ΑΡ. ΠΟΛ. 1051/2011

Απόφαση 1051 / 2011    (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 1051/2011

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ’ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Γεωργία Λαλούση, Βασιλική Θάνου – Χριστοφίλου, Δημητρούλα Υφαντή και Μιλτιάδη Σπυρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2011, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρίας με την επωνυμία “ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ Α.Ε.”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Ντανάκα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Ι. Γ. του Π., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Γεωργία Αθανασίου-Γαβρά και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22/10/2007 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4788/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 550/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 22/4/2010 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Δημητρούλα Υφαντή ανέγνωσε την από 10/5/2011 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 22/4/2010 αίτησης για αναίρεση της υπ’ αριθ. 550/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών.
Ο εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε κανόνα ουσιαστικού δικαίου μη εφαρμοστέο ή παρέλειψε την εφαρμογή του εφαρμοστέου ή εφάρμοσε τέτοιο κανόνα εσφαλμένα, προσδίδοντας σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγματι έχει (Ολ.ΑΠ 7/2006). Η νομική δε αοριστία της αγωγής που ελέγχεται αυτεπάγγελτα, δηλαδή η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται αναιρετικά, ως παραβίαση από τον αριθ. 1 του άρθ. 559 του ΚΠολΔ, εάν το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια και πληρότητα της αγωγής και τη νομική βασιμότητα της σε αναφορά με συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αξίωσε περισσότερα στοιχεία από εκείνα που ορίζει ο κανόνας αυτός για τη θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή αντιθέτως αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία ή διάφορα από αυτά (Ολ.Α.Π. 18/1998).
Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ “η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης αν επιδρά στο μέλλον του”. Ως “αναπηρία” θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως “παραμόρφωση”, νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφανίσεως του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως “μέλλον” νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμορφώσεως στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό – οικονομικό τομέα η αναπηρία ή παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξελίξεως και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η ΑΚ 931 προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφ’ όσον η τελευταία εννοιολογικώς συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής καταστάσεως μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Εξ άλλου, η συνεπεία της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία αποτελεί βάση αξιώσεως προς αποζημίωση που στηρίζεται στην ΑΚ 929 (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως, η αναπηρία ή παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Τούτο συμβαίνει σε ανήλικο, που δεν έχει εισέλθει ακόμη στην παραγωγική διαδικασία και δεν μπορεί ήδη από την επέλευση της αναπηρίας ή παραμορφώσεως να επικαλεσθεί περιουσιακή ζημία. Δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία. Είναι όμως βέβαιο, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος) οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική – οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο όμως που δεν δύναται, επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και επομένως δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επιδράσεως αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της ΑΚ 931, που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμορφώσεως, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί (Α.Π. 1958/2009, 1432/2009, 1174/2009, 1287/2009, 1058/2008, 268/2008, 177/2008). Το ποσό του επιδικαζόμενου κατά την ΑΚ 931 εύλογου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται κατ’ αρχήν με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμορφώσεως αφενός και την ηλικία του παθόντος αφετέρου. Είναι πρόδηλο, ότι η κατά την ΑΚ 931 αξίωση είναι διαφορετική: α) από την κατά την ΑΚ 929 αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ’ ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας, λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και β) από την κατά την ΑΚ 932 χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικώς, είτε μεμονωμένως, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη μιας των λοιπών” (ΑΠ 765/2007, 670/2006).
Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος στην επιτρεπτώς κατ’ άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ επισκοπούμενη από 22/10/2007 αγωγή του εκθέτει μεταξύ των άλλων και τ’ ακόλουθα που αφορούν τον εδώ ερευνόμενο αναιρετικό λόγο: “Ήδη εξέθεσα συγκεκριμένα στοιχεία που συγκροτούν την έννοια της αναπηρίας μου από τον τραυματισμό, καθώς και της παραμορφώσεως μου, συνεπεία της διπλωπίας εξ αυτού και τον τρόπο με τον οποίο αυτές αποκλείουν, άλλως περιορίζουν σε μέγιστο βαθμό την επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική μου ζωή, καθώς και ποία και πόση είναι η ζημία που υφίσταμαι εξαιτίας της αναπηρίας και της παραμορφώσεως μου. Συνίσταται δε η παραμόρφωση μου στο γεγονός ότι συνεπεία της διπλωπίας, οι κόρες αμφότερων των οφθαλμών μου αντί της κανονικής τους θέσης στο κέντρο αυτών, συγκλίνουν μονίμως προς τα μέσα (η αριστερή κόρη στο άκρο δεξιό και η δεξιά κόρη στο άκρο αριστερό) δηλαδή προς τη μύτη, πράγμα