Ο στραβός γιαλός.

Επί δεκαετίες, πάγια τακτική της στήλης αυτής είναι να μην παρεμβαίνει και εκφράζει τις «Απόψεις» της σε θέματα ευρύτερα από αυτά που αφορούν στην θέσπιση, εφαρμογή και ερμηνεία της φορολογίας.

Οι ημέρες, όμως που περνούμε είναι κρίσιμες και η φορολογία συνιστά εργαλείο άσκησης πολιτικής. Συνεπώς, η προσπάθεια εξόδου από την σοβούσα κρίση θα πρέπει να επιχειρηθεί με τις πολιτικές επιλογές οι οποίες δύνανται να εξυπηρετήσουν αποτελεσματικότερα το συλλογικό κοινωνικό όραμα.

Πρέπει λοιπόν να ορισθεί το συλλογικό αυτό κοινωνικό όραμα. Για να ληφθούν μέτρα για την καταπολέμηση της κρίσης, είναι αναγκαία η διερεύνηση της μορφής της κρίσης. Αντιμετωπίζει η χώρα μόνον μια οικονομική αδυναμία αποπληρωμής των υποχρεώσεών της; Ή η κρίση που βιώνουμε, ημέρα με την ημέρα εκδηλώνεται και καταλαμβάνει κάθε τομέα της κρατικά οργανωμένης κοινωνικής μας διαβίωσης; Αποτέλεσμα της οποίας είναι να αναδεικνύεται η γενικότερη παθογένεια των σχέσεων που έχουν επί δεκαετίες αναπτυχθεί σε ολόκληρο το σύστημα διακυβέρνησης. Λείπουν απλώς δημόσια χρήματα, διότι το κράτος δεν έχει αποτελεσματικούς μηχανισμούς είσπραξης φόρων και αναδιανομής του πλούτου; Ή, λείπουν τα αναγκαία για την επιβίωση της κρατικής δομής δημόσια έσοδα, διότι νοσεί το σύνολο της πολιτικής διακυβέρνησης, δηλαδή το πολιτικό σύστημα, οι θεσμοί, η εκπαίδευση, ο Τύπος, ο συνδικαλισμός, η δημόσια διοίκηση και οι λοιπές ομάδες οργανωμένων συμφερόντων, με αποτέλεσμα και οι μεταξύ τους σχέσεις να μην είναι αξιοκρατικές, αλλά σχέσεις που τελειώνουν στην πελατειακή συναλλαγή.

Αν απλώς το έλλειμμα περιοριζόταν και αφορούσε στη συλλογή δημοσίων εσόδων, τότε η ενδυνάμωση της φορολογίας και του μηχανισμού επιβολής και είσπραξης θα ήταν αρκετή για να λυθεί το πρόβλημα. Είναι, όμως, προφανές ότι η διακυβέρνηση των τελευταίων δεκαετιών και η διάδρασή της με τον κοινωνικό ιστό παρήγαγε έναν υπερτροφικό δημόσιο τομέα, συνεχώς αυξανόμενο δημόσιο έλλειμμα, «ατομοσυμφεροντολογική» συνδικαλιστική δράση και μη συναινετικό πολιτικό πολιτισμό.

Στην πορεία μετά την μεταπολίτευση όχι μόνο χάθηκε το ιδανικό της ενότητας της πλατωνικής πολιτείας. Όχι μόνον έπαυσε η πόλη να συνιστά το μέσο και τον χώρο για την εντελέχεια του ευδαίμονος αριστοτελικού ανθρώπου. Φοβούμαστε ότι επιπλέον έπαυσε η ελληνική πολιτεία να συνιστά τον τόπο ελεύθερης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεών της σε πλαίσιο κράτους δικαίου. Η αδυναμία του συστήματος διακυβέρνησης εμπόδισε την παραγωγικότητα και στέρησε από την μεταπολιτευτική ελληνική κοινωνία την οργανωμένη και στερεά δομημένη αναπτυξιακή τροχιά.

