Διασφαλιστικά μέτρα. Άρθρο 46 Κ.Φ.Δ. Αλληλεγγύως ευθυνόμενα πρόσωπα. Αντιπρόεδρος Δ.Σ. ανώνυμης εταιρείας.

Τα μέτρα διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου των διατάξεων του άρθρoυ 46 παρ. 5 και 6 του Κ.Φ.Δ., όπως εξειδικεύονται με την ΠΟΛ.1282/2013 Απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, επιβάλλονται μόνο σε μέλη της διοίκησης τα οποία ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή των οφειλόμενων από την εταιρεία φόρων κατά τις εφαρμοστέες διατάξεις. Η ιδιότητα του Αντιπροέδρου του Δ.Σ. ανώνυμης εταιρείας δεν περιλαμβάνεται στα συνυπεύθυνα πρόσωπα της εφαρμοστέας, εν προκειμένω, διάταξης της παρ. 1 του άρ. 115 ν. 2238/1994, ώστε να επιβληθούν μέτρα σε βάρος του. Μάλιστα από το προσκομισθέν ΦΕΚ διορισμού της διοίκησης προκύπτει ότι για το ένδικο διάστημα, αποκλειστικές αρμοδιότητες αναφορικά με τις φορολογικές υποχρεώσεις της εταιρείας και γενικά τις όποιες σχέσεις αυτής με τις αρχές, είχε ο Πρόεδρός της.

«[…] 3. Επειδή, εν προκειμένω, όπως δέχεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, από την από 16-10-2015 ειδική έκθεση ελέγχου του 6ου Ειδικού Συνεργείου Ελέγχου, προκύπτουν τα εξής: Κατόπιν της 4/3-9-2014 εντολής τακτικού ελέγχου του Προϊσταμένου του 6ου Ειδικού Συνεργείου Ελέγχου διενεργήθηκε έλεγχος για τις διαχειριστικές περιόδους από 1/7/2002 έως 31/12/2007 στην κηρυχθείσα με την 8/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κέρκυρας σε πτώχευση εταιρεία «…», η οποία, κατά τις κρίσιμες διαχειριστικές περιόδους τηρούσε βιβλία και στοιχεία Γ’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ. Ο έλεγχος έκρινε ανακριβή τα βιβλία και στοιχεία της ανωτέρω εταιρείας για τις προαναφερθείσες διαχειριστικές περιόδους, με την αιτιολογία ότι δεν προσκομίστηκαν, αν και ζητήθηκαν, τα ειδικότερα αναφερόμενα στην οικεία έκθεση ελέγχου βιβλία, στοιχεία και παραστατικά εγγραφών, με συνέπεια, τα αποτελέσματα της εταιρείας να προσδιοριστούν εξωλογιστικώς, μεταξύ άλλων, και για τη χρήση από 1/1 έως 31/12/2007, από δε τον διενεργηθέντα εξωλογιστικό προσδιορισμό προέκυψε, κατά τα λεπτομερώς διαλαμβανόμενα στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, για τη χρήση αυτή διαφορά φ.π.α., ύψους 3.305.752,30 ευρώ. Ενόψει τούτων, με την ……./23-12-2015 πράξη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Κέρκυρας διατάχθηκε η λήψη των διασφαλιστικών μέτρων του άρθρου 46 παρ. 5 του ν. 4174/2013, σε βάρος, μεταξύ άλλων, της αναιρεσίβλητης, με την ιδιότητά της ως Αντιπροέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της ανωτέρω εταιρείας για το διάστημα από 10-12-2007 έως 31-12-2007 (εσφαλμένα αναγράφεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση 10-10-2007 έως 31-10-2007, βλ. σχετικώς δικόγραφο προσφυγής σελ. 52, καθώς και την από 12-10-2017 έκθεση απόψεων της Διοικήσεως επί των λόγων της προσφυγής σελ. 10)-. Κατά της πράξεως αυτής, η αναιρεσίβλητη άσκησε ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών ενδικοφανή προσφυγή, επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απορριπτική απόφαση. Με προσφυγή που άσκησε η αναιρεσίβλητη κατ’ αυτής ενώπιον του Προέδρου Πρωτοδικών ζητώντας την ακύρωση της ως άνω πράξεως, κατά το μέρος που την αφορά, επαναλαμβάνοντας όσα είχε προβάλει και με την ενδικοφανή προσφυγή της, προέβαλε ότι η επιβολή των ένδικων μέτρων σε βάρος των Αντιπροέδρων του Δ.Σ. ανωνύμων εταιρειών επιτρέπεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία τα πρόσωπα αυτά αναμείχθηκαν, πράγματι, στην διοίκηση του νομικού προσώπου, προϋπόθεση που, όπως ισχυρίστηκε, δεν συντρέχει στην περίπτωσή της, καθώς είχε την ιδιότητα της Αντιπροέδρου της ήδη πτωχευσάσης εταιρείας για πολύ μικρό χρονικό διάστημα, ήτοι από 10-12-2007 έως 31-12-2007 και δεν είχε καθόλου εξουσίες διαχειρίσεως, παρά μόνο για διαδικαστικά ζητήματα. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της προσκόμισε: α) το υπ’ αριθμ. ………./6-8-2004 ΦΕΚ (τευχ. Α.Ε. & Ε.Π.Ε.) περί καταχωρίσεως στο Μ.Α.Ε. του από 25/3-7-2004 πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της ανωτέρω εταιρείας, με το οποίο διορίζονται στο Διοικητικό Συμβούλιο με πενταετή θητεία οι κάτωθι: α) Πρόεδρος και Δ/νων Σύμβουλος ο … και β) μέλη ο … και ο … Ορίζεται δε σε αυτό ότι το συμβούλιο ομόφωνα μεταβιβάζει στον πρόεδρο … όλες τις αρμοδιότητές του και την ενάσκηση των δικαιωμάτων αυτού στο σύνολό τους και ότι παρέχει ομόφωνα δικαίωμα υπογραφής στον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο …, στον οποίο παρέχεται, επίσης, το δικαίωμα όπως με την εταιρική υπογραφή αναλαμβάνει χρήματα, χρηματόγραφα, μερισματαποδείξεις, εισπράττει χρήματα, εκδίδει – αποδέχεται και οπισθογραφεί επιταγές, γραμμάτια, συναλλαγματικές, συμβάλλεται με τις τράπεζες για το άνοιγμα ενέγγυων πιστώσεων και την έκδοση εγγυητικών επιστολών, δίνει εντολές πληρωμής για λογαριασμό της εταιρείας και συνομολογεί δανειακές πιστώσεις και κάνουν χρήση αυτών, β) το υπ’ αριθμ. ……./7-1-2008 ΦΕΚ (τ Α.Ε. & Ε.Π.Ε.) περί καταχωρίσεως στο Μ.Α.Ε. του από 19/10-12-2007 πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της ανωτέρω εταιρείας, με το οποίο ορίζεται Διοικητικό Συμβούλιο με πενταετή θητεία αποτελούμενο από τους: Ι.Ζ. (Πρόεδρο), την αναιρεσίβλητη (Αντιπρόεδρο) και μέλη τους Κ.Τ., Χ.Κ. και Μ.Τ.. Περαιτέρω, κατά τα διαλαμβανόμενα στο εν λόγω πρακτικό, αναφέρονται τα εξής: Ότι ο Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου θα ενεργεί μόνος, χωρίς την σύμπραξη άλλου, θα εκπροσωπεί την εταιρεία και θα είναι υπεύθυνος έναντι των αρχών στις πιο κάτω περιοριστικά αναγραφόμενες περιπτώσεις: α) πρόσληψη και απόλυση εργαζομένων, εξόφληση μισθοδοσίας τους, ασφάλιση στους φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης, και εξόφληση των εισφορών στους ασφαλιστικούς φορείς, ρύθμιση των όρων και συνθηκών εργασίας του προσωπικού, β) εξόφληση πάσης φύσεως φόρων και τελών, υποβολή των κατά νόμο δηλώσεων, ήτοι φορολογικών και άλλων που αφορούν φόρους και τέλη, γ) εξόφληση τρεχόντων λειτουργικών εξόδων της επιχείρησης. Περαιτέρω, στο ως άνω πρακτικό αναφέρεται, ότι προκειμένου για άνοιγμα και κλείσιμο τραπεζικών λογαριασμών, για έκδοση, οπισθογράφηση, για μεταβίβαση, για αποδοχή, επιταγών, γραμματίων και συναλλαγματικών, τριτεγγύηση επ’ αυτών, σύναψη δανείων ή πιστώσεων πάσης φύσεως και από οποιοδήποτε δανειστή, για την ανάληψη χρημάτων από τραπεζικούς λογαριασμούς της εταιρείας, για είσπραξη χρημάτων από τρίτους απαιτούνται οι υπογραφές του Προέδρου, …, και της αναιρεσίβλητης, οι οποίοι θα ενεργούν από κοινού. Για οποιαδήποτε άλλη πράξη ή ενέργεια απαιτείται απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Όπως, εξάλλου, δέχεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, στην από 12-10-2017 έκθεση απόψεων του αρμοδίου οργάνου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Γ.Γ.Δ.Ε. αναφέρεται ότι νομίμως τα ένδικα μέτρα λήφθηκαν σε βάρος της αναιρεσίβλητης, δεδομένου οι Αντιπρόεδροι του Δ.Σ. ανωνύμων εταιρειών περιλαμβάνονται μεταξύ των ρητώς κατονομαζομένων στο άρθρο 2 της ΠΟΛ.1282/2013 προσώπων και συνεπώς τα ένδικα διασφαλιστικά μέτρα επιτρεπτώς λαμβάνονται σε βάρος τους, χωρίς να απαιτείται να αποδειχθεί η ανάμειξή τους σε καθήκοντα διοικήσεως του νομικού προσώπου, εν προκειμένω δε ότι η αναιρεσίβλητη είχε εξουσίες διοικήσεως και διαχειρίσεως και συγκεκριμένα τις εξουσίες που αναφέρονται στο από 19/10-12-2007 πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της ανωτέρω εταιρείας. Το δικάσαν δικαστήριο, αφού δέχθηκε ότι, όταν πρόκειται για οφειλές από φ.π.α., όπως, εν προκειμένω, τα κατ’ άρθρο 46 παρ. 5 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας διασφαλιστικά μέτρα, επιτρέπεται να ληφθούν σε βάρος αντιπροέδρων του Δ.Σ. ανωνύμων εταιρειών μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η φορολογική αρχή αποδεικνύει ότι τα πρόσωπα αυτά αναμείχθηκαν για οποιονδήποτε λόγο στη διοίκηση (διαχείριση ή/και εκπροσώπηση) της εταιρείας, έκρινε ότι στην ένδικη υπόθεση από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν αποδεικνύεται ότι η αναιρεσίβλητη άσκησε, πράγματι, κατά το διάστημα που κατείχε τη θέση αυτή, καθήκοντα διοικήσεως (διαχειρίσεως ή/και εκπροσωπήσεως) της εν λόγω εταιρείας, ενόψει του ότι από τα προσκομιζόμενα από αυτήν ΦΕΚ προκύπτει ότι, κατά το παραπάνω διάστημα, αποκλειστικές αρμοδιότητες αναφορικά με τις φορολογικές υποχρεώσεις της εταιρείας και γενικά τις όποιες σχέσεις αυτής με τις αρχές, είχε ο Πρόεδρός της και ότι μόνο για συγκεκριμένες αρμοδιότητες, τις οποίες ασκούσε και πάλι ο Πρόεδρος και οι οποίες δεν είχαν καμία σχέση με φορολογικές υποχρεώσεις της εταιρίας, απαιτείτο και η συνυπογραφή της αναιρεσίβλητης. Ενόψει αυτών, κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις επιβολής σε βάρος της αναιρεσίβλητης των ένδικων μέτρων.