που έχει ως συνέπεια με την απομείνασα ελάχιστη όραση μου να βλέπω διπλά τα αντικείμενα και να μη μπορώ να ευθυγραμμισθώ κατά τη βάδιση. Μόνο δε αν κλείσω τον ένα οφθαλμό, είναι δυνατό να δω στη σωστή τους θέση τα αντικείμενα. Η συγκεκριμένη αυτή εικόνα με παρουσιάζει δύσμορφο, μέχρι αποκρουστικότητας. Από τα παραπάνω λεπτομερώς εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα, ότι εξαιτίας του προπεριγραφέντος επίδικου περιστατικού, το οποίο προκλήθηκε από υπαιτιότητα του α’ εναγόμενου οδηγού, καταστράφηκε ολοσχερώς η ζωή μου, καθώς τραυματίστηκα σε καίρια σημεία του σώματος μου, με αποτέλεσμα σήμερα να είμαι σχεδόν τυφλός, αλλά και δύσμορφος και να υποφέρω από πόνους στο θώρακα, στους μύες, στο κεφάλι και στην κοιλιακή χώρα, καθώς δεν έχει επιτευχθεί ακόμη η αποκατάσταση της υγείας μου λόγω των σοβαρών τραυμάτων μου, όπως αυτά αναφέρονται ανωτέρω. Επομένως, είναι φανερό ότι οι ανωτέρω τραυματισμοί μου είναι βλαπτικοί για την ζωή μου και αποτελούν πραγματικό και ανυπέρβλητο εμπόδιο σε αυτή, στην ηλικία μάλιστα που βρίσκομαι, και δη στην προσωπική μου γενικά κατάσταση, αφού είναι αδύνατον πλέον να ζήσω μια φυσιολογική ζωή, όντας σχεδόν “τυφλός” και δύσμορφος εξ αιτίας της διπλωπίας, ευρισκόμενος διαρκώς κλεισμένος στην οικία μου, αδυνατώντας να αυτοεξυπηρετηθώ, έχοντας τη διαρκή ανάγκη και τη φροντίδα τρίτου προσώπου, ακόμη και για τις πιο στοιχειώδεις μου ανάγκες και αποτελώ βάρος στα πρόσωπα της οικογενείας μου, ταλαιπωρώντας και στενοχωρώντας αυτά, αντί να τους προσφέρω χαρά. Οι τραυματισμοί μου δε αυτοί επιδρούν αναμφίβολα και στην επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική μου κατάσταση, διότι μειώνουν την προσωπικότητα μου, λαμβανομένης ιδιαιτέρως υπόψη της ηλικίας μου (μειωμένη αισθητική εμφάνιση διότι θα είμαι σχεδόν “τυφλός” και δύσμορφος σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου), γεγονός που δυσκολεύει τις μελλοντικές, κοινωνικές, οικογενειακές και λοιπές σχέσεις και συναναστροφές μου, αφού πλέον για το σύνολο των συνανθρώπων μου θα είμαι ο “σακάτης”. Η αναπηρία μου αυτή θα μου δημιουργεί οπωσδήποτε μέχρι το τέλος της ζωής μου δυσμενείς ψυχολογικές επιδράσεις, ήτοι θα μειονεκτώ ισοβίως έναντι των αρτιμελών συνανθρώπων μου και θα μου είναι δύσκολο να ζήσω ως φυσιολογικός άνθρωπος, συνεχίζοντας να διατηρώ φυσιολογικές επαφές με τα λοιπά μέλη της οικογένειας μου και τους φίλους μου, ιδιαίτερα σε αυτή την ηλικία. Με τα δεδομένα αυτά, και το γεγονός ότι οι τραυματισμοί μου, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, με επηρεάζουν ψυχολογικά, αλλά και κοινωνικά και επαγγελματικά, οι δυνατότητες μου να ζήσω, όπως και πρότερον, μια φυσιολογική ζωή με την οικογένεια μου και τον κοινωνικό μου περίγυρο, εκμηδενίζονται, άλλως περιορίζονται σε σημαντικό βαθμό. Από τα παραπάνω λεπτομερώς εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα, ότι εξαιτίας του προπεριγραφέντος επίδικου περιστατικού και συνεπεία του πταίσματος του α’ εναγόμενου οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, υπέστην τις αναφερθείσες σοβαρές βλάβες σε καίρια σημεία του σώματος μου, με αποτέλεσμα σήμερα να είμαι σχεδόν τυφλός και δύσμορφος και να αντιμετωπίζω πληθώρα ιατρικής φύσεως προβλημάτων. Οι ως άνω σωματικές κακώσεις και βλάβες της υγείας μου, που έχουν επηρεάσει όπως είναι φυσικό και την ψυχολογική μου κατάσταση, είναι βέβαιο ότι για ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή μου θα επηρεάσουν την επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική μου ζωή.
Ενόψει αυτών και με δεδομένο ότι οι σοβαροί τραυματισμοί μου με έχουν καταστήσει βαριά ανάπηρο και δύσμορφο (αφού κατέστην συνεπεία ιδίως της διπλωπίας σχεδόν “τυφλός”), δικαιούμαι να λάβω αποζημίωση κατ’ άρθρο 931 Α.Κ ποσού εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000 ευρώ). Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του απέρριψε το σχετικό λόγο έφεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα ασφαλιστική εταιρεία ως εναγομένη εξέφραζε παράπονα κατά της πρωτόδικης απόφασης, που δέχθηκε κατά ένα μέρος ως νόμιμο και βάσιμο κατ’ ουσίαν το προαναφερθέν αγωγικό κεφάλαιο, κρίνοντας (το Εφετείο) ότι “η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη και ως προς το κονδύλιο της πρόσθετης αποζημίωσης αφού στο δικόγραφο της εκτίθενται όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία και ειδικότερα τα στοιχεία που συγκροτούν την έννοια της παραμόρφωσης και ο τρόπος κατά τον οποίον αυτή επηρεάζει το κοινωνικό μέλλον του ενάγοντος”. Με βάση τα όσα προεκτέθηκαν η αγωγή ως προς την ως άνω αξίωση είναι πλήρως ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στην διάταξη του άρθρου 931 Α.Κ., έστω και αν τα περιστατικά που επικαλείται ο αναιρεσίβλητος στην αγωγή του, αλλά και έγιναν δεκτά κατ’ ουσίαν από την προσβαλλόμενη, (κατά της απόρριψης του αντίστοιχου λόγου της έφεσης κατά της ομοίως κρίνασας πρωτόδικης απόφασης) με τα οποία συγκροτείται ως έννοια της επίδρασης στο μέλλον ενάγοντος της ανικανότητας – αναπηρίας του, αφορούν δυσμενείς συνέπειες στην κοινωνική και όχι αποκλειστικά στην οικονομική πλευρά της μελλοντικής ζωής του.
Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κρίνεται αβάσιμος, εφ’ όσον δε δεν υφίσταται άλλος λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί και η αίτηση αναίρεσης, και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρ. 17 και 183 του Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22.4.2010 αίτηση αναίρεσης για αναίρεση της υπ’ αριθ. 550/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες εφτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Μαΐου 2011.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Ιουνίου 2011.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικών Αναφορών.