Αυτά και πολλά ακόμη επισημάνθηκαν από τους πλέον διαπρεπείς επιστήμονες που διαθέτει σήμερα η χώρα, σε Ημερίδα που διοργάνωσε το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) την ημέρα που σελιδοποιείτο το παρόν τεύχος*. Όμως, μόνη η επισήμανση των αιτιών της κρίσης δεν αρκεί για την ενεργοποίηση των όσων υγιειών δυνάμεων υφίστανται στον ελληνικό κοινωνικό ιστό. Απαιτείται και η στόχευση, ο κεντρικός σχεδιασμός, το πολιτικό όραμα, η οργάνωση της διακυβέρνησης κάθε κρατικού και ευρύτερα πολιτειακού θεσμού κατά τρόπο ικανό να υπηρετήσει την ανάταση. Και όπως υποστήριξαν οι καθηγητές Ιωαννίδης και Στουρνάρας στην Ημερίδα του ΙΟΒΕ, ανάπτυξη και ανάταση μόνον με δημοσιονομική σταθερότητα δεν είναι δυνατή. Χρειάζονται μεταρρυθμίσεις ικανές να επανενεργοποιήσουν την ιδιωτική επιχειρηματικότητα. Ιδίως με την άρση αντικινήτρων,τη βελτίωση των μεταφορών,την απλοποίηση χωροθέτησης της επιχειρηματικής δράσης,την καλλιέργεια του τριγώνου της σύγχρονης γνώσης (παιδεία,τεχνολογία, έρευνα),τον εξωστρεφή επαναπροσδιορισμό των σχέσεων κρατικής και θεσμοθετημένης εξουσίας με τον πολίτη. Και κυρίως, απαραίτητη μοιάζει να είναι η δημιουργία περιβάλλοντος για την ανάπτυξη ουσιαστικού πολιτικού διαλόγου, μακριά και πέρα από ξεπερασμένες και καταστροφικές συγκρουσιακές κομματικού χαρακτήρα πρακτικές.


* Βλ. παρουσίαση της Ημερίδας του ΙΟΒΕ στις σελ. 721 επ. παρόντος τεύχους.

“Τι είχες Γιάννη μ’ ;”

Στις 28.4.2011, το υπουργείο Οικονομικών έδωσε στη δημοσιότητα ανακοίνωση για τις εκθέσεις προόδου των πέντε ειδικών Ομάδων Εργασίας* που έχει συστήσει για την πάταξη της φοροδιαφυγής (βλ. www.dfn.gr).

Κατά το υπουργείο Οικονομικών, στόχος της εργασίας των Ομάδων αυτών είναι η εστίαση σε συγκεκριμένους τομείς όπου έχουν διαπιστωθεί μεγάλες απώλειες εσόδων, ώστε να αντιμετωπισθεί η φοροδιαφυγή και να ενισχυθούν τα φορολογικά έσοδα, μέσα από τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και τη δικαιότερη φορολόγηση.

Από την ανάγνωση του περιεχομένου της ανακοίνωσης συνάγεται ότι μεγάλο μέρος των προσπαθειών που καταβάλουν οι Ομάδες αφορά στην είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών και στον προσδιορισμό στόχων είσπραξης.

Η προσπάθεια του υπουργείου Οικονομικών κρίνεται καταρχήν θετικά, αφού αποσκοπεί, τόσο στη στενότερη παρακολούθηση και συστηματοποίηση της διαδικασίας είσπραξης βεβαιωμένων εσόδων, η οποία ακολουθεί τον φορολογικό έλεγχο, όσο και στη διαπίστωση της παραβατικής συμπεριφοράς και βεβαίωση του καταλογισμού, με αποτέλεσμα το ποσό να καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό.

Έχει αναφερθεί πολλές φορές από τη στήλη αυτή το αυτονόητο, ότι η φοροδιαφυγή σχετίζεται άμεσα με την αδυναμία του κρατικού μηχανισμού να εισπράξει τα βεβαιωμένα ποσά δημοσίων εσόδων. Αδυναμία που προκύπτει αφενός από την έλλειψη πολιτικής βούλησης, εφόσον τρόποι, μηχανισμοί και μέθοδοι πάταξης της φοροδιαφυγής επί της ουσίας υπάρχουν και εφαρμόζονται διεθνώς και αφετέρου στην πολύπλευρη διάβρωση των εισπρακτικών μηχανισμών, οι οποίοι εμφανίζονται επί δεκαετίες αναποτελεσματικοί.

Η μέχρι σήμερα κατάσταση στις αρμόδιες φορολογικές υπηρεσίες καταγράφεται τουλάχιστον ως απογοητευτική. Κατά κανόνα, το Ελληνικό Δημόσιο αδυνατούσε να διασταυρώσει στοιχεία, να εντοπίσει κινητή ή ακίνητη περιουσία του οφειλέτη και να λάβει αποτελεσματικά μέτρα σε βάρος των οφειλετών του. Έτσι, αδυνατούσε να προστατέψειτο δημόσιο συμφέρον, παρά το γεγονός ότι είχε στο οπλοστάσιο του πολλά, βαριά και άκρως αποτελεσματικά.