4. Επειδή, με το εισαγωγικό δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως, η οποία δεν έχει χρηματικό αντικείμενο, προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 46 παρ. 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας το δικάσαν δικαστήριο: α) εξάρτησε τη νομιμότητα της επιβολής των διασφαλιστικών μέτρων που διατάχθηκαν σε βάρος της αναιρεσίβλητης από την προηγούμενη απόδειξη εκ μέρους της φορολογικής αρχής της ανάμειξης αυτής στη διοίκηση της ως άνω ανώνυμης εταιρίας, ήτοι από προϋπόθεση, η οποία δεν τίθεται στις εφαρμοστέες διατάξεις και β) θεώρησε ότι για να είναι νόμιμη η σε βάρος Αντιπροέδρου του Δ.Σ. ανώνυμης εταιρίας επιβολή διασφαλιστικών μέτρων απαιτείται, επιπροσθέτως, οι πράξεις διαχειρίσεως ή εκπροσωπήσεως που το ως άνω φυσικό πρόσωπο επιχειρεί στο πλαίσιο των καθηκόντων του να συνδέονται με κάποιον τρόπο με τη γέννηση των φορολογικών υποχρεώσεων της ανώνυμης εταιρίας που αυτό εκπροσωπεί ή διοικεί, υπολαμβάνοντας ότι για τη λήψη των μέτρων ασκεί κάποια επιρροή ο χαρακτήρας των επιμέρους διαχειριστικών πράξεων που ενήργησαν τα προβλεπόμενα στην εφαρμοστέα ως άνω διάταξη πρόσωπα, ήτοι ότι πρέπει να έχουν σχέση με την γέννεση των φορολογικών υποχρεώσεων του νομικού προσώπου. Προς θεμελίωση του παραδεκτού και των δύο ως άνω προβαλλόμενων λόγων αναιρέσεως προβάλλεται ότι η ως άνω κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως έρχεται σε αντίθεση με τις 691/2009 και 121/2016 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ωστόσο, στις δύο αυτές αποφάσεις προς τις οποίες προβάλλεται αντίθεση της κρίσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης γίνεται ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 14 και 20 παρ. 1 του ν. 2523/1997 και όχι των διατάξεων των άρθρων 46 παρ. 5 και 6 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ., ν. 4174/2013, Α’ 170), έτσι όπως αυτές ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο έκδοσης της ένδικης πράξεως επιβολής διασφαλιστικών μέτρων, σε συνδυασμό με την εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 6 του άρθρου 46 του Κ.Φ.Δ. ΠΟΛ.1282/2013 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων (Β’ 54/2014), τις οποίες ερμήνευσε και εφάρμοσε εν προκειμένω το δικάσαν δικαστήριο, με τις οποίες έχουν επέλθει σημαντικές μεταβολές στο προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς επιβολής διασφαλιστικών μέτρων.

5. Επειδή, όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 2515/2021, ΣτΕ 415/2020, ΣτΕ 2512/2019), καθ’ ερμηνεία των διατάξεων του άρθρoυ 46 παρ. 5 και 6 του Κ.Φ.Δ., της ΠΟΛ.1282/2013 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων (ιδίως του άρθρου 2 αυτής), σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 115 παρ. 1 και 3 του εφαρμοστέου κατά την ένδικη χρήση (2007) Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος που κυρώθηκε με το ν. 2238/1994 (A’ 151), σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι ημεδαπή ανώνυμη εταιρία δεν έχει καταβάλει φόρους κατά την περ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 55 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, μπορούν να επιβληθούν τα μέτρα της παρ. 5 του άρθρου 46 του ίδιου Κώδικα σωρευτικά στο νομικό πρόσωπο και στα φυσικά πρόσωπα, τα οποία, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήταν εντεταλμένα στη διοίκηση ή διαχείριση ή εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρίας, είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση. Για τη λήψη, όμως, διασφαλιστικών μέτρων σε βάρος συγκεκριμένου φυσικού προσώπου για οφειλές φόρου [εκ μέρους του] νομικού προσώπου, πρέπει αυτό να ευθύνεται, κατά νόμον, προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που φέρεται ότι δεν έχει καταβάλει το νομικό πρόσωπο, το οποίο το φυσικό πρόσωπο διοικεί, εκπροσωπεί ή του οποίου τις υποθέσεις διαχειρίζεται. Και τούτο ενόψει του σκοπού, στον οποίο αποβλέπει η λήψη των διασφαλιστικών μέτρων στην περίπτωση αυτή, ο οποίος συνίσταται στη διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων των προσώπων, τα οποία είναι κατά νόμον υπόχρεα για την καταβολή των φόρων, που καταλογίζονται στο νομικό πρόσωπο, και, ειδικότερα, προκειμένου αυτά να μην προλάβουν, πριν οριστικοποιηθούν οι εις βάρος του νομικού προσώπου φορολογικές εγγραφές, να μεταβιβάσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία και να αποσύρουν τις καταθέσεις τους, ώστε να είναι δυνατή η ικανοποίηση των φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου κατ’ αυτών σε περίπτωση που τελικώς διαπιστωθεί με την έκδοση, βάσει της ειδικής έκθεσης ελέγχου, σχετικής καταλογιστικής πράξης και την επικύρωσή της από τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια (επί δικαστικής αμφισβήτησης της νομιμότητάς της) η εκ μέρους του νομικού προσώπου τέλεση της πιθανολογηθείσας με την έκθεση ελέγχου παράβασης. Δεν αποβλέπει δε η λήψη των επίμαχων μέτρων απλώς και μόνον στη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων φυσικών προσώπων, τα οποία, ανεξαρτήτως της σχέσης που έχουν ή είχαν με το νομικό πρόσωπο, πάντως, κατά νόμο δεν είναι υπόχρεα να καταβάλουν τους οφειλόμενους από το νομικό αυτό πρόσωπο φόρους και από την περιουσία των οποίων, επομένως, δεν μπορούν να ικανοποιηθούν οι αξιώσεις του Δημοσίου ούτε με τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης.

6. Επειδή, ενόψει των γενομένων δεκτών στην προηγούμενη σκέψη, έπεται ότι εν προκειμένω, εφόσον η αναιρεσίβλητη, ανεξαρτήτως εάν κατά το χρόνο εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων της εταιρίας, είχε την ιδιότητα προσώπου εντεταλμένου στη διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση της εταιρίας, λόγω της ιδιότητάς της ως Αντιπροέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας και μόνον, δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των αναφερόμενων ρητώς στη διάταξη του άρθρου 115 παρ. 1 του ν. 2238/1994, στην οποία παραπέμπει η διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, προσώπων, τα οποία ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή των παρακρατουμένων και επιρριπτομένων από την εταιρία στην κατανάλωση φόρων, καθώς και του οφειλομένου από αυτήν φ.π.α., ενώ, εξάλλου, κατά τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά από το δικάσαν δικαστήριο, κατά τον κρίσιμο χρόνο που η αναιρεσίβλητη διετέλεσε Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ως άνω εταιρείας, “αποκλειστικές αρμοδιότητες αναφορικά με τις φορολογικές υποχρεώσεις της εταιρείας και γενικά τις όποιες σχέσεις αυτής με τις αρχές, είχε ο Πρόεδρός της και ότι μόνο για συγκεκριμένες αρμοδιότητες, τις οποίες ασκούσε και πάλι ο Πρόεδρος και οι οποίες δεν είχαν καμία σχέση με φορολογικές υποχρεώσεις της εταιρίας, απαιτείτο και η συνυπογραφή της αναιρεσίβλητης”, μη νομίμως ελήφθησαν σε βάρος της τα ένδικα διασφαλιστικά μέτρα, όπως ορθώς αν και με άλλη αιτιολογία κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Οι δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι από το Δημόσιο λόγοι αναιρέσεως είναι εν πάση περιπτώσει απορριπτέοι ως αβάσιμοι, ανεξαρτήτως της παραδεκτής προβολής τους.

7. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της. Τούτο δε ανεξαρτήτως εάν θα ήταν, εν πάση περιπτώσει, λυσιτελής η αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ενόψει του ότι από το ……../13-5-2019 έγγραφο του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Κέρκυρας, το οποίο η αναιρεσίβλητη προσκόμισε στο Δικαστήριο, προκύπτει ότι τα ένδικα σε βάρος της μέτρα έχουν ήδη αρθεί σε συμμόρφωση με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (ΣτΕ 401/2020)».

Μετασχηματισμός. Συνυπευθυνότητα. Μετατροπή υποκαταστήματος αλλοδαπής σε Α.Ε. υπό το ν. 2166/1993. Αστική συνυπευθυνότητα της νεοσυσταθείσας για φορολογικές οφειλές του υποκαταστήματος.

Ανώνυμη εταιρία, η οποία συστήνεται νομότυπα με μετατροπή υποκαταστήματος αλλοδαπής εταιρείας υπό τις διατάξεις του ν. 2166/1993, υπεισέρχεται αυτοδίκαια στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του υποκαταστήματος υπό τις διατάξεις του εν λόγω νόμου. Κατά συνέπεια, είναι αστικώς συνυπεύθυνη για την καταβολή διαφυγόντων δασμών και λοιπών φόρων, χωρίς να απαιτείται θεμελίωση της ευθύνης της υπό το αρ. 479 ΑΚ, και ασχέτως αν ο μετασχηματισμός είναι μη γνήσιος υπό τον κ.ν. 2190/1920 και αν το καταστατικό της νεοσυσταθείσας ανώνυμης εταιρείας προβλέπει ρητά την ευθύνη της εισφέρουσας αλλοδαπής εταιρείας για τις εν λόγω οφειλές.     