 Εισαγωγή

Η κατάρτιση και η δημοσίευση των οικονομικών καταστάσεων αποτελεί διεθνώς θεμελιώδη εταιρική διαδικασία για όλες τις οικονομικές οντότητες, δημοσίου ή όχι ενδιαφέροντος. Σκοπός των οικονομικών καταστάσεων είναι η παροχή χρηματοοικονομικών πληροφοριών απολογιστικού χαρακτήρα, σχετικά με την αποδοτικότητα της οικονομικής οντότητας, τη διάρθρωση και την οικονομική θέση της καθαρής περιουσίας της και τη μεταβολή των μεγεθών της, σε όσους ενδιαφέρονται για την πληροφόρηση αυτή προκειμένου κυρίως να λάβουν οικονομικές αποφάσεις.

Οι οικονομικές καταστάσεις καταρτίζονται και παρουσιάζονται σύμφωνα με ένα συγκεκριμένο λογιστικό πλαίσιο, η υιοθέτηση και εφαρμογή του οποίου αποτελεί αποκλειστική ευθύνη της διοίκησης. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, το λογιστικό πλαίσιο κατάρτισης των οικονομικών καταστάσεων επιβάλλεται είτε λόγω των υποχρεώσεων που απορρέουν από το κανονιστικό και νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας της οικονομικής οντότητας ως νομικού προσώπου, είτε στην περίπτωση των οντοτήτων δημοσίου συμφέροντος από το κανονιστικό και νομοθετικό πλαίσιο των χρηματιστηρίων στα οποία διαπραγματεύονται οι μετοχικοί ή άλλοι τίτλοι που έχουν εκδοθεί από αυτές.

Συνεπώς, στο πλαίσιο εναρμόνισης της οικονομικής οντότητας με το ευρύτερο νομικό και κανονιστικό περιβάλλον, η διοίκηση καλείται να υιοθετήσει συγκεκριμένες λογιστικές αρχές και πρότυπα για τη σύνταξη των οικονομικών της καταστάσεων. Οι υιοθετούμενες λογιστικές αρχές μπορεί να είναι τα εθνικά λογιστικά πρότυπα που προβλέπονται από τη χώρα στην οποία έχει την έδρα της η επιχείρηση ή, στην περίπτωση οντότητας δημοσίου ενδιαφέροντος, τα λογιστικά πρότυπα που έχει επιλέξει το κάθε χρηματιστήριο για τη σύνταξη των οικονομικών καταστάσεων των εταιρειών που έχουν εισάγει τους τίτλους τους προς διαπραγμάτευση, μετοχικούς ή άλλους. Στην περίπτωση αυτή, οι επιλογές της διοίκησης της οικονομικής οντότητας είναι μάλλον περιορισμένες, εφόσον δεν υπάρχουν περιθώρια παρέκκλισης ως προς το λογιστικό πλαίσιο σύνταξης και παρουσίασης των οικονομικών καταστάσεων που θα εφαρμοστεί.

Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, εναπόκειται στην ευχέρεια της διοίκησης να υιοθετήσει και να εφαρμόσει, εκτός από τα υποχρεωτικά λογιστικά πρότυπα που επιβάλλονται ως νομική ή κανονιστική υποχρέωση, και άλλα, διαφορετικά λογιστικά πρότυπα ώστε να δημοσιεύσει τις οικονομικές καταστάσεις της επιχείρησης με διαφορετική μορφή. Αυτό μπορεί να συμβεί γιατί η διοίκηση της επιχείρησης αντιλαμβάνεται ότι απευθύνεται σε χρήστες οικονομικών καταστάσεων που ενδεχομένως δεν κατανοούν το υποχρεωτικά υιοθετηθέν λογιστικό πλαίσιο σύνταξης των οικονομικών καταστάσεων, ή ακόμη γιατί θεωρεί ότι με αυτό το λογιστικό πλαίσιο δεν επιτυγχάνεται η ποιότητα ιστορικής χρηματοοικονομικής πληροφόρησης που θα ήθελε να παρέχει στους τρίτους.

Πάντως, η υιοθέτηση του λογιστικού πλαισίου σύνταξης και παρουσίασης των οικονομικών καταστάσεων, είτε επιβάλλεται διά νόμου, είτε αποτελεί αποκλειστική επιλογή της διοίκησης, είναι απολύτως συνδεδεμένη με τη μορφή της ιστορικής χρηματοοικονομικής πληροφόρησης που η διοίκηση της επιχείρησης επιθυμεί να γνωστοποιήσει στους τρίτους – χρήστες των οικονομικών καταστάσεων και ταυτόχρονα προσδιορίζει και την ποιότητα της πληροφόρησης αυτής.

Χρήστες των οικονομικών καταστάσεων είναι οι τρίτοι (επενδυτές, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αναλυτές, κρατικές και λοιπές εποπτικές αρχές, πελάτες, προμηθευτές κ.ά.), κυρίως μη εμπλεκόμενοι στη διοίκηση της οικονομικής οντότητας, οι οποίοι είναι οι αποδέκτες αυτών και ενδιαφέρονται για την ιστορική χρηματοοικονομική πληροφόρηση της οντότητας. Αυτό δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι χρήστες των οικονομικών καταστάσεων δεν μπορεί να είναι και εμπλεκόμενοι στη διοίκηση ή εργαζόμενοι σε αυτή. Ο κύριος λόγος του ενδιαφέροντος των χρηστών των οικονομικών καταστάσεων γι’ αυτές σχετίζεται με την ανάγκη λήψεως οικονομικών αποφάσεων σχετικά με την οικονομική οντότητα, χωρίς όμως να αποκλείονται και άλλοι λόγοι, π.χ. δημοσιογραφικοί ή εκπαιδευτικοί. Είναι σαφές ότι η μελέτη της ιστορικής χρηματοοικονομικής πληροφορίας που παρέχεται από τις οικονομικές καταστάσεις διαφέρει ανά περίπτωση ομάδας χρηστών αλλά και ανάλογα με τους στόχους που επιδιώκεται να επιτευχθούν μέσω αυτής.

 Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς

Τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ) αποτελούν διεθνές λογιστικό πλαίσιο αρχών και κανόνων κατάρτισης και παρουσίασης των οικονομικών καταστάσεων. Ο όρος «διεθνές» έχει την έννοια της δυνατότητας εφαρμογής από οποιαδήποτε οικονομική οντότητα δραστηριοποιείται σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου. Με αυτό το πρίσμα, τα ΔΠΧΑ έχουν καταρχάς εκδοθεί με δύο σκοπούς: α) να παράγουν υψηλής ποιότητας πρότυπα και β) να συμβάλλουν στη βελτίωση της εναρμόνισης της σύνταξης και παρουσίασης των οικονομικών καταστάσεων.

Όταν σε ένα περιβάλλον διεθνοποίησης των συναλλαγών, ένας επενδυτής, αναλυτής, τραπεζίτης ή προμηθευτής μελετά τις οικονομικές της καταστάσεις μιας οικονομικής οντότητας με σκοπό να κατανοήσει την απόδοσή της, εξατομικευμένα ή σε σχέση με άλλες, είναι κατ’ αρχήν αναγκασμένος να εξετάζει τις διαφορετικές λογιστικές αρχές που εφαρμόζονται σε διαφορετικές χώρες, βάσει των οποίων παράγονται εντελώς διαφορετικά δημοσιοποιημένα αποτελέσματα και ισολογισμοί. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι αυτό διαμορφώνει μια κατάσταση σύγχυσης. Η εφαρμογή των ΔΠΧΑ έχει ως σκοπό να περιορίσει τις διαφορές μεταξύ των εθνικών λογιστικών προτύπων που εφαρμόζονται τοπικά από τις διάφορες χώρες και να ελαχιστοποιήσει την ενδεχόμενη αναποτελεσματικότητα που επιφέρουν οι διαφορές αυτές στις διεθνείς κεφαλαιαγορές.

Την ευθύνη της έκδοσης των ΔΠΧΑ έχει το Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων1 (ΣΔΛΠ) και οι υποεπιτροπές του. Το ΣΔΛΠ επιλέγεται, εποπτεύεται και χρηματοδοτείται από το Ίδρυμα της Επιτροπής Διεθνών Λογιστικών Προτύπων2 (ΕΔΛΠ). Από τον Μάρτιο του 2002, τα συγκεκριμένα πρότυπα που γενικά φέρουν την ονομασία Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς αποτελούνται από πρόσφατα πρότυπα (που έχουν εκδοθεί από το 2001 και μετά) με την ίδια ονομασία αλλά και από παλαιότερα (που έχουν εκδοθεί την περίοδο 1973 – 2001), τα οποία βρίσκονται εν ισχύει αναθεωρημένα και ονομάζονται Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (ΔΛΠ). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα ΔΠΧΑ έχουν δεχθεί διάφορες επιρροές με σημαντικότερη αυτή των Αμερικάνικων Λογιστικών Προτύπων3.

 Το πλαίσιο του ΣΔΛΠ

Προκειμένου να μελετήσει και να κατανοήσει κανείς τα ΔΠΧΑ, είναι απαραίτητο να έχει προηγουμένως κατανοήσει το πλαίσιο κατάρτισης και παρουσίασης των οικονομικών καταστάσεων («πλαίσιο») του ΣΔΛΠ.

Θα πρέπει να γίνει σαφές από την αρχή ότι, το πλαίσιο κατάρτισης και παρουσίασης των οικονομικών καταστάσεων του ΣΔΛΠ δεν είναι ΔΠΧΑ και ως εκ τούτου δεν καθορίζει πρότυπα και λογιστικούς χειρισμούς για συγκεκριμένα θέματα. Κατ’ ουσία, το πλαίσιο είναι μια ευρεία βάση συζήτησης για τους εμπλεκόμενους στη σύνταξη των οικονομικών καταστάσεων και αποτελεί τον θεωρητικό πυλώνα και τη βάση ανάπτυξης της θεωρητικής προσέγγισης των ΔΠΧΑ.

Ο σκοπός του ισχύοντος πλαισίου, που εγκρίθηκε από το Συμβούλιο της ΕΔΛΠ τον Απρίλιο του 1989 και υιοθετήθηκε από το ΣΔΛΠ τον Απρίλιο του 2001, είναι να θέσει τις έννοιες που κρίνονται ως απαραίτητες για την κατάρτιση και παρουσίαση των οικονομικών καταστάσεων, προκειμένου αυτές να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης για τους χρήστες αυτών. Ειδικότερα, το πλαίσιο φιλοδοξεί να βοηθήσει τους εμπλεκόμενους με την ανάπτυξη, προώθηση, θεσμοθέτηση και εφαρμογή των ΔΠΧΑ, προκειμένου να επιτυγχάνεται η εναρμόνιση των κανονισμών, λογιστικών προτύπων και διαδικασιών που αφορούν την παρουσίαση των οικονομικών καταστάσεων και, επιπλέον, προσδοκά να εξυπηρετήσει και τους χρήστες των οικονομικών καταστάσεων, που έχουν συνταχθεί σύμφωνα με τα ΔΠΧΑ, στην κατανόηση και ερμηνεία των πληροφοριών που περιέχονται σε αυτές.

Οι οδηγίες και επιταγές του πλαισίου καλύπτουν τις βασικές παραδοχές, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των οικονομικών καταστάσεων, τα στοιχεία των οικονομικών καταστάσεων (περιουσιακά στοιχεία, υποχρεώσεις, ίδια κεφάλαια, έσοδα και έξοδα), την αναγνώριση και την επιμέτρηση των στοιχείων αυτών (περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις) και τις έννοιες του κεφαλαίου και της διατήρησης του κεφαλαίου.

