον πυρήνα αγαθών που το Σύνταγμα προασπίζει. Όταν η επιλογή του συνιστά την ηπιότερη δυνατή επιλογή για την επιδίωξη του σκοπού.

Ακολουθείται η συνταγματική αυτή αρχή της αναλογίας στις προτεινόμενες από το υπουργείο Οικονομικών ρυθμίσεις;

Φοβούμασθε πως όχι. Και τούτο, καταρχήν, διότι προϋπόθεση για την διαπίστωση των εγκλημάτων της φοροδιαφυγής συνιστά η ύπαρξη οργανωμένου, αμερόληπτου, άμεμπτου, ταχύτατου και αποτελεσματικότατου ελεγκτικού μηχανισμού. Όταν, η βασική αυτή προϋπόθεση σήμερα έχει εκλείψει, τότε δεν υπάρχει κράτος δικαίου που να νομιμοποιεί την επιχειρούμενη αυστηροποίηση. Πώς ακριβώς ορίζει την ανακρίβεια στην υποβολή των δηλώσεων φόρου εισοδήματος και Φ.Π.Α. το υπουργείο Οικονομικών, όταν και κάθε απλή λογιστική διαφορά, η οποία μπορεί να οφείλεται είτε σε διαφορετική νομική ερμηνεία, είτε, όπως συχνά συμβαίνει, στην ανεπάρκεια του ελεγκτικού συνεργείου, οδηγεί στην υποβολή ανακριβούς δηλώσεως; Και πώς ακριβώς και από ποιον θα κρίνεται η ορθή νομική ερμηνεία ή θα διαπιστώνεται η ανεπάρκεια των φορολογικών ελεγκτών, όταν ήδη θα έχει οδηγηθεί στο αυτόφωρο ο φορολογούμενος, ενώ η εκδίκαση της προσφυγής του θα εκκρεμεί στα διοικητικά δικαστήρια ουσίας; Και πώς συνάδει με την αρχή της αναλογίας η μετατροπή των εγκλημάτων αυτών σε διαρκή, όταν κατά συνήθη πρακτική παρατείνονται με έκτακτες νομοθετικές ρυθμίσεις οι χρόνοι παραγραφής, με αποτέλεσμα σήμερα να υπάρχουν χρήσεις για τις οποίες ο χρόνος παραγραφής ξεπερνά τα 12 έτη; Δηλαδή, επί δώδεκα συνεχή έτη ο φορολογούμενος επιτηδευματίας θα ζει υπό την απειλή του αυτόφωρου, διότι η φορολογική διοίκηση δεν έχει τη δυνατότητα να τον ελέγξει νωρίτερα; Και πώς ακριβώς εξασφαλίζεται η ασφάλεια του δικαίου στις συναλλαγές; Στο επιχειρείν;

Η ανεπάρκεια του φορολογικού μηχανισμού είναι η κυρίως υπεύθυνη για την απαράδεκτη σήμερα τόσο εκτεταμένη φοροδιαφυγή, η οποία λειτουργεί σε βάρος όλων μας. Η προτεινόμενη όμως αυστηροποίηση του υφιστάμενου πλαισίου δεν θα συμβάλει στον περιορισμό της, αν δεν αναδιαταχθεί η εκτελεστική εξουσία. Αντίθετα, όσο εξακολουθεί η διοίκηση να μην λειτουργεί και παράλληλα να αυστηροποιούνται οι επαπειλούμενες κυρώσεις, τόσο θα μειώνεται η υγιής επιχειρηματικότητα και θα αυξάνονται τα κρούσματα συνδιαλλαγών και διαφθοράς.

Στο θέμα αυτό θα επανέλθουμε αναλυτικότερα. _

Ασπασία Κ. Μάλλιου