…4. Επειδή, με τον ν. 2166/1993 «Κίνητρα ανάπτυξης επιχειρήσεων, διαρρυθμίσεις στην έμμεση και άμεση φορολογία και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 137), και με σκοπό, σύμφωνα με την οικεία εισηγητική έκθεση, την ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας για την δημιουργία στην χώρα ισχυρών οικονομικών μονάδων, δημιουργήθηκε ένα καινούργιο θεσμικό πλαίσιο για την διευκόλυνση των επιχειρήσεων που θέλουν να συγχωνευθούν ή να μετατραπούν σε ανώνυμη εταιρία ή εταιρία περιορισμένης ευθύνης. Ειδικότερα, ο αναπτυξιακός αυτός νόμος καθιέρωσε μια απλουστευμένη διαδικασία μετασχηματισμών των επιχειρήσεων πέραν των προβλέψεων του κ.ν. 2190/1920, αίροντας παράλληλα φορολογικές επιβαρύνσεις που καθιστούσαν δυσχερείς τους εν λόγω μετασχηματισμούς, ως εξής: στο άρθρο 1 του νόμου, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 7 του ν. 2386/1996 (ΦΕΚ Α΄ 43), ορίζεται ότι: «1. Οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 5 του παρόντος εφαρμόζονται στις ακόλουθες περιπτώσεις: α. Μετατροπής ή συγχώνευσης επιχειρήσεων εγκαταστημένων στην Ελλάδα οιασδήποτε μορφής, σε ημεδαπή ανώνυμη εταιρία ή εταιρία περιορισμένης ευθύνης. β. Απορροφήσεως επιχειρήσεων οιασδήποτε μορφής από υφιστάμενη ημεδαπή ανώνυμη εταιρία ή εταιρία περιορισμένης ευθύνης. γ. Συγχωνεύσεως ανώνυμων εταιριών κατά την έννοια των άρθρων 68 παρ. 1 και 79 του κ.ν. 2190/1920 δ. Διάσπασης ανωνύμων εταιριών κατά την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1 του κ.ν. 2190/1920 (ΦΕΚ 144 Α΄), με την προϋπόθεση ότι οι διασπώμενες απορροφούνται από υφιστάμενες ανώνυμες εταιρίες. ε. Εισφοράς από λειτουργούσα επιχείρηση ενός ή περισσότερων κλάδων ή τμημάτων της σε λειτουργούσα ανώνυμη εταιρία. Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου η εταιρία που προκύπτει από το μετασχηματισμό θα αναφέρεται κατωτέρω ως “νέα εταιρία”. 2. […]», στο άρθρο 2 ότι «1. Ο κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου μετασχηματισμός, πραγματοποιείται κατά παρέκκλιση των διατάξεων του κ.ν. 2190/1920 και ν. 3190/1955 με ενοποίηση των στοιχειών ενεργητικού και παθητικού των μετασχηματιζόμενων επιχειρήσεων, όπως αυτά εμφανίζονται σε ισολογισμούς αυτών συντασσόμενους για το σκοπό του μετασχηματισμού και μεταφέρονται ως στοιχεία του ισολογισμού της νέας εταιρίας. 2. Ως εισφερόμενο κεφάλαιο θεωρείται το εταιρικό ή μετοχικό κεφάλαιο της μετασχηματιζόμενης ή το άθροισμα αυτών των κεφαλαίων των μετασχηματιζόμενων επιχειρήσεων. 3. […] 6. Όλες οι πράξεις, που διενεργούνται από τις μετασχηματιζόμενες επιχειρήσεις μετά την ημερομηνία του ισολογισμού μετασχηματισμού, θεωρούνται ως διενεργηθείσες για λογαριασμό της νέας εταιρίας και τα ποσά αυτών μεταφέρονται με συγκεντρωτική εγγραφή στα βιβλία της» και στο άρθρο 3 εξειδικεύονται οι χορηγούμενες φορολογικές απαλλαγές και διευκολύνσεις που αφορούν, μεταξύ άλλων, κάθε συμφωνία ή πράξη που απαιτείται για τον μετασχηματισμό ή την σύσταση της νέας εταιρίας καθώς και την δημοσίευση αυτών στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εξ άλλου, ο κ.ν. 2190/1920 «Περί Ανωνύμων Εταιρειών» (β.δ. 174/1963, ΦΕΚ Α΄37) ορίζει στο άρθρο 4 παρ.1, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ.1 του π.δ. 498/1987 (ΦΕΚ Α΄236), ότι «Ο Υπουργός Εμπορίου υποχρεούται να προκαλέσει, σύμφωνα με το άρθρο 37 του Εμπορικού Νόμου, την απόφαση για τη σύσταση ανώνυμης εταιρείας, καθώς και την έγκριση του καταστατικού της, εφόσον το καταστατικό έχει καταρτισθεί δια δημοσίου εγγράφου σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις» και στο άρθρο 4α, που προστέθηκε με το άρθρο 6 του π.δ. 409/1986 (ΦΕΚ Α΄ 191), ότι «1. Η εταιρεία κηρύσσεται άκυρη με δικαστική απόφαση […] 2. […]». Ο ίδιος ως άνω νόμος ορίζει στο άρθρο 7α παρ. 1 εδαφ.α, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 7 του π.δ/τος 409/1986 (ΦΕΚ Α΄ 191) και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του π.δ/τος 360/1993, (ΦΕΚ Α΄ 154) ότι “[…] Σε δημοσιότητα υποβάλλονται […]: α. Οι αποφάσεις της Διοίκησης για τη σύσταση ανώνυμων εταιρειών, καθώς και το καταστατικό που εγκρίθηκε» και στο άρθρο 7β, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 7 του π.δ/τος 409/1986, ότι «1. Η δημοσιότητα πραγματοποιείται: α. Με την καταχώριση, ύστερα από έλεγχο, των Πράξεων και στοιχείων στο Μητρώο Ανώνυμων Εταιρειών, που τηρείται από την υπηρεσία του Υπουργείου Εμπορίου της Νομαρχίας όπου έχει την έδρα της η εταιρεία, και β. Με τη δημοσίευση, με επιμέλεια της αρμόδιας υπηρεσίας και με δαπάνες της ενδιαφερόμενης εταιρείας, στο τεύχος Ανώνυμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης της Εφημερίδας της Κυβέρνησης, ανακοίνωσης για την καταχώριση στο οικείο Μητρώο Ανώνυμων Εταιρειών των Πράξεων και των στοιχείων που υποβάλλονται σε δημοσιότητα […] 10. Η εταιρεία αποκτά νομική προσωπικότητα με την καταχώριση στο οικείο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της διοικητικής απόφασης για τη σύσταση της εταιρείας και την έγκριση του καταστατικού της […] 11. […]».

5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη απόφαση, εν συνδυασμώ προς την επικυρωθείσα πρωτόδικη, έγιναν δεκτά, επί τη βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, τα εξής: Η αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «… Ltd», η οποία έχει ως αντικείμενο εργασιών την εμπορία πετρελαίου και εδρεύει στο … της Μεγάλης Βρετανίας, διατηρούσε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 50 του κ.ν. 2190/1920, υποκατάστημα στην Ελλάδα, το οποίο είχε ιδρυθεί με την υπ’ αριθμ. …/1939 απόφαση του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ τ. ΑΕ-ΕΠΕ υπ’ αριθμ. … και …/1939) και ήταν εγκατεστημένο στο … Αττικής επί της … αριθμ. …. Το εν λόγω υποκατάστημα μετατράπηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2166/1993, σε ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «… Α.Ε.Ε.Π». Η ως άνω μετατροπή πραγματοποιήθηκε με την εισφορά της περιουσίας (ενεργητικού και παθητικού) του ανωτέρω υποκαταστήματος στην νεοσυσταθείσα ανώνυμη εταιρία, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθμ. …/23.4.1997 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών …, το οποίο, μαζί με την υπ’ αριθμ. …/1997 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών, με την οποία δόθηκε άδεια συστάσεως και εγκρίθηκε το καταστατικό της ανωτέρω εταιρίας, δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ τ. ΑΕ και ΕΠΕ …/8.5.1997. Στην συνέχεια, η τελευταία αυτή εταιρία εισέφερε το ενεργητικό και παθητικό του κλάδου πώλησης καυσίμων, μέσω πρατηρίων, στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «… Α.Ε.Ε.Π». Η σχετική ανακοίνωση περί της καταχωρίσεως της υπ’ αριθμ. …/30.12.1997 αποφάσεως του Νομάρχη Αθηνών, με την οποία εγκρίθηκε η ανωτέρω εισφορά, δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ τ. ΑΕ και ΕΠΕ …/8.1.1998. Τέλος, η ανωτέρω ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «… Α.Ε.Ε.Π.», συγχωνεύθηκε εξ ολοκλήρου με απορρόφηση από την ανώνυμη εταιρία «… Α.Ε.Ε.Π.», όπως προκύπτει από το ΦΕΚ τ. ΑΕ και ΕΠΕ …./5.1.2001, στο οποίο δημοσιεύθηκε ανακοίνωση περί καταχωρίσεως στα μητρώα Α.Ε της Νομαρχίας Αθηνών του υπ’ αριθμ. …/20.12.2000 συμβολαίου συγχωνεύσεως της συμβολαιογράφου Αθηνών … μαζί με την υπ’ αριθμ. …/2000 εγκριτική απόφαση περί της συγχωνεύσεως του Νομάρχη Αθηνών. Στις 7. 12.2001 εκδόθηκε εις βάρος της τελευταίας αυτής εταιρίας («… Α.Ε.Ε.Π.»), η επίδικη ως άνω (σκέψη 2) υπ’ αριθμ. …/2001 καταλογιστική πράξη του Διευθυντή του Ζ’ Τελωνείου Ελεύθερων Τελωνειακών Συγκροτημάτων (ΤΕΤΣ) Πειραιά, με την οποία η εν λόγω εταιρία κηρύχθηκε αλληλεγγύως υπόχρεη, ως αστικώς συνυπεύθυνη, με τους κυρίως συνυπαιτίους λαθρεμπορικών παραβάσεων, για την καταβολή του συνόλου των πολλαπλών τελών, που επιβλήθηκαν εις βάρος τους, ύψους 190.165.950 δραχμών (320.369,63 ευρώ) καθώς και για την καταβολή των διαφυγόντων δασμών και λοιπών φόρων, που τους καταλογίσθηκαν, ύψους 18.194.325 δραχμών (53.394,94 ευρώ), περαιτέρω δε και κυρίως υπόχρεη για την καταβολή του ως άνω ποσού δασμών και λοιπών φόρων. Η κήρυξη της εταιρίας αυτής («… Α.Ε.Ε.Π.») ως αστικώς συνυπεύθυνης με τα πρόσωπα που κατονομάζονται στην ίδια πράξη ως κυρίως υπαίτιοι λαθρεμπορικής παραβάσεως, έγινε κατ’ επίκληση της ιδιότητάς της ως καθολικής διαδόχου της εφοδιάστριας εταιρίας με την επωνυμία «… Ltd». Κατά της καταλογιστικής αυτής πράξεως, η εταιρία «… Α.Ε.Ε.Π.» άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο, με την προαναφερθείσα υπ’ αριθμ. 2107/2009 απόφασή του, δέχθηκε την προσφυγή και ακύρωσε την καταλογιστική αυτή πράξη, κατά το μέρος που αφορούσε την εν λόγω εταιρία («… Α.Ε.Ε.Π.»), με την αιτιολογία ότι μη νομίμως αυτή κηρύχθηκε αλληλεγγύως υπόχρεη, ως αστικώς συνυπεύθυνη, για την καταβολή των επιβληθέντων εις βάρος των κυρίως υπαιτίων της λαθρεμπορίας πολλαπλών τελών και των καταλογισθέντων εις βάρος τους δασμών και λοιπών φόρων, διότι δεν αποτελεί καθολική ή ειδική διάδοχο της εταιρίας «… Ltd». Κατά της ως άνω αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Ειδικότερα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εδέχθη, εν πρώτοις, ότι η ανώνυμη εταιρία «… Α.Ε.Ε.Π» προήλθε από μετατροπή (μετασχηματισμό) του εγκατεστημένου στην Ελλάδα υποκαταστήματος της αλλοδαπής εταιρίας «… Ltd» με εισφορά σ’ αυτήν (την συσταθείσα ΑΕ) της περιουσίας του εν λόγω υποκαταστήματος και ότι ο μετασχηματισμός αυτός έγινε, όπως ρητά αναφέρεται στη σχετική πράξη συστάσεως της ανώνυμης εταιρίας «… Α.Ε.Ε.Π» (το προαναφερθέν υπ’ αριθμ. …/23.4.1997 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών …) κατ’ επίκληση των διατάξεων του ν. 2166/1993. Περαιτέρω εδέχθη την μεταβίβαση, σε πρώτη φάση, κλάδου της ως άνω συσταθείσης εταιρίας και, στην συνέχεια, την εξ ολοκλήρου συγχώνευση αυτής στην διάδικο ανώνυμη εταιρία «… Α.Ε.Ε.Π». Στη συνέχεια, το δικάσαν διοικητικό εφετείο, αφού έλαβε υπόψη τις διατάξεις των άρθρων 1,2,4 και 5 του ν. 2166/1993 και 68 έως 89 του κ.ν.2190/1920, καθώς και το άρθρο 39 του καταστατικού της ως άνω εταιρείας («… ΑΕΕΠ»), που περιέχεται στην προαναφερθείσα πράξη σύστασης αυτής, έκρινε, ακολούθως ,ότι ούτε από τον νόμο ούτε από τη βούληση των μερών προέκυπτε ότι εταιρεία αυτή (“… Α.Ε.Ε.Π”) κατέστη καθολική διάδοχος της εταιρείας “… Ltd”. Και τούτο διότι : α) σύμφωνα με τις διατάξεις των κ.ν. 2190/20 και ν.2166/93, η απορροφώσα ή συνιστώμενη εταιρεία θεωρείται καθολική διάδοχος των απορροφώμενων ή συγχωνευομένων εταιρειών, οι οποίες λύονται λόγω της συγχώνευσης· τέτοια όμως καθολική διαδοχή δεν επέρχεται σε άλλες, πλην των εξαντλητικώς προβλεπομένων στους ανωτέρω νόμους, περιπτώσεις μετασχηματισμών, όπως στην προκειμένη περίπτωση, όπου η ημεδαπή εταιρεία “… Α.Ε.Ε.Π” συνεστήθη με τον μετασχηματισμό του εν Ελλάδι υποκαταστήματος της αλλοδαπής εταιρείας “ … Ltd”, η οποία εταιρεία, όμως, δεν ελύθη, αλλά εξακολουθεί να υφίσταται και μετά τον ως άνω μετασχηματισμό. β) μολονότι το άρθρο 39 του καταστατικού της “… Α.Ε.Ε.Π” ορίζει, πράγματι, ότι ολόκληρη η περιουσία του ανωτέρω υποκαταστήματος (ενεργητικό και παθητικό) μεταβιβάζεται στη νεοϊδρυόμενη εταιρεία, ωστόσο, στο ίδιο αυτό άρθρο, προβλέφθηκε, επίσης, ότι, ειδικά όσον αφορά τις πάσης φύσεως φορολογικές ή όμοιας φύσης υποχρεώσεις της “… Ltd” προς το Δημόσιο, είτε έχουν γεννηθεί είτε μέλλει να γεννηθούν και ανάγονται στην εμπορική δραστηριότητα του υποκαταστήματος στο προ της ημερομηνίας μετασχηματισμού (31.12.1996) χρονικό διάστημα, κατά το μέρος που δεν καλύπτονται από τις ήδη σχηματισμένες στον ισολογισμό μετασχηματισμού σχετικές προβλέψεις που μεταφέρονται ως στοιχεία παθητικού στη συνιστωμένη εταιρεία, αυτές θα βαρύνουν αποκλειστικά την εισφέρουσα εταιρεία “… Ltd”· σύμφωνα δε με τον ισολογισμό της 31.12.1996, οι σχετικές προβλέψεις αφορούσαν μόνο “λοιπούς φόρους”, ύψους 4.569.093 δραχμών. Τα ανωτέρω, εξάλλου, όπως δέχθηκε, περαιτέρω, το εφετείο δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι στη νεοσυσταθείσα ανώνυμη εταιρεία μεταβιβάσθηκαν, μεταξύ άλλων, και οι διοικητικές άδειες εγκεκριμένου αποθηκευτή και λειτουργίας φορολογικών αποθηκών, που είχαν εκδοθεί επ΄ ονόματι της αλλοδαπής εταιρείας μέχρι την ολοκλήρωση των διατυπώσεων μεταφοράς τους στη νέα εταιρεία. Τέλος, με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι η ευθύνη της αναιρεσίβλητης θα μπορούσε μεν να θεμελιωθεί στο άρθρο 479 του Α.Κ., πλην εν προκειμένω, ούτε διαπιστώθηκε από την τελωνειακή αρχή το ύψος της αξίας του μεταβιβασθέντος υποκαταστήματος, ώστε να καταστεί ακριβής η ύπαρξη και το ύψος της ευθύνης της αναιρεσίβλητης, ούτε άλλωστε είχε γίνει σχετική επίκληση της εν λόγω διατάξεως. Με τις σκέψεις αυτές το δικάσαν δικαστήριο κατέληξε στην κρίση ότι μη νομίμως η διάδικος εταιρεία «… Α.Ε.Ε.Π.» κηρύχθηκε, με την ένδικη πράξη, αλληλεγγύως υπόχρεη, ως αστικώς συνυπεύθυνη, για την καταβολή των επιβληθέντων στους υπαιτίους της λαθρεμπορίας πολλαπλών τελών και των καταλογισθέντων εις βάρος τους διαφυγόντων δασμών και λοιπών φόρων, επικυρώνοντας την αντίστοιχη κρίση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.

6. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε στις 16.1.2015 και, επομένως, διέπεται από τις μνημονευόμενες στη σκέψη 2 διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3900/2010. Όπως δε προκύπτει και από το συνημμένο σε αυτήν σημείωμα της τελωνειακής αρχής, το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου υπερβαίνει το όριο των 40.000 ευρώ (βλ. και ανωτ. σκέψεις 2 και 5). Με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι, κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία των ως άνω διατάξεων του ν. 2166/1993, εν συνδυασμώ προς αυτές του κ.ν. 2190/1920, κρίθηκε, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ότι μη νομίμως η διάδικος εταιρεία «… Α.Ε.Ε.Π.» κηρύχθηκε αλληλεγγύως υπόχρεη, ως αστικώς συνυπεύθυνη, για την καταβολή των επιβληθέντων εις βάρος των κυρίως υπαιτίων της λαθρεμπορίας πολλαπλών τελών και των καταλογισθέντων εις βάρος τους δασμών και λοιπών φόρων, με την ως άνω αιτιολογία ότι δεν αποτελεί καθολική ή ειδική διάδοχο της εταιρίας «… Ltd». Ως προς το παραδεκτό του λόγου αυτού αναιρέσεως, το αναιρεσείον Δημόσιο, με το εισαγωγικό δικόγραφο, ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση προς τις 2776-2778/2014 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, που αφορούν στο ίδιο ακριβώς νομικό ζήτημα και με την ίδια διάδικο ανώνυμη εταιρεία.

7. Επειδή, με τις ως άνω 2776-2778/2014 αποφάσεις του Τμήματος υπό πενταμελή σύνθεση, τις οποίες επικαλείται το αναιρεσείον και οι οποίες είναι παραπεμπτικές στην μείζονα σύνθεσή του, κρίθηκε ότι : α) η μετατροπή εγκατεστημένου στην Ελλάδα υποκαταστήματος αλλοδαπής εταιρίας εμπίπτει στις ρυθμιζόμενες από το ν. 2166/1993 περιπτώσεις μετασχηματισμού σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 περιπτ. α΄ του εν λόγω νόμου β) επί μετατροπής επιχειρήσεως σε ανώνυμη εταιρία κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περιπτ. α΄ του ν. 2166/1993, η μεταβολή του νομικού τύπου επέρχεται με την ενοποίηση των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού της μετασχηματιζομένης επιχειρήσεως, όπως αυτά εμφανίζονται στον ισολογισμό μετασχηματισμού κατά τον χρόνο της συμβάσεως μετατροπής και μεταφέρονται ως στοιχεία ισολογισμού της “νέας εταιρίας”, η δε εκ της μετατροπής προκύπτουσα ανώνυμη εταιρία, η “νέα εταιρία”, υπεισέρχεται αυτοδικαίως, ως οιονεί καθολικός διάδοχος, στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της μετατρεπομένης επιχειρήσεως. Εν όψει αυτών, το Τμήμα, υπό πενταμελή σύνθεση, κατέληξε στην κρίση ότι η εκ της μετατροπής προκύψαψα ανώνυμη εταιρεία «… Α.Ε.Ε.Π.» αποτελεί οιονεί καθολική διάδοχο της επιχειρήσεως του υποκαταστήματος της αλλοδαπής εταιρείας «… Ltd»· πλην, ως εκ της σπουδαιότητας του εν λόγω ζητήματος, παρέπεμψε την οριστική επίλυσή του στην επταμελή σύνθεση αυτού.

8. Επειδή, ακολούθως, και δη μετά την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, δημοσιεύθηκαν (5.6.2015) οι 2145-2147/2015 οριστικές αποφάσεις της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος, με τις οποίες κρίθηκαν τα εξής : “6. […] κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του ν. 2166/1993, ο κατ’ άρθρο 1 του νόμου αυτού μετασχηματισμός πραγματοποιείται, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του κ.ν. 2190/1920, με την μεταφορά των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού της μετασχηματιζομένης επιχειρήσεως, όπως αυτά εμφανίζονται στον συντασσόμενο ισολογισμό μετασχηματισμού, ως στοιχείων του ισολογισμού της “νέας εταιρίας”. Η εκ της μετατροπής προκύπτουσα ανώνυμη εταιρία, η “νέα εταιρία”, υπεισέρχεται αυτοδικαίως, ως οιονεί καθολικός διάδοχος, στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της μετατρεπομένης (βλ. ΣτΕ 397/2013). Εξ άλλου, από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων του ν. 2166/1993 περί μετασχηματισμού σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες πάγιες διατάξεις του ν. 2190/1920 περί της κρατικής εποπτείας των ανωνύμων εταιριών, οι οποίες είναι εφαρμοστέες και επί μετασχηματισμού επιχειρήσεων βάσει αναπτυξιακών νόμων, συνάγεται αφ’ ενός ότι τυχόν ακυρότητα της ανώνυμης εταιρίας κηρύσσεται με διαπλαστική απόφαση του αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου επιλαμβανομένου κατόπιν αγωγής του έχοντος έννομο συμφέρον, αφ’ ετέρου δε ότι οι διοικητικές πράξεις για την σύσταση της εταιρίας και την έγκριση του καταστατικού της, από την καταχώριση των οποίων στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών η εταιρία αποκτά νομική προσωπικότητα, πράξεις εκτελεστές, ατομικές, εξοπλισμένες, σύμφωνα με την γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, με το τεκμήριο της νομιμότητας, υπόκεινται σε ευθύ ακυρωτικό έλεγχο ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. ΣτΕ 1544/1992 Ολομ., πρβλ. ΣτΕ 2783/2007). Συνεπώς, ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας μετασχηματισμού επιχειρήσεως κατά τις διατάξεις του ν. 2166/1993 διενεργείται είτε κατόπιν αγωγής κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4α του ν. 2190/1920 είτε κατόπιν αιτήσεως ακυρώσεως κατά της διοικητικής εγκρίσεως συστάσεως της εκ μετατροπής προκύπτουσας ανώνυμης εταιρίας και δεν μπορεί να χωρήσει παρεμπιπτόντως, οποτεδήποτε[…]. 7. [Συνεπώς] […] το δικάσαν δικαστήριο δεν μπορούσε, κατά τα προεκτεθέντα, να εξετάσει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πραγματοποιηθείσας μετατροπής. Για τον λόγο αυτό, εμμέσως προβαλλόμενο με την υπό κρίση αίτηση, πρέπει αυτή να γίνει δεκτή […]”.

9. Επειδή, εν όψει των κριθέντων με τις ως άνω 2145-2147/2015 οριστικές αποφάσεις της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος, με τις οποίες το εριζόμενο ζήτημα κρίθηκε οριστικώς κατά τρόπο αντίθετο προς την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ο προβαλλόμενος από το αναιρεσείον Δημόσιο λόγος αναιρέσεως, που πλήττει τη σχετική με το ως άνω ζήτημα κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου, προβάλλεται, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 3, παραδεκτώς· είναι δε και βάσιμος. Τούτο δε διότι, εφ΄ όσον, κατά τα γενόμενα δεκτά με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, εχώρησε, κατ’ επίκληση των διατάξεων του ν. 2166/1993, μετατροπή του προαναφερθέντος υποκαταστήματος σε ανώνυμη εταιρία, η σύσταση της οποίας ενεκρίθη αρμοδίως και έλαβε την αναγκαία δημοσιότητα (ώστε, ελλείψει δικαστικής αποφάσεως είτε κατόπιν αγωγής, κατά το άρθρο 4α του κ.ν. 2190/1920, είτε κατόπιν αιτήσεως ακυρώσεως κατά της διοικητικής πράξεως περί εγκρίσεως της συστάσεώς της, να μην είναι επιτρεπτή η παρεμπίπτουσα εξέταση της νομιμότητας της εν λόγω μετατροπής), οι συνέπειες από την -κατά τις ως άνω διατάξεις- γενομένη μετατροπή συνάγονται και επέρχονται ευθέως από τον ίδιο τον νόμο 2166/1993, συνίστανται δε στην υπεισέλευση της νεοσυσταθείσης εταιρίας αυτοδικαίως στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του συγκεκριμένου υποκαταστήματος. Εν όψει τούτων, νομίμως η εκ μετατροπής προκύψασα ως άνω ανώνυμη εταιρεία «… Α.Ε.Ε.Π.» κηρύχθηκε με την ένδικη πράξη, αλληλεγγύως υπόχρεη, ως αστικώς συνυπεύθυνη, για την καταβολή των επιβληθέντων εις βάρος των κυρίως υπαιτίων της παράβασης της λαθρεμπορίας πολλαπλών τελών και των καταλογισθέντων εις βάρος τους δασμών και λοιπών φόρων, η δε περί του αντιθέτου κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι νόμιμη. Για τον λόγο, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η έρευνα των λοιπών ισχυρισμών της αιτήσεως, η δε υπόθεση, η οποία χρήζει διευκρινίσεως ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο δικάσαν δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση.