Περαιτέρω, σε επίπεδο τεχνικής υποστήριξης των ΔΠΧΑ, το ΣΔΛΠ χρησιμοποιεί το πλαίσιο ως θεωρητική βάση για την έκδοση νέων προτύπων ή αναθεωρήσεων των υφισταμένων. Επιπρόσθετα, το πλαίσιο αποτελεί ένα σημείο αναφοράς για τους εμπλεκόμενους στη σύνταξη των οικονομικών καταστάσεων, στις περιπτώσεις εκείνες που διαπιστώνεται κενό οδηγιών από ένα συγκεκριμένο ΔΠΧΑ.

 Βασικές παραδοχές

Το πλαίσιο ορίζει δύο βασικές παραδοχές για την κατάρτιση των οικονομικών καταστάσεων, την αρχή των δεδουλευμένων εσόδων και εξόδων και την αρχή της συνεχιζόμενης δραστηριότητας. Σύμφωνα με την πρώτη αρχή, τα έσοδα και τα έξοδα αναγνωρίζονται στα αποτελέσματα όταν αυτά πραγματοποιούνται και όχι κατά την ταμειακή ή με άλλο τρόπο τακτοποίησή τους. Σύμφωνα με τη δεύτερη αρχή, οι οικονομικές καταστάσεις συντάσσονται σύμφωνα υπό την προϋπόθεση ότι η οικονομική οντότητα θα συνεχίσει την επιχειρηματική της δραστηριότητα και στο προβλεπόμενο μέλλον. Ειδικότερα, οι οικονομικές καταστάσεις καταρτίζονται βάσει της αρχής της συνέχισης της δραστηριότητας της οικονομικής οντότητας, εκτός εάν η διοίκηση σκοπεύει ή δεν έχει άλλη επιλογή από την παύση των εργασιών της οντότητας ή τη ρευστοποίηση των περιουσιακών της στοιχείων.

 Ποιοτικά χαρακτηριστικά

Το πλαίσιο, θέλοντας να διασφαλίσει στο μέτρο του καλύτερου δυνατού την ποιότητα των πληροφοριών που παρέχονται από τις οικονομικές καταστάσεις, προσδιορίζει τέσσερα ποιοτικά χαρακτηριστικά, η ύπαρξη των οποίων κρίνεται απαραίτητη για την επίτευξη του επιθυμητού επιπέδου ποιότητας της πληροφορίας αυτής.
Αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά είναι:
α) Η επίτευξη του μέγιστου βαθμού κατανόησης των πληροφοριών (κατανοητότητα).
β) Η δυνατότητα των πληροφοριών να ανταποκρίνονται στον μέγιστο δυνατό βαθμό στις ανάγκες των χρηστών (συνάφεια), που με τη σειρά της επηρεάζεται από τη φύση και το ουσιώδες των πληροφοριών (σημαντικότητα).
γ) Η ιδιότητα των πληροφοριών να είναι απαλλαγμένες από ουσιώδη λάθη και προκαταλήψεις και να δίνουν τη δυνατότητα στους χρήστες να μπορούν να βασίζονται σε αυτές (αξιοπιστία), και η οποία βασίζεται στην ουδετερότητα, τη σύνεση και την πληρότητα και έχει ως βασική αρχή ύπαρξης την παρουσίαση των πληροφοριών με βάση την ουσία και όχι τον τύπο.

Η παρουσίαση των πληροφοριών με βάση την ουσία και όχι τον τύπο είναι θεμελιώδης και υιοθετείται από σημαντικό αριθμό προτύπων. Ενδεικτικά αναφέρεται η περίπτωση του ΔΛΠ 18, σύμφωνα με το οποίο το έσοδο από την πώληση αγαθών αναγνωρίζεται μόνον εφόσον μεταφερθούν στον αγοραστή οι κίνδυνοι και τα οφέλη της ιδιοκτησίας και του ΔΛΠ 17, σύμφωνα με το οποίο τα πάγια περιουσιακά στοιχεία που αποκτούνται με χρηματοδοτικές μισθώσεις, καθώς και οι σχετικές υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτές, αναγνωρίζονται στις οικονομικές καταστάσεις και αποσβένονται εφόσον ικανοποιούνται συγκεκριμένα κριτήρια.

Θα πρέπει επίσης να είναι σαφές ότι η έννοια της σύνεσης, όπως προσεγγίζεται από το πλαίσιο, δεν σχετίζεται σε καμία περίπτωση με την έννοια της συντηρητικότητας. Η συντηρητικότητα ενδέχεται να δημιουργήσει μια τάση έμφασης σε πιθανά αρνητικά αποτελέσματα συναλλαγών και γεγονότων έναντι των πιθανών θετικών. Αποτέλεσμα αυτού θα είναι να χαθεί η ουδετερότητα και να οδηγηθούμε σε υποεκτίμηση των αποτελεσμάτων. Το πλαίσιο ορίζει ρητά ότι σύνεση σημαίνει άσκηση σημαντικού βαθμού προσοχής στη δημιουργία κρίσεων σε συνθήκες αβεβαιότητας, αλλά σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να οδηγήσει στη δημιουργία αφανών αποθεματικών και υπερπροβλέψεων.
δ) Τη δυνατότητα σύγκρισης των πληροφοριών, τόσο διαχρονικά για την ίδια οικονομική οντότητα, όσο και σε σύγκριση με άλλες οικονομικές οντότητες (συγκρισιμότητα).

 Στοιχεία των οικονομικών καταστάσεων

Σύμφωνα με το πλαίσιο, οι οικονομικές καταστάσεις απεικονίζουν τις οικονομικές καταστάσεις συναλλαγών και άλλων γεγονότων, ομαδοποιώντας αυτά σε ευρείες κατηγορίες, ανάλογα με τα οικονομικά χαρακτηριστικά τους.

Οι ευρείες αυτές κατηγορίες ορίζονται από το πλαίσιο ως στοιχεία οικονομικών καταστάσεων και είναι: α) τα στοιχεία εκείνα που συνδέονται άμεσα με την επιμέτρηση της οικονομικής θέσης στον ισολογισμό και αφορούν τα περιουσιακά στοιχεία, τις υποχρεώσεις και τα ίδια κεφάλαια και β) τα στοιχεία εκείνα που συνδέονται άμεσα με την επιμέτρηση της αποδοτικότητας στην κατάσταση των αποτελεσμάτων και αφορούν στα έσοδα και τα έξοδα.