Το Δημόσιο είχε τη δυνατότητα αναγκαστικής εκποίησης της περιουσίας των οφειλετών. Είχε τη δυνατότητα να λάβει σε βάρος τους περιοριστικά μέτρα, τα οποία θα διασφάλιζαν τα συμφέροντά του. Ιδίως, μπορούσε να σφραγίσει την επαγγελματική τους εγκατάσταση και να δεσμεύσει τα τραπεζικά τους υπόλοιπα. Να σταματήσει τη χορήγηση αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας, καθώς και η θεώρηση βιβλίων και στοιχείων κάθε επιτηδευματία, ο οποίος όφειλε στο Δημόσιο.

Η αποτελεσματική λήψη, όμως, όλων αυτών των μέτρων και προεχόντως των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, προϋπέθετε την παραγωγική οργάνωση των δημοσίων ταμείων των επιμέρους φορολογικών υπηρεσιών, καθώς και την επάνδρωσή τους με εξειδικευμένα νομικά στελέχη,τα οποία θα συνέβαλαν αποτελεσματικά στην προάσπιση των συμφερόντων του Δημοσίου.

Πώς, άραγε, θα ήταν δυνατή η είσπραξη των βεβαιωμένων χρεών, όταν, σχεδόν χωρίς καμία εξαίρεση, το Ελληνικό Δημόσιο παρίστατο σε δίκες αναγκαστικής εκτέλεσης (αναστολές και ανακοπές) χωρίς ουσιαστική υπεράσπιση;

Όταν:

  • Κατά κανόνα, δεν εκπροσωπούσε το Ελληνικό Δημόσιο νομικός, αλλά υπάλληλος της φορολογικής υπηρεσίας χωρίς νομική κατάρτιση.
  • Στους οικείους φακέλους δικογραφίας που συγκροτούνταν για την υποστήριξη των ισχυρισμών του Ελληνικού Δημοσίου στην δίκη εκτέλεσης, κατά κανόνα δεν περιλαμβανόταν ούτε ένα εξειδικευμένο στοιχείο για την εκδικαζόμενη υπόθεση.
  • Συνήθως, τα υπομνήματα του Ελληνικού Δημοσίου για τις δίκες εκτέλεσης συνιστούσαν αντίγραφο ενός προσυνταγμένου γενικού σχεδίου, χωρίς καμία αναφορά στις συγκεκριμένες συνθήκες της κάθε επιμέρους δίκης.

Μέχρι σήμερα, το Ελληνικό Δημόσιο μοιάζει να έχει απεμπολήσει κάθε δυνατότητα να υπερασπισθείτην είσπραξη βεβαιωμένων χρεών. Όμως, η είσπραξή τους δεν συνιστά δικαίωμα, η άσκηση του οποίου τίθεται στη διακριτική του ευχέρεια, αλλά θεσμική υποχρέωση των φορολογικών υπηρεσιών. Ενώ, η μη αποτελεσματική συμμόρφωση των υπηρεσιών αυτών στον συνταγματικό τους ρόλο οδηγεί όχι μόνο στην αύξηση της φοροδιαφυγής, αλλά και στην κατάλυση του ίδιου του κράτους.

Εύλογα μπορεί να σκεφτεί κάθε νομοταγής πολίτης, που πληρώνει στο ακέραιο τις φορολογικές οφειλές του, ότι η ολιγωρία των κρατικών υπηρεσιών στην πάταξη της φοροδιαφυγής οδηγεί σε μία κατάσταση μη ισονομίας, κοινωνικής αδικίας, και τέλος εμπαιγμού σε βάρος των συνεπών φορολογουμένων.

Έστω και την ύστατη ώρα, ας ελπίσουμε ότι δεν θα αναφωνήσουμε τη λαϊκή ρήση “Τι έχεις Γιάννη μ’; Τι είχα πάντα;”. Ας ελπίσουμε ότι οι Ομάδες Εργασίας και το υπουργείο Οικονομικών θα αντιληφθούν ότι μόνο με την επιβολή αυστηρότερων ποινών και με τον περιορισμό των συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών – ιδίως στην παροχή έννομης προστασίας – δεν θα λυθεί ποτέ το ζήτημα της είσπραξης δημοσίων εσόδων. Είναι αναγκαία έστω και σήμερα η ανασυγκρότηση των υπηρεσιών είσπραξης των βεβαιωμένων χρεών και προεχόντως η νομική τους επάνδρωση.