Δικονομία. Δικαστήρια ουσίας. Πλημμελής νομιμοποίηση. Συνέπειες

Η χορήγηση πληρεξουσιότητας στον υπογράφοντα και εμφανισθέντα κατά τη συζήτηση της προσφυγής δικηγόρο δεν αρκεί όταν η προσφυγή έχει κατατεθεί ενώπιον αναρμόδιου δικαστηρίου, ενώ δεν στοιχειοθετείται υποχρέωση του αρμόδιου δικαστηρίου στο οποίο διαβιβάστηκε ο φάκελος κατόπιν έκδοσης σχετικής παραπεμπτικής απόφασης να καλέσει αυτόν για τη συμπλήρωση τυχόν ελλείψεων του φακέλου, όπως η νομιμοποίηση ή/και το παράβολο κατ’ άρ. 139Α ΚΔΔικ.

«[…] 4. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η προαναφερθείσα προσφυγή της αναιρεσείουσας, η οποία υπογράφεται από τον δικηγόρο …, κατατέθηκε στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών στις 20.7.2012 και, μετά την παραπομπή της, κατά τα αναφερθέντα στην δεύτερη σκέψη, στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, καταχωρήθηκε στο βιβλίο ενδίκων μέσων του δικαστηρίου αυτού στις 20.2.2018, προσδιορίστηκε δε να συζητηθεί ενώπιον αυτού την 1.11.2018. Πλην, κατόπιν αιτήματος του ως άνω δικηγόρου, με τον οποίο παρέστη η αναιρεσείουσα κατά την εν λόγω δικάσιμο, η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 7.3.2019, προκειμένου να προσκομιστούν τα έγγραφα νομιμοποίησης του ως άνω δικηγόρου. Κατά την τελευταία δικάσιμο, η προσφυγή συζητήθηκε, μη παρισταμένης της αναιρεσείουσας. Εν όψει τούτων, το δικάσαν διοικητικό εφετείο, αφού έλαβε υπόψη ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε καταβάλει έως τη συζήτηση της υπόθεσης το προβλεπόμενο, από τις διατάξεις του άρθρου 277 παρ. 3 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), αναλογικό παράβολο ύψους 3.000 ευρώ [είχε καταβάλει παράβολο 100 ευρώ κατά την κατάθεση της προσφυγής ενώπιον του Αθηνών], απέρριψε την προσφυγή ως λόγω μη καταβολής του οφειλομένου ποσού παραβόλου, περαιτέρω δε και λόγω μη νομιμοποίησης του υπογράφοντος το δικόγραφο αυτής δικηγόρου, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 28 του Κ.Δ.Δ.. Ειδικότερα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αφού έγινε δεκτό, κατά παραπομπή στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας, ότι “κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 34 παρ. 1 και 2 του ν. 1968/1991 […] τυχόν γενομένη νομιμοποίηση ή παράσταση των διαδίκων ή των πληρεξουσίων τους ενώπιον του αναρμόδιου δικαστηρίου δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, αλλά αυτή πρέπει να γίνει στο δικαστήριο στο οποίο, ως αρμόδιο παραπέμφθηκε η υπόθεση και σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν την ενώπιον του αρμοδίου αυτού δικαστηρίου διαδικασία”, διατυπώθηκαν για την προκειμένη υπόθεση οι ακόλουθες σκέψεις: “… δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας η χορήγηση στον προαναφερόμενο δικηγόρο πληρεξουσιότητας για την άσκηση της κρινόμενης προσφυγής και, ως εκ τούτου δεν συντρέχει περίπτωση κλήσης του, σύμφωνα με το άρθρο 139Α’ του Κ.Δ.Δ., όπως ήδη ισχύει, δεδομένου ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στην παρούσα δικάσιμο η προσφεύγουσα [ήδη αναιρεσείουσα] δεν παραστάθηκε με τον προαναφερόμενο δικηγόρο που υπογράφει το δικόγραφο της προσφυγής, ή με άλλο, νομίμως διορισθέντα, δικηγόρο, ούτε προσκομίσθηκε στο Δικαστήριο, μέχρι τη συζήτηση, κάποιο έγγραφο, από τα αναφερόμενα στη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 2 περ. β’ του Κ.Δ.Δ., για την παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας προς τον ανωτέρω δικηγόρο, ούτε, εξάλλου, εμφανίσθηκε στο ακροατήριο η προσφεύγουσα [ήδη αναιρεσείουσα], για να εγκρίνει, με σχετική προφορική δήλωσή της, καταχωρούμενη στα πρακτικά, την άσκηση της προσφυγής από τον εν λόγω δικηγόρο. Εξάλλου, η ευρισκόμενη στο φάκελο με ημερομηνία κατάθεσης 6.12.2017 εξουσιοδότηση προς τον ανωτέρω δικηγόρο προκειμένου να παρασταθεί ενώπιον του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη δικάσιμο της 16.11.2017 ή σε μετ’ αναβολή δικάσιμο/δεν αρκεί/καθώς δεν ισχύει στην παρούσα δίκη, δεδομένου ότι έχει κατατεθεί ενώπιον αναρμόδιου Δικαστηρίου και δεν δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο …”.

5. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, με την οποία άγεται κατ’ αναίρεση διαφορά με χρηματικό αντικείμενο ανώτερο των 40.000 ευρώ (βλ. το σημείωμα προσδιορισμού φορολογικής διαφοράς της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. Παλλήνης), προβάλλεται ότι α) εφόσον ο ως άνω δικηγόρος είχε παραστεί ενώπιον του δικάσαντος διοικητικού εφετείου την 1.11.2018, στο φάκελο δε της δικογραφίας υπήρχε η αναφερθείσα στην προηγούμενη σκέψη εξουσιοδότηση της αναιρεσείουσας, στην οποία διαλαμβανόταν ότι εξουσιοδοτεί τον δικηγόρο αυτό να παραστεί για τη συγκεκριμένη υπόθεση και σε κάθε μετ’ αναβολή δικάσιμο, είναι μη νόμιμη η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης ότι ο ως άνω δικηγόρος δεν είχε νομιμοποιηθεί προσηκόντως, β) σε κάθε περίπτωση, όφειλε το δικάσαν δικαστήριο να είχε καλέσει, κατ’ άρθρο 139Α του Κ.Δ.Δ., τον ανωτέρω δικηγόρο να συμπληρώσει τα στοιχεία της νομιμοποίησής του, γ) μη νομίμως απορρίφθηκε η προσφυγή λόγω μη καταβολής του οφειλομένου ποσού παράβολου χωρίς προηγουμένως να ταχθεί στην αναιρεσείουσα εύλογη προθεσμία για τη συμπλήρωση του ελλείποντος ποσού, δυνάμει του αυτού ως άνω άρθρου 139Α του Κ.Δ.Δ., το οποίο είναι εφαρμοστέο και στην υπό κρίση περίπτωση, εφόσον προβλέπεται ρητώς η εφαρμογή του στην παρ. 1 του άρθρου 277 του Κ.Δ.Δ. και δ) η μη κλήση του πληρεξουσίου δικηγόρου της αναιρεσείουσας να συμπληρώσει τις ως άνω τυπικές παραλείψεις αντίκειται στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. εφόσον επρόκειτο για υπόθεση που εκδικάστηκε σε πρώτο και τελευταίο βαθμό και αφορούσε τον καταλογισμό τόσο υψηλού ποσού φόρου, και μάλιστα για δωρεά η οποία ουδέποτε τελικά έλαβε χώρα. Προςθεμελίωση του παραδεκτού της κρινόμενης αίτησης κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, Π αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι α) η προσβαλλόμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας ως προς την ερμηνεία του άρθρου 139Α του Κ.Δ.Δ. σχετικά με τη συμπλήρωση του ελλείποντος παράβολου και β) δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας ως προς την ερμηνεία του άρθρου 139Α του Κ.Δ.Δ. σχετικά με τη συμπλήρωση των νομιμοποιητικών στοιχείων του πληρεξουσίου δικηγόρου κατά την περίπτωση που αυτός είχε νομιμοποιηθεί εγκύρως ενώπιον του αναρμοδίου δικαστηρίου στο οποίο είχε κατατεθεί αρχικώς το ένδικο βοήθημα. Ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός, ανεξαρτήτως εάν αναδεικνύει, όπως επιβάλλεται, κατά τα ήδη εκτεθέντα στην τρίτη σκέψη, κριθέν με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση νομικό ζήτημα ή πλήσσει την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 139Α του Κ.Δ.Δ. στη συγκεκριμένη περίπτωση (πρβλ. ΣτΕ 1750/2020, 1610/2020, 1314/2018, 2247/2017, 912/2015), είναι πάντως απορριπτέος, διότι με τις αποφάσεις ΣτΕ 1677-79/2016 (7μ.) έχει κριθεί ότι το ζήτημα της νομιμοποίησης του πληρεξουσίου δικηγόρου, καθώς και της θεραπείας τυχόν ελλείψεων των απαιτουμένων κατά το νόμο στοιχείων νομιμοποίησης, ρυθμίζεται εξαντλητικώς και ειδικώς στο άρθρο 28 του Κ.Δ.Δ. χωρίς να καταλείπεται πεδίο ανάλογης εφαρμογής επί του ζητήματος αυτού άλλων γενικών διατάξεων, όπως είναι το άρθρο 139Α του Κ.Δ.Δ. (βλ. και ΣτΕ 2759/2020). Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέα κατά το μέρος που στρέφεται κατά της κρίσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης περί απόρριψης της προσφυγής της αναιρεσείουσας λόγω μη νομιμοποίησης του υπογράφοντος το δικόγραφο δικηγόρου. Εν όψει αυτού είναι αλυσιτελής η εξέταση των λόγων αναιρέσεως που αναφέρονται στην επάλληλη αιτιολογική βάση απόρριψης της προσφυγής (μη καταβολή του οφειλομένου ποσού παράβολου) [πρβλ. ΣτΕ 2053/2019, 1235/2018,2179/2017].

6. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της […]»

Σχόλιο

Η άσκηση του δικαιώματος έννομης προστασίας συνιστά ένα από τα θεμέλια του κράτους δικαίου. Ιδίως, όταν η άσκηση έννομης προστασίας λαμβάνει χώρα προς τον σκοπό της διαφύλαξης του ατόμου έναντι μονομερών πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας, όπως και η αναγκαστικού χαρακτήρα επιβολή φορολογικού βάρους. Κατά συνέπεια, η επιεικής ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν στο παραδεκτό της άσκησης του εν λόγω δικαιώματος, ιδίως αναφορικά με σφάλματα και παραλείψεις που λαμβάνουν χώρα από τον δικηγόρο και έχουν ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό του ατόμου από την δικαστική εξουσία, όχι απλώς είναι αναγκαία, αλλά σηματοδοτεί τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την έννοια του κράτους δικαίου.

Δικονομία – Δικαστήρια ουσίας – Μεταγενέστερη της δικασίμου νομιμοποίηση

Τα μεταγενεστέρως υποβαλλόμενα στοιχεία νομιμοποιήσεως του δικαστικού πληρεξουσίου μπορούν να είναι και μεταγενέστερα από την ημερομηνία της συζήτησης, δηλαδή, μπορούν να έχουν συνταχθεί και να ανάγονται σε χρόνο μεταγενέστερο από την πρώτη συζήτηση. Η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται, κατά παραπομπή του άρθρου 26 του ΚΔΔ, και ως προς τα στοιχεία νομιμοποιήσεως του εκπροσώπου του νομικού προσώπου.

Ενώ ο τύπος δημοσιότητας, στην οποία υποβάλλεται ο διορισμός του εκπροσώπου ανώνυμης εταιρείας ή -εφόσον αυτή τελεί υπό εκκαθάριση- του εκκαθαριστού της, δεν έχει συστατικό, αλλά δηλωτικό-βεβαιωτικό χαρακτήρα, η μη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της ανακοινώσεως για την καταχώριση της σχετικής πράξεως ή δικαστικής αποφάσεως στο οικείο ΜΑΕ έχει ως συνέπεια ότι η ανώνυμη εταιρεία δεν μπορεί καταρχήν να αντιτάξει την επελθούσα μεταβολή στους τρίτους, εκτός αν αποδείξει ότι οι τρίτοι την γνώριζαν.

Εν προκειμένω, για την επίκληση από την αναιρεσίβλητη του διορισμού των εκκαθαριστών της, απαιτείτο και η δημοσίευση στην ΕτΚ της ανακοινώσεως περί καταχωρίσεως της αποφάσεως διορισμού τους στο ΜΑΕ και η προσκόμιση του οικείου ΦΕΚ εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Μη νόμιμα κρίθηκε παραδεκτή η έφεση της αναιρεσίβλητης. Αναίρεση.