Η κατάσταση μεταβολών στη χρηματοοικονομική θέση αντανακλά συνήθως τα στοιχεία της κατάστασης του λογαριασμού των αποτελεσμάτων και τις μεταβολές στα στοιχεία του ισολογισμού και ως εκ τούτου το πλαίσιο δεν προσδιορίζει στοιχεία που εμπεριέχονται αποκλειστικά στην κατάσταση αυτή.
Οι ορισμοί που δίνονται στο σημείο αυτό από το πλαίσιο παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κατανόηση της θεωρητικής βάσης όλων των ΔΠΧΑ. Έτσι, σύμφωνα με το πλαίσιο, στοιχείο του ενεργητικού είναι πόρος, οι οποίος ελέγχεται από μια οικονομική οντότητα ως αποτέλεσμα γεγονότων του παρελθόντος, και από τον οποίο αναμένεται να προκύψουν μελλοντικές ωφέλειες για την οντότητα.

Υποχρέωση, σύμφωνα με το πλαίσιο, είναι μια παρούσα υποχρέωση της οικονομικής οντότητας, προκύπτουσα από γεγονότα του παρελθόντος, της οποίας η τακτοποίηση αναμένεται να οδηγήσει σε εκροή από την οντότητα πόρων που εμπεριέχουν οικονομικά οφέλη.

Περιουσία είναι το εναπομείναν μερίδιο της οντότητας επί των στοιχείων του ενεργητικού της αφού αφαιρεθούν όλες οι υποχρεώσεις.

Έσοδο είναι η αύξηση στα οικονομικά οφέλη μίας περιόδου με τη μορφή εισροών ή η επαύξηση των στοιχείων του ενεργητικού ή η μείωση των υποχρεώσεων, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της περιουσίας της και η οποία δεν σχετίζεται με τις εισφορές σε αυτήν από εκείνους που έχουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί του κεφαλαίου της οντότητας.

Έξοδα είναι μειώσεις στα οικονομικά οφέλη μιας περιόδου με τη μορφή εκροών ή με τη μορφή μειώσεων στοιχείων του ενεργητικού ή αυξήσεων των υποχρεώσεων και οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση της περιουσίας, η οποία δεν σχετίζεται με οποιασδήποτε μορφής διανομή προς εκείνους που έχουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί του κεφαλαίου της οντότητας.

 Συμπεράσματα

Το πλαίσιο κατάρτισης και παρουσίασης των οικονομικών καταστάσεων του ΣΔΛΠ αποτελεί για εκείνον που για οποιονδήποτε λόγο θέλει να μελετήσει και να κατανοήσει τα ΔΠΧΑ το πρώτο στάδιο σκέψης και προβληματισμού. Η οριοθέτηση και ο εννοιολογικός προσδιορισμός των ορισμών που περιέχονται σ’ αυτό καθιστούν αυτόματα τον αναγνώστη ικανό να αντιληφθεί τους άξονες των λογιστικών χειρισμών που προβλέπονται ανά περίπτωση από τα ΔΠΧΑ. Σε μια περισσότερο ελεύθερη και λιγότερο τεχνική διατύπωση, μπορεί να υποστηριχθεί ότι το πλαίσιο «περνάει» μηνύματα λογιστικής μεθοδολογίας για την κατάρτιση και την παρουσίαση των οικονομικών καταστάσεων.

Κύρια προτεραιότητα των στόχων του πλαισίου είναι η ποιότητα της πληροφορίας που παρέχεται από τις οικονομικές καταστάσεις προς τους χρήστες, τους οποίους θέλει να τοποθετήσει στη θέση της διοίκησης και να τους δώσει τη δυνατότητα να δουν την οικονομική κατάσταση της οντότητας με την ποιότητα και τον όγκο των πληροφοριών που εκείνη έχει στη διάθεσή της, προκειμένου να ληφθούν οικονομικές αποφάσεις.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δεν μπορεί να υπάρξει πρότυπο ή αναθεώρηση προτύπου το οποίο θα αποκλίνει από τις αρχές και τους εννοιολογικούς προσδιορισμούς του πλαισίου. Αυτό ίσως να είναι και η σημαντικότερη δικλείδα ασφαλείας ποιότητας για τις οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζονται σύμφωνα με τα ΔΠΧΑ. Εάν κάποιος συμφωνεί ή διαφωνεί με τους λογιστικούς χειρισμούς που υιοθετούνται από τα ΔΠΧΑ και την εμφάνιση των οικονομικών καταστάσεων που αποτελούν το αποτέλεσμα των συγκεκριμένων λογιστικών χειρισμών, συμφωνεί ή διαφωνεί επί της αρχής δηλαδή επί του πλαισίου. Σε ένα άκρως παγκοσμιοποιημένο επιχειρηματικό περιβάλλον, είναι αδύνατο να υπάρξει η προσδοκώμενη και επιθυμητή σύγκλιση στην κατάρτιση και την εμφάνιση της ιστορικής χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, εάν προηγουμένως δεν συμφωνήσουν όλοι οι φορείς που συμμετέχουν σε αυτό επί ενός κοινού και διεθνώς αποδεκτού λογιστικού πλαισίου. Το πλαίσιο για την κατάρτιση και την εμφάνιση των οικονομικών καταστάσεων του ΣΔΛΠ είναι βέβαιον ότι αποτελεί τουλάχιστον τη βάση της συζήτησης γι’ αυτό.