«[…] 8. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση το αναιρεσείον Δημόσιο πλήσσει τη νομιμότητα της προαναφερθείσας αιτιολογίας, προβάλλει δε ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις, ιδίως, των άρθρων 25, 26, 27 και 28 του ΚΔΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 7α (παρ. 1 περ. ια) και 7β (παρ. 1 και 13) του κ.ν. 2190/1920, ανώνυμη εταιρεία, τελούσα υπό εκκαθάριση, παρίσταται νομίμως και νομιμοποιεί τον δικαστικό πληρεξούσιό της, δια του εκκαθαριστού ή των εκκαθαριστών της, εφόσον αυτοί έχουν νόμιμα διορισθεί και έχουν ολοκληρωθεί οι διατυπώσεις δημοσιότητας της πράξεως διορισμού τους μέχρι την ημερομηνία πρώτης συζητήσεως της προσφυγής, διότι από και δια της δημοσιεύσεως αυτής (στην ΕτΚ) μπορεί να αντιταχθεί ο εν λόγω διορισμός έναντι των δικαστηρίων και των αντιδίκων. Ισχυρίζεται δε το αναιρεσείον ότι, εν προκειμένω, οι φερόμενοι ως εκκαθαριστές, οι οποίοι παρέστησαν μέσω του εμφανιζόμενου στο ακροατήριο ως πληρεξουσίου δικηγόρου τους, δεν είχαν αποκτήσει ακόμη αυτή την ιδιότητα, καθόσον διορίσθηκαν με την προαναφερθείσα δικαστική απόφαση πέντε ημέρες μετά τη συζήτηση της υποθέσεως, ενώ, εξάλλου, κατά τον χρόνο συντάξεως του συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου δεν είχαν ολοκληρωθεί οι απαιτούμενες από το άρθρο 7β του κ.ν. 2190/1920 διατυπώσεις δημοσιότητας του διορισμού τους. Περαιτέρω, προς θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου αυτού το αναιρεσείον προβάλλει ότι δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για το ανακύπτον νομικό ζήτημα «αν ανώνυμη εταιρεία, τελούσα υπό καθεστώς εκκαθαρίσεως τόσο κατά τον χρόνο ασκήσεως προσφυγής όσο και κατά τον χρόνο συζητήσεως αυτής ενώπιον τακτικού διοικητικού δικαστηρίου, παρίσταται νομίμως στο ακροατήριο ή νομιμοποιεί τον δικαστικό πληρεξούσιό της που παρίσταται στο ακροατήριο και εγκρίνει την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος, δια του εκκαθαριστού ή των εκκαθαριστών, μόνον στην περίπτωση κατά την οποία έχουν νόμιμα διορισθεί και η σχετική πράξη διορισμού τους έχει υποβληθεί στη νόμιμη δημοσιότητα μέχρι την ημερομηνία συζητήσεως του ενδίκου βοηθήματος». Ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος, διότι για το τιθέμενο με τον ανωτέρω λόγο αναιρέσεως νομικό ζήτημα δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, και, ως εκ τούτου, ο λόγος αυτός προβάλλεται παραδεκτώς, κατά την παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, και είναι εξεταστέος περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

9. Επειδή, ο κυρωθείς με το άρθρο πρώτο του ν.2717/1999 (Α΄ 97) Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ) ορίζει στο άρθρο 25 ότι «1. […]. 2. Τα νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου εκπροσωπούνται από τους νόμιμους εκπροσώπους τους […]. 3. […] 4. […]», στο άρθρο 26 ότι: «Τα στοιχεία νομιμοποίησης των νόμιμων αντιπροσώπων και των εκπροσώπων των διαδίκων υποβάλλονται στο δικαστήριο ως την πρώτη συζήτηση. Οι διατάξεις των παρ.2,3 και 4 του άρθρου 28 εφαρμόζονται αναλόγως και ως προς τους νόμιμους αντιπροσώπους και τους εκπροσώπους των διαδίκων», στο άρθρο 27 ότι: «1. Οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι εκπρόσωποί τους διενεργούν τις διαδικαστικές πράξεις και παρίστανται κατά τη συζήτηση με δικαστικούς πληρεξουσίους. 2. […]. 3. […]». Περαιτέρω, ο ίδιος ως άνω ΚΔΔ ορίζει στο άρθρο 28 ότι: «1. Για τις πράξεις της προδικασίας θεωρείται ότι υπάρχει η πληρεξουσιότητα, εφόσον είτε επακολουθήσει η νομιμοποίηση δικαστικού πληρεξουσίου είτε εμφανιστεί στο ακροατήριο ο διάδικος ή ο νόμιμος αντιπρόσωπος ή ο εκπρόσωπός του και δηλώσει ότι εγκρίνει τη διενέργειά τους. 2. Αν, ως την πρώτη συζήτηση, δεν έχουν υποβληθεί τα στοιχεία της νομιμοποίησης ή αυτά που έχουν υποβληθεί δεν είναι πλήρη, το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου ή του εκπροσώπου ή του εμφανιζόμενου ως δικαστικού πληρεξουσίου του, είτε αναβάλλει τη συζήτηση είτε προχωρεί σε αυτή χορηγώντας εύλογη προθεσμία για την υποβολή τους. 3. Αν, κατά τη διάσκεψη, διαπιστωθεί ότι τα κατά νόμο στοιχεία της νομιμοποίησης έχουν μεν υποβληθεί όλα, είτε εξαρχής είτε ύστερα από τη χορήγηση της κατά την προηγούμενη παράγραφο προθεσμίας, πλην αυτά παρουσιάζουν ελλείψεις, ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή του οικείου τμήματος, με πράξη του, καλεί τον εμφανιζόμενο ως δικαστικό πληρεξούσιο να τα συμπληρώσει, μέσα σε τασσόμενη από αυτόν ανατρεπτική προθεσμία. 4. Τα στοιχεία της νομιμοποίησης που υποβάλλονται σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους μπορούν να είναι και μεταγενέστερα από την ημερομηνία της συζήτησης. 5. Αν ο δικαστικός πληρεξούσιος του διαδίκου τελικώς δεν νομιμοποιηθεί, οι διαδικαστικές πράξεις που διενεργήθηκαν από αυτόν είναι αυτοδικαίως άκυρες και το σχετικό ένδικο βοήθημα ή μέσο απορρίπτεται. 6. […]», στο δε άρθρο 35 ότι «Το δικαστήριο ελέγχει και αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων». Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι για την άσκηση από νομικό πρόσωπο ενδίκου βοηθήματος ή μέσου ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου πρέπει να προσκομίζονται έως την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο ή, εφόσον το δικαστήριο χορήγησε προθεσμία, έως τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας, τόσο τα στοιχεία νομιμοποιήσεως του δικαστικού πληρεξουσίου του όσο και τα στοιχεία νομιμοποιήσεως του εκπροσώπου του, από τα οποία αποδεικνύεται ότι ο τελευταίος έχει την αρμοδιότητα για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, καθώς και για τη διενέργεια των λοιπών διαδικαστικών πράξεων και τον διορισμό του δικαστικού πληρεξουσίου (πρβλ. ΣτΕ168/2016, 1432/2009, 5036/1996, 3037/1994, 1059/1992 επταμ., 485/1991 Ολ.). Εξάλλου, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 28 του ΚΔΔ, τα μεταγενεστέρως υποβαλλόμενα στοιχεία νομιμοποιήσεως του δικαστικού πληρεξουσίου «μπορούν να είναι και μεταγενέστερα από την ημερομηνία της συζήτησης», δηλαδή, μπορούν να έχουν συνταχθεί και να ανάγονται σε χρόνο μεταγενέστερο από την πρώτη συζήτηση. Η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται, κατά παραπομπή του άρθρου 26 του ΚΔΔ, και ως προς τα στοιχεία νομιμοποιήσεως του εκπροσώπου του νομικού προσώπου. Συνεπώς, τα στοιχεία αυτά (όπως η απόφαση με την οποία παρέχεται στον ανωτέρω η αρμοδιότητα για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου ή για την εκ των υστέρων έγκρισή του, καθώς και για τη δικαστική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου) μπορούν να φέρουν ημερομηνία μεταγενέστερη από την πρώτη συζήτηση και, πάντως, έως τη λήξη της ταχθείσας από το δικαστήριο προθεσμίας, καθ’ ο μέρος δε ανατρέχουν στον χρόνο ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, αποτελούν έγκριση, η οποία καθιστά αναδρομικά έγκυρη την άσκηση αυτή, καθώς και τη διενέργεια των λοιπών διαδικαστικών πράξεων του νομικού προσώπου.

10. Επειδή, εξάλλου, ο ν. 2190/1920 «Περί Ανωνύμων Εταιρειών» (Α΄ 144), όπως κωδικοποιήθηκε με το β.δ. 174/1963 (Α΄ 37), ορίζει στο άρθρο 18 παρ. 1 ότι: «Η ανώνυμος εταιρεία εκπροσωπείται επί δικαστηρίου και εξωδίκως υπό του Διοικητικού αυτής Συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς», στο άρθρο 47α παρ. 3 [όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 55 του ν. 3604/2007 (Α΄ 189)], ότι: «Με εξαίρεση την περίπτωση της πτώχευσης, τη λύση της εταιρείας ακολουθεί η εκκαθάριση […]» και στο άρθρο 49 παρ. 7 [όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2339/1995 (Α΄ 204)], ότι «Ο διορισμός εκκαθαριστών συνεπάγεται αυτοδικαίως την παύση της εξουσίας του διοικητικού συμβουλίου. Όσον αφορά τους εκκαθαριστές, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για το διοικητικό συμβούλιο […]». Συναφώς, στο άρθρο 72 του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Α΄ 164) ορίζεται ότι: «Μόλις το νομικό πρόσωπο διαλυθεί, βρίσκεται αυτοδικαίως σε εκκαθάριση. Ωσότου περατωθεί η εκκαθάριση και για τις ανάγκες της θεωρείται ότι υπάρχει». Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις από τη λύση της ανώνυμης εταιρείας και τον διορισμό εκκαθαριστών, η εξουσία εκπροσωπήσεως της ανώνυμης εταιρείας ανήκει αποκλειστικά στους εκκαθαριστές της (βλ. ΣτΕ 5/2018, 2293/2016, 515/1999, ΑΠ 1663/2011, 489/1989 κ.ά.), τους οποίους, αν δεν υπάρχουν για οποιοδήποτε λόγο, μπορεί να διορίσει το δικαστήριο, κατά τις γενικές και επικουρικές (έναντι των ρυθμίσεων του ν. 2190/1920) διατάξεις των άρθρων 73 του ΑΚ και 786 του ΚΠολΔ.