1 International Accounting Standards Board (IASB)
2 International Accounting Standards Committee (IASC)
3 United States General Accepted Accounting Principles (US GAAP)

ΑΡ. ΠΟΛ. 1040/2011

Η
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη :
1. Τις διατάξεις των άρθρων 41 και 41α του ν. 1249/1982 (ΦΕΚ.43/Α΄), όπως το άρθρο 41α προστέθηκε με το άρθρο 10 του ν. 2386/1996 (ΦΕΚ 43/Α΄), και του άρθρου 14 του ν.1473/1984 (ΦΕΚ.127/Α΄).
2. Τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 24 του ν.1828/1989 (ΦΕΚ 2/Α΄).
3. Τις διατάξεις της παραγράφου 18 του άρθρου 14 του ν.1882/1990 (ΦΕΚ 43/Α΄) που προβλέπει αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών το βραδύτερον ανά διετία.
4. Τις ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής ή τμήματος αυτής, όπως συνθήκες περιβάλλοντος και θέας, εξυπηρέτηση (υποδομή, συγκοινωνία κ.λ.π.), εμπορικότητα δρόμων, πολεοδομικές ρυθμίσεις (συντελεστής δόμησης οικοπέδου).
5. Τις ιδιαιτερότητες των ακινήτων, όπως χρήση (οικόπεδο, διαμέρισμα, κατάστημα, αποθήκη κ.λ.π.), πρόσοψη (σε αίθριο, σε πλατεία κ.λ.π.), όροφος, επιφάνεια, παλαιότητα κτιρίου, συνιδιοκτησία, ειδικές συνθήκες (σεισμός, πλημμύρα, πυρκαγιά, απαλλοτρίωση κ.λ.π.), δέσμευση (διατηρητέα κτίρια, αρχαιολογική έρευνα κλπ).
6. Την απόφασή μας με αρ. πρωτ. 1122435/3634/00ΤΥ/Δ΄/30-12-2005, ΠΟΛ.1158 (ΦΕΚ 1982/Β΄/2005), που αφορά «Αναπροσαρμογή τιμών, και επέκταση του αντικειμενικού συστήματος προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των με οποιαδήποτε αιτία μεταβιβαζομένων ακινήτων, που βρίσκονται σε περιοχές εντός σχεδίου όλων των περιφερειών της χώρας».
7. Την απόφασή μας με αρ. πρωτ. 1020564/487/00ΤΥ/Δ΄/27-02-2007, ΠΟΛ.1034 (ΦΕΚ 269/Β΄/2007), που αφορά «Αναπροσαρμογή τιμών του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των με οποιαδήποτε αιτία μεταβιβαζομένων ακινήτων, που βρίσκονται σε περιοχές εντός σχεδίου όλων των περιφερειών της χώρας» όπως αυτή ισχύει σήμερα.
8. Την απόφασή μας με αρ. πρωτ. 1088318/2449/00ΤΥ/Δ΄/19-09-2009 (ΦΕΚ 2003/Β΄/168- 09-2009), που αφορά «Επανέκδοση της υπ’ αριθμ. 1020564/487/00ΤΥ/Δ΄/27-02-2007 απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ως προς την τιμή της Β΄ Ζώνης Ψυχικού, σε συμμόρφωση με ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας».
9. Το γεγονός ότι μετά την με αριθμό 3626/2010 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, καταργήθηκε η καθορισθείσα με την με αριθ. 1088318/2449/00ΤΥ/Δ΄/19-09-2009 απόφασή μας τιμή της Β΄ Ζώνης Ψυχικού, με αποτέλεσμα για τις υπόλοιπες Ζώνες του Ψυχικού να ισχύουν οι καθορισθείσες τιμές με την με αριθ. 1020564/487/00ΤΥ/Δ΄/27-02-2007 απόφασή μας, ενώ για την Β΄ Ζώνη να ισχύει η καθορισθείσα τιμή με την προγενέστερη 1122435/3634/00ΤΥ/Δ΄/30-12-2005 απόφασή μας, με αποτέλεσμα τη μη ενιαία αντιμετώπιση όλων των περιοχών του Ψυχικού και τη διατάραξη της ορθής κλιμάκωσης των τιμών από Ζώνη σε Ζώνη.
10. Την απόφασή μας με αρ. πρωτ. 1067780/82/Γ0013/09.06.94 ΠΟΛ.1149 (ΦΕΚ- 549/Β΄/15.07.94) όπως ισχύει σήμερα, με την οποία τροποποιούνται, βελτιώνονται και κωδικοποιούνται οι διατάξεις που αφορούν τη φορολογητέα αξία μεταβιβαζομένων με οποιαδήποτε αιτία ακινήτων εντός σχεδίου, κατά το αντικειμενικό σύστημα.
11. Την από 14/12/2010 εισήγηση της αρμόδιας επιτροπής του άρθρου 41 του ν.1249/1982 στην οποία περιλαμβάνεται το πόρισμά της.
12. Την αριθμ. Δ6Α 1142500 ΕΞ 2010/26.10.2010 (ΦΕΚ. 1725/Β΄/03.11.2010) κοινή απόφαση των Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Οικονομικών Δημήτριο Κουσελά».
13. Το γεγονός ότι δεν δημιουργείται δαπάνη για τον Κρατικό Προϋπολογισμό.
Α Π Ο Φ Α Σ Ι Ζ Ο Υ Μ Ε