11. Επειδή, περαιτέρω, ο ως άνω κ.ν. 2190/1920 ορίζει στο άρθρο 7α, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 7 του π.δ. 409/1986 (Α΄ 191), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ότι «1. Σε δημοσιότητα υποβάλλονται οι εξής πράξεις και τα εξής στοιχεία: […] γ. Ο διορισμός και η για οποιοδήποτε λόγο παύση με τα στοιχεία ταυτότητας των προσώπων που: -ασκούν τη διαχείριση της εταιρίας -έχουν την εξουσία να την εκπροσωπούν από κοινού ή μεμονωμένα […]. δ […]. ια. Ο διορισμός και η αντικατάσταση των εκκαθαριστών, με τα στοιχεία της ταυτότητάς τους. ιβ.[…]», στο δε άρθρο 7β, το οποίο προστέθηκε με το ίδιο ως άνω άρθρο 7 του π.δ. 409/1986, ότι: «1. Η δημοσιότητα πραγματοποιείται: α. Με την καταχώριση, ύστερα από έλεγχο, των πράξεων και στοιχείων στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών, που τηρείται στην υπηρεσία του Υπουργείου Εμπορίου της νομαρχίας όπου έχει την έδρα της η εταιρεία […] [όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 12 του ν. 2941/2001 (Α΄ 201)]. β. Με τη δημοσίευση, με επιμέλεια της αρμόδιας υπηρεσίας και με δαπάνες της ενδιαφερόμενης εταιρίας, στο τεύχος Ανώνυμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης της Εφημερίδας της Κυβέρνησης, ανακοίνωσης για την καταχώριση στο οικείο Μητρώο Ανώνυμων Εταιριών των Πράξεων και των στοιχείων που υποβάλλονται σε δημοσιότητα (η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 παρ.2 του ν. 3604/2007) […]. 13. Η Εταιρία δεν μπορεί να αντιτάξει στους τρίτους τις πράξεις και τα στοιχεία για τα οποία δεν τηρήθηκε η δημοσίευση που προβλέπει η περίπτωση β της ανωτέρω παραγράφου 1, εκτός αν αποδείξει ότι οι τρίτοι τα γνώριζαν. […]». Εξάλλου, με τον ν. 3419/2005 (Α΄ 297) καθιερώθηκε το Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), στο οποίο εγγράφονται, μεταξύ άλλων, και οι ανώνυμες εταιρείες. Ωστόσο, κατόπιν διαδοχικών παρατάσεων, το ΓΕΜΗ τέθηκε σε λειτουργία από 4.4.2011, δυνάμει της ΚΥΑ Κ1-802/ 23.3.2011 (βλ. άρθρο 21) (Β΄ 470). Όπως συνάγεται από τις ανωτέρω διατάξεις, ο προβλεπόμενος από την περ. β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 7β του κ.ν. 2190/1920 τύπος δημοσιότητας, στην οποία υποβάλλεται ο διορισμός του εκπροσώπου ανώνυμης εταιρείας ή -εφόσον αυτή τελεί υπό εκκαθάριση- του εκκαθαριστού της, δεν έχει συστατικό, αλλά δηλωτικό-βεβαιωτικό χαρακτήρα. Τούτου παρέπεται ότι η μη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της ανακοινώσεως για την καταχώριση της σχετικής πράξεως ή δικαστικής αποφάσεως στο οικείο ΜΑΕ δεν επιδρά, καθ’ εαυτήν, στο κύρος του διορισμού, αλλά έχει ως συνέπεια, κατά την παρ. 13 του ανωτέρω άρθρου 7β, ότι η ανώνυμη εταιρεία δεν μπορεί καταρχήν να αντιτάξει την επελθούσα μεταβολή στους τρίτους, εκτός αν αποδείξει ότι οι τρίτοι την γνώριζαν (βλ. ΣτΕ 5/2018, ΑΠ 737/2015, πρβλ. ΣτΕ 3171/2017, 1040/2016, 3217/2014, 4034/2012, 296/2011, ΑΠ 724/2002 κ.ά.). Ως «τρίτος» δε, λογίζεται κάθε πρόσωπο με το οποίο η εταιρεία έχει ή μπορεί εκ του νόμου να έχει οποιαδήποτε έννομη σχέση, επομένως, και το Δημόσιο. Εξάλλου, η ανωτέρω συνέπεια (του μη αντιτάξιμου των αδημοσίευτων στοιχείων έναντι τρίτων) πρέπει να θεωρηθεί ότι επέρχεται και επί διαδικαστικών πράξεων της ανώνυμης εταιρείας στο πλαίσιο της έννομης σχέσης της δίκης (πρβλ. ΑΠ 724/ 2002), οι οποίες απευθύνονται ενώπιον του δικαστηρίου και των οποίων η εγκυρότητα δύναται να αμφισβητηθεί από το αντίδικο Δημόσιο, όπως εκείνες που αφορούν τη νομιμοποίηση του εκπροσώπου της. Συνεπώς, η ανώνυμη εταιρεία, η οποία βαρύνεται, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 9, επί ποινή απαραδέκτου του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, να αποδείξει τη νομιμοποίηση του εκπροσώπου της, δεν μπορεί, καταρχήν, να επικαλεσθεί προς τούτο απόφαση περί διορισμού του, η οποία δεν έχει υποβληθεί τον ανωτέρω τύπο δημοσιότητας, εκτός αν αποδείξει ότι το αντίδικο Δημόσιο τη γνώριζε.

12. Επειδή, εν προκειμένω, για την άσκηση της προσφυγής από την τελούσα υπό εκκαθάριση αναιρεσίβλητη εταιρεία και τη νομιμοποίηση των νέων εκκαθαριστών της, κατά τα προεκτεθέντα, υποβλήθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο η δικαστική απόφαση διορισμού τους και το έγγραφο του Νομάρχη περί καταχωρίσεως της εν λόγω αποφάσεως στο οικείο ΜΑΕ (κατά την περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 7β του κ.ν. 2190/1920), τα στοιχεία δε αυτά, αναγόμενα σε χρόνο μεταγενέστερο της συζητήσεως της υποθέσεως, ήταν ληπτέα υπόψη από το δικαστήριο, εφόσον προσκομίσθηκαν εντός της ταχθείσης από αυτό προθεσμίας. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως του Δημοσίου ότι για τη νομιμοποίηση των εκπροσώπων της αναιρεσίβλητης απαιτείτο η προσκόμιση στοιχείων συνταχθέντων έως την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως, είναι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη σκέψη 9, απορριπτέος, κατά το μέρος τούτο, ως αβάσιμος. Όμως, για την επίκληση από την αναιρεσίβλητη του διορισμού των εκκαθαριστών της απαιτείτο, καταρχήν, σύμφωνα με την παρ. 13 του ανωτέρω άρθρου 7β του κ.ν. 2190/1920, και η δημοσίευση στην ΕτΚ της ανακοινώσεως περί καταχωρίσεως της αποφάσεως διορισμού τους στο ΜΑΕ και η προσκόμιση στο δικαστήριο του οικείου ΦΕΚ (ΑΕ – ΕΠΕ) εντός της ταχθείσας ως άνω προθεσμίας. Ενόψει τούτου, εφόσον δεν είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία της δημοσιεύσεως αυτής εντός της ταχθείσας προθεσμίας, το δικάσαν δικαστήριο μη νομίμως στήριξε την κρίση του περί νομιμοποιήσεως των εκκαθαριστών της αναιρεσίβλητης στα ως άνω ελλιπή στοιχεία, όπως βασίμως προβάλλεται. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, παρελκούσης της εξετάσεως του έτερου προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως, η δε υπόθεση, η οποία δεν χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να κρατηθεί και να δικασθεί περαιτέρω.

13. Επειδή, για την υπό κρίση έφεση, ασκηθείσα στις 29.11.2011, έχει καταβληθεί το οφειλόμενο από το άρθρο 277 (παρ.3 και 4) του ΚΔΔ, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 3900/2010, αναλογικό παράβολο (βλ. ΣτΕ 1619/2012 Ολ. περί της συνταγματικότητας της εν λόγω ρυθμίσεως), ανερχόμενο σε 2.325,78 ευρώ (βλ. τα ΣΤ …………/28.11.2011 και Η …………../13.1.2014 διπλότυπα εισπράξεως τύπου Α΄ της ΔΟΥ ……… ποσών, αντιστοίχως, 775,26 ευρώ και 1.550.52 ευρώ, σε συνδυασμό προς το σημείωμα …………./28.11.2011 της ΔΟΥ ………….. περί του καταβλητέου ως άνω ποσού παραβόλου). Εξάλλου, όταν το Συμβούλιο της Επικρατείας, μετά την αναίρεση αποφάσεως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, εκδικάζει την υπόθεση και κρίνει επί εφέσεως του αναιρεσιβλήτου, δεν απαιτείται επί ποινή απαραδέκτου της εφέσεως να έχει εκ νέου κατατεθεί το δυνάμει της αναιρουμένης αποφάσεως τυχόν αποδοθέν παράβολο της εφέσεως, αλλά συντρέχει μόνο περίπτωση αναζητήσεως του παραβόλου από το Δημόσιο, όταν το Συμβούλιο της Επικρατείας απορρίπτει την έφεση και διατάσσει την υπέρ του Δημοσίου κατάπτωση αυτού (ΣτΕ 1904-1905/1990, 3410/1988). Επομένως, η κρινόμενη έφεση της αναιρεσίβλητης εταιρείας τυγχάνει παραδεκτή, ανεξαρτήτως της τυχόν αναλήψεως από την αναιρεσίβλητη του αποδοθέντος σ’ αυτήν, με την αναιρούμενη απόφαση, παραβόλου και της μη καταθέσεως αυτού εκ νέου.

14. Επειδή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς πραγματικό είναι εκκαθαρισμένο. Εξάλλου, η διάταξη της παρ.3 του άρθρου 28 του ΚΔΔ (η οποία ρυθμίζει ειδικώς και εξαντλητικώς το ζήτημα της θεραπείας τυχόν ελλείψεων των προσκομισθέντων νομιμοποιητικών στοιχείων, μη καταλείποντας έδαφος ανάλογης εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 139 Α του ΚΔΔ, βλ. ΣτΕ 1679/2016 επταμ.), εφαρμοζόμενη αναλογικώς δυνάμει του άρθρου 26 του ΚΔΔ (και ως προς τα νομιμοποιητικά στοιχεία των εκπροσώπων των διαδίκων), αναφέρεται στην έκταση των εξουσιών του προέδρου του δικαστηρίου, όχι σε περίπτωση υποβολής ελλιπών νομιμοποιητικών στοιχείων, όπως εν προκειμένω, αλλά σε περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία της νομιμοποιήσεως είχαν μεν υποβληθεί όλα, διαπιστώνεται, όμως μεταγενεστέρως ότι αυτά παρουσιάζουν ελλείψεις λόγω ατελειών ή ασάφειας (πρβλ. ΣτΕ 168/2016, 1893/2008,1530/2007 κ.ά.). Κατόπιν τούτου, η έφεση της αναιρεσίβλητης πρέπει, για τον λόγο που εκτέθηκε στη σκέψη 12, να απορριφθεί ως απαράδεκτη.».

Δικονομία – Παραδεκτό αίτησης αναίρεσης – Απόρριψη έφεσης λόγω μη απόδειξης καταβολής ποσού φόρου

Προς θεμελίωση του παραδεκτού ενός λόγου αναίρεσης απαιτείται συγκεκριμένος και σαφής προσδιορισμός του νομικού ζητήματος που τίθεται εν προκειμένω, με ισχυρισμούς περιεχόμενους στο εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης. Το εν λόγω ζήτημα πρέπει να αποτελεί ζήτημα ερμηνείας ενώ απαιτείται επιπλέον να εκλείπει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανώτατου δικαστηρίου επ’ αυτού. Ο ισχυρισμός για το παραδεκτό της ασκηθείσας αναίρεσης απαιτείται να αφορά αποκλειστικά την ερμηνεία διάταξης νόμου, δυνάμενη να έχει γενικότερη εφαρμογή είτε η ερμηνεία αυτή διατυπώνεται στην μείζονα είτε στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού. Η απόδειξη του ισχυρισμού της ολοσχερούς καταβολής του οφειλόμενου φόρου που υπερπληροί την προϋπόθεση παραδεκτού άσκησης έφεσης (άρθρο 93 Κ.Δ.Δ.) με την προσκόμιση της σχετικής βεβαίωσης το πρώτον ενώπιον του αναιρετικού δεν μπορεί να καταστήσει την απόφαση αναιρετέα. Καθώς αφενός ο λόγος αναίρεσης δεν δύναται να αναφέρεται σε πλημμελή εφαρμογή κρίσιμης νομικής διάταξης αλλά πρέπει να πλήττεται ερμηνευτική κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και αφετέρου το πραγματικό στο οποίο στηρίζεται ο λόγος αναίρεσης πρέπει να προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, χωρίς δυνατότητα προσκόμισης σχετικών αποδεικτικών στοιχείων το πρώτον ενώπιον του αναιρετικού.