Άρθρο 1
Aναπροσαρμόζουμε τις τιμές των αποφάσεών μας με αριθ. πρωτ.
1122435/3634/00ΤΥ/Δ΄/30-12-2005 και 1020564/487/00ΤΥ/Δ΄/27-02-2007, όπως αυτές
ισχύουν σήμερα, για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των ακινήτων όσον αφορά τις εντός σχεδίου περιοχές της Δημοτικής Κοινότητας Ψυχικού, του Δήμου Φιλοθέης-Ψυχικού , Περιφερειακής Ενότητας Βορείου Τομέα Αθηνών, της Περιφέρειας Αττικής (πρώην: Δήμου Ψυχικού, Νομού Αττικής), ως εξής :
ΔΗΜΟΣ: ΦΙΛΟΘΕΗΣ – ΨΥΧΙΚΟΥ
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΨΥΧΙΚΟΥ
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ: ΨΥΧΙΚΟΥ
1. ΤΙΜΗ ΟΙΚΟΠΕΔΟΥ (Τ.Ο.) Ανάλογα με την Τ.Ζ. και το Σ.Α.Ο. Βλέπε Πίνακα 1 στις σελίδες 6 – 7 και 8 – 9
2. ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΟΙΚΟΠΕΔΟΥ (Σ.Ο.) Για όλες τις Ζώνες Σ.Ο.: 1,00
3. ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΟΙΚΟΠΕΔΟΥ (Σ.Α.Ο.) ΧXΧIV: 0,60
4. ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΙΣΟΓΕΙΟΥ (Κ) Ανάλογα με το Σ.Ε. και το Σ.Α.Ο. Βλέπε Πίνακα 2 στις σελίδες 10 – 11
5. ΤΙΜΕΣ ΖΩΝΩΝ (Τ.Ζ.) – ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ Α Ζώνη: Γραμμικές ΔΕΛΤΑ ΣΤΕΦ. (από Χάουλαντ μέχρι Κων/πόλεως) αριστερά ΔΙΑΔΟΧΟΥ ΠΑΥΛΟΥ (από Θεοτόκη μέχρι Αχ. Παράσχου) αριστερά ΔΡΥΑΔΩΝ (από Αχ. Παράσχου μέχρι Όριο Σχεδίου Πόλεως) αριστερά ΚΟΡΥΤΣΑΣ (από Μπιζανίου μέχρι Διαδόχου Παύλου) αριστερά ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ (από Στεφ. Δέλτα μέχρι Μπιζανίου) αριστερά ΜΠΙΖΑΝΙΟΥ (από Κωνσταντινουπόλεως μέχρι Κορυτσάς) αριστερά 10.000 € Β Ζώνη: ΔΑΦΝΗΣ – ΟΡΙΟ ΣΧΕΔΙΟΥ ΠΟΛΕΩΣ – ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ ΕΛΙΚΑΣ – Θ.
ΔΟΛΑΣΙΚ – ΟΡΙΟ ΣΧΕΔΙΟΥ ΠΟΛΕΩΣ – ΔΡΥΑΔΩΝ – ΔΙΑΔΟΧΟΥ ΠΑΥΛΟΥ – ΚΟΡΥΤΣΑΣ – ΜΠΙΖΑΝΙΟΥ – ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΔΕΛΤΑ ΣΤΕΦ. – ΧΑΟΥΛΑΝΤ – ΚΟΚΚΩΝΗ – ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ – ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ – ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΚΑΛΛΑΡΗ – ΑΛ. ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ – 25ης ΜΑΡΤΙΟΥ – ΥΑΚΙΝΘΩΝ – ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ – ΙΛΙΣΣΟΥ – ΧΛΟΗΣ – ΔΑΦΝΗΣ
8.000 €
Γ Ζώνη: Γραμμική
ΔΕΛΤΑ ΣΤΕΦ. (από Κηφισίας μέχρι Χάουλαντ) αριστερά 6.000 €
Δ Ζώνη: ΣΤΕΦ. ΔΕΛΤΑ – ΛΕΩΦ. ΚΗΦΙΣΙΑΣ (ΜΑΡΑΘΩΝΟΔΡΟΜΩΝ) – ΜΟΥΣΩΝ – ΔΑΦΝΗΣ – ΧΛΟΗΣ – ΙΛΙΣΣΟΥ – ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ – ΥΑΚΙΝΘΩΝ – 25ης ΜΑΡΤΙΟΥ – ΑΛ. ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ – ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΚΑΛΛΑΡΗ – ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ – ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ – ΚΟΚΚΩΝΗ – ΧΑΟΥΛΑΝΤ – ΣΤΕΦ. ΔΕΛΤΑ
6.000 €
Ε Ζώνη: Γραμμική
ΚΗΦΙΣΙΑΣ (ΜΑΡΑΘΩΝΟΔΡΟΜΩΝ) (από Κύπρου μέχρι Στεφ. Δέλτα) αριστερά
4.500 €
ΣΤ Ζώνη: ΜΟΥΣΩΝ – ΜΠΛΕΣΣΑ – ΜΕΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ – ΟΡΙΟ ΣΧΕΔΙΟΥ ΠΟΛΕΩΣ – ΡΟΥΠΕΛ – ΟΡΙΟ ΣΧΕΔΙΟΥ ΠΟΛΕΩΣ – ΔΑΦΝΗΣ – ΜΟΥΣΩΝ
5.500 €
Ζ Ζώνη: Γραμμικές
ΚΗΦΙΣΙΑΣ (ΜΑΡΑΘΩΝΟΔΡΟΜΩΝ) (από Μουσών μέχρι Βίκτωρος Ουγκώ) αριστερά
ΜΟΥΣΩΝ (από Κηφισίας μέχρι Μπλέσσα) δεξιά 4.500 €
6. ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΤΗΤΑΣ (Σ.Ε.) – ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ Όλοι οι δρόμοι – λεωφόροι ή πλατείες έχουν: Σ.Ε. = 1,0. Άρθρο 2 Για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των ακινήτων τα οποία βρίσκονται στις περιοχές του άρθρου 1 της απόφασης αυτής εφαρμόζονται οι διατάξεις της με αρ. πρωτ. 1067780/82/Γ0013/09-06-1994 ΠΟΛ.1149 (ΦΕΚ 549/Β΄/1994) απόφασής μας, όπως αυτή ισχύει σήμερα. Άρθρο 3 Για τον υπολογισμό της φορολογητέας αξίας των κτισμάτων των ειδικών κτιρίων εφαρμόζονται οι τιμές αφετηρίας, όπως ορίσθηκαν με την με αριθμ. πρωτ. 1020562/486/00ΤΥ/Δ/27-02-2007 ΠΟΛ.1033 (ΦΕΚ 268/Β΄/2007) απόφασή μας. Άρθρο 4 Η απόφαση αυτή να δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και θα αρχίσει να ισχύει από την ημέρα δημοσίευσής της.

Η Προϊσταμένη της Γραμματείας
Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Δ. ΚΟΥΣΕΛΑΣ