«3. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων των παρ. 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και, περαιτέρω, η παρ. 3 με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), για το παραδεκτό αιτήσεως αναιρέσεως απαιτείται, σωρευτικώς, αφενός το χρηματικό αντικείμενο της διαφοράς να υπερβαίνει το ποσό των 40.000 ευρώ, αφετέρου ο αναιρεσείων να τεκμηριώσει επαρκώς, με ειδικούς ισχυρισμούς περιεχόμενους στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, ήτοι ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς και επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε η σχετική κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι αντίθετη προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 1153/2020, 2894/2019, 2280/2019, 2097/2018, 2007/2017, 2403/2016 κ.ά.). Η έλλειψη δε νομολογίας ή η αντίθεση σε υπάρχουσα νομολογία πρέπει να μην αναφέρεται σε ζητήματα αιτιολογίας, εκτίμησης των αποδείξεων ή εσφαλμένης υπαγωγής στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινόμενης υπόθεσης, αλλά να αφορά αποκλειστικά την ερμηνεία διάταξης νόμου ή γενικής αρχής, δυνάμενης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως εάν η ερμηνεία αυτή διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και των λοιπών αποφάσεων, προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση (ΣτΕ 420/2021, 342/2021, 3021/2020, 2308/2019 κ.ά.).

4. Επειδή, με το άρθρο 22 του ν. 3900/2010 προστέθηκε στο άρθρο 93 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97) παράγραφος 3, η οποία, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο, ήτοι πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 37 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α’ 240), όριζε τα εξής: «Προκειμένου για χρηματικού αντικειμένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, ο εκκαλών οφείλει να καταβάλει μέχρι την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου, με ποινή απαραδέκτου της έφεσης, ποσοστό 50% του οφειλόμενου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, κύριου φόρου, δασμού, ή τέλους εν γένει, εκτός αν έχει χορηγηθεί αναστολή σύμφωνα με το άρθρο 209Α. Το καταβλητέο ποσό υπολογίζεται από την αρμόδια φορολογική ή τελωνειακή αρχή, η οποία συντάσσει ατελώς, μετά από αίτηση του εκκαλούντος, ειδικό σημείωμα, με το οποίο βεβαιώνεται και η καταβολή του». Όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 2059/2021, 3832/2014 7μ., 1619/2012 Ολομ.), η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) ούτε αποτελεί μέτρο δυσανάλογο σε σχέση με τους επιδιωκόμενους από το νόμο σκοπούς δημοσίου συμφέροντος.

5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και τα διαδικαστικά έγγραφα της υπόθεσης, η αναιρεσείουσα δεν προσκόμισε μέχρι τη συζήτηση της αναφερομένης στη σκέψη 2 έφεσης το κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ. σημείωμα της οικείας φορολογικής αρχής, προκειμένου να αποδείξει ότι είχε καταβάλει ποσοστό 50% του κύριου φόρου που όφειλε με βάση την πρωτόδικη απόφαση, ούτε προέβαλε ότι είχε ζητήσει την έκδοση του εν λόγω ειδικού σημειώματος και αυτό δεν εκδόθηκε με υπαιτιότητα της φορολογικής αρχής. Εν όψει τούτου, το δικάσαν διοικητικό εφετείο, αφού έλαβε υπόψη ότι είχε προηγουμένως απορριφθεί η ασκηθείσα εκ μέρους της αναιρεσείουσας αίτηση αναστολής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, απέρριψε την ως άνω έφεση ως απαράδεκτη.

6. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση άγεται κατ’ αναίρεση φορολογική διαφορά με χρηματικό αντικείμενο που υπερβαίνει το προβλεπόμενο όριο για την παραδεκτή άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως (βλ. το ευρισκόμενο στο φάκελο …/14.2.2020 σημείωμα προσδιορισμού φορολογικής διαφοράς της Προϊσταμένης Δ.Ο.Υ. .’ Πειραιά). Με την ως άνω αίτηση προβάλλεται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η έφεση της αναιρεσείουσας ως απαράδεκτη, με την ανωτέρω αιτιολογία, διότι η διαληφθείσα διάταξη του άρθρου 93 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ., ερμηνευόμενη υπό το φως των σκοπών της, οι οποίοι αναφέρονται στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3900/2010, αφορά αποκλειστικώς στις περιπτώσεις που δεν έχει εξοφληθεί κατά τη συζήτηση της έφεσης το 50% του οφειλόμενου φόρου, πλην εν προκειμένω η αναιρεσείουσα είχε καταβάλει, και μάλιστα από τις 16.12.2016, ήτοι πολύ πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης στο διοικητικό εφετείο (15.5.2019), το 100% του καταλογισθέντος φόρου και των επ’ αυτού προσαυξήσεων. Προς απόδειξη τούτου, η αναιρεσείουσα προσκομίζει, με το από 1.2.2022 υπόμνημά της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, διάφορα φορολογικά και τραπεζικά έγγραφα, καθώς και το υπ’ αριθμ. .Α/1.10.2019 ειδικό σημείωμα της Δ.Ο.Υ. .’ Πειραιά, εκδοθέν σε απάντηση αίτησης της αναιρεσείουσας που υποβλήθηκε την 1.10.2019, ήτοι μετά τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (13.9.2019), με το οποίο βεβαιώνεται ότι εκπληρώθηκε η κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ. υποχρέωση της αναιρεσείουσας. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του ως άνω λόγου αναιρέσεως, κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου επί περιπτώσεων, όπως η επίδικη, καθώς η υφιστάμενη νομολογία αφορά μόνον περιπτώσεις στις οποίες δεν είχε καταβληθεί από τον εκκαλούντα το 50% του οφειλόμενου φόρου. Ωστόσο, με τον ισχυρισμό της αυτό η αναιρεσείουσα δεν προσδιορίζει, κατά τρόπο συγκεκριμένο και σαφή, όπως επιβάλλεται κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 3, ποιο είναι το νομικό ζήτημα που τίθεται με τον ως άνω προβαλλόμενο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος άλλωστε, όπως διατυπώνεται, δεν πλήττει ερμηνευτική κρίση (ρητή ή συναγόμενη) της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης αλλά αναφέρεται σε πλημμελή εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 93 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ. στην προκειμένη περίπτωση. Εξάλλου, ο λόγος αυτός αναιρέσεως στηρίζεται σε πραγματικό (ολοσχερή καταβολή του οφειλόμενου φόρου πριν από την εκδίκαση της έφεσης) το οποίο δεν προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (πρβλ. ΣτΕ 2810/2020, 2781/2019, 1636/2019, 1735/2018, 793/2018, 2138/2015), η παράλειψη δε της αναιρεσείουσας να επικαλεστεί προσηκόντως και να αποδείξει ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου την εκπλήρωση της ως άνω προϋπόθεσης του παραδεκτού της έφεσης (βλ. σελ. 8 του αναιρετηρίου που συνομολογεί ότι δεν προσκόμισε βεβαίωση περί καταβολής του 50% του φόρου στο δικάσαν δικαστήριο) δεν μπορεί να θεραπευθεί με την προσκόμιση σχετικών αποδεικτικών στοιχείων το πρώτον ενώπιον του αναιρετικού (πρβλ. ΣτΕ 2700/2019, 3865/2013, 2378/ 2013). Κατόπιν των ανωτέρω και καθώς δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί».

Νομολογιακές επισημάνσεις για δικονομικά θέματα

Κατ’ εξαίρεση παραδεκτή η άσκηση αναίρεσης, παρότι δεν πληροί το κατώτατο όριο ως προς το χρηματικό αντικείμενο της διαφοράς.(Η ρύθμιση αυτή έχει πλέον καταργηθεί μετά από  αντικατάσταση της από το άρθρο 12 του ν. 3900/2010, καταλαμβάνει όμως τις ασκηθείσες κατά τον χρονικό διάστημα ισχύος της αιτήσεις αναίρεσης). Ο αναιρεσείων οφείλει να εκθέσει τεκμηριωμένους ισχυρισμούς που να θεμελιώνουν μια από τις εν λόγω εξαιρετικές περιπτώσεις με το εισαγωγικό δικόγραφο όχι με το υπόμνημα του. Απαιτείται ανάδειξη του κρίσιμου νομικού ζητήματος με ειδικό και σαφή τρόπο καθώς και της σχέσης του με τις εν λόγω αντίθετες αποφάσεις όπως και προσκόμιση των αποφάσεων αυτών. Ενδεικτική μνεία αριθμών αποφάσεων δεν αρκεί και θεωρείται ότι γίνεται προς διευκόλυνση της κρίσης του δικαστηρίου και όχι προς τεκμηρίωση του παραδεκτού της αιτήσεως. Περαιτέρω, η θέσπιση κατώτατου ορίου ως προς το ποσό, λαμβανομένου υπόψιν του σκοπού που υπηρετεί, δεν αντίκεται ούτε στο συνταγματικό δικαίωμα εννόμου προστασίας ούτε στην διάταξη της ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης.

«3. Επειδή, στην παράγραφο 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8), όπως αυτή ίσχυε κατά τον χρόνο άσκησης της κρινόμενης αιτήσεως, δηλαδή μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 35 του ν. 3772/2009 (Α’ 112) και πριν η ίδια παράγραφος αντικατασταθεί με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α’ 213, που άρχισε να ισχύει από 1.1.2011), ορίζονται τα εξής: «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ […]. Κατ’ εξαίρεση, ασκείται παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως με αντικείμενο κατώτερο από το ανωτέρω ποσό, όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ότι: α)η επίλυση της διαφοράς έχει γι’ αυτόν ευρύτερες οικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις που δικαιολογούν την άσκηση της αίτησης, β) με αυτήν τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων. Προκειμένου για διαφορές από […] φόρους, δασμούς, τέλη και συναφή δικαιώματα, πρόστιμα και λοιπές κυρώσεις, ως ποσό της διαφοράς νοείται το ποσό […] φόρου κ.λπ. χωρίς προσαυξήσεις και πρόσθετους φόρους που αμφισβητείται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας […]. Όταν η αίτηση αναιρέσεως ασκείται από τον ιδιώτη διάδικο, η αρμόδια κατά περίπτωση αρχή […] υποβάλλ[ει] στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με μέριμνα της Γραμματείας του Δικαστηρίου, σημείωμα για το παραπάνω ποσό της διαφοράς. Όταν η αίτηση αναιρέσεως ασκείται από την διάδικο διοικητική αρχή […] το εν λόγω σημείωμα συνυποβάλλεται με την κατάθεση του δικογράφου της αίτησης αναιρέσεως […]».

4. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 35 παρ. 1 του ν. 3772/2009, οι οποίες καταλαμβάνουν όσες αιτήσεις αναιρέσεως ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος τους (10.7.2009), θεσπίζεται ως πάγια ρύθμιση το απαράδεκτο της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εάν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιόν του είναι κατώτερο από 40.000 ευρώ. Θεσπίζεται, περαιτέρω, για την περίπτωση αυτή, ως εξαίρεση, το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως, εάν ο αναιρεσείων ισχυρισθεί τεκμηριωμένα με το εισαγωγικό δικόγραφο, ότι, αν και το ποσό της διαφοράς είναι κατώτερο των 40.000 ευρώ, η επίλυση της διαφοράς συνεπάγεται γι’ αυτόν ευρύτερες οικονομικές ή (προκειμένου για το Δημόσιο) δημοσιονομικές επιπτώσεις. Οι σχετικοί ισχυρισμοί πρέπει να είναι ειδικοί και συγκεκριμένοι και να τεκμηριώνουν, κατά τρόπο πλήρη, τις ως άνω επιπτώσεις, τούτο δε απαιτείται σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως της φύσεως της εφαρμοστέας στην υπόθεση διατάξεως νόμου (ΣτΕ 332/2014, 89/2012, πρβλ. ΣτΕ 1315/2001 Ολ.)· η δε επίκληση και προσκόμιση των στοιχείων, τα οποία αποδεικνύουν το ουσία βάσιμο των ισχυρισμών αυτών του αναιρεσείοντος (περί ευρύτερων οικονομικών επιπτώσεων), πρέπει επίσης να γίνεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως (ΣτΕ 89/2012, 332/2014, 1836/2016 κ.ά.) και όχι, μεταξύ άλλων, με υπόμνημα πρίν ή μετά τη συζήτηση της υποθέσεως (βλ. μεταξύ πολλών, ΣτΕ 1664/2016 με την εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επίσης, επί, κατ’ αρχήν, απαράδεκτης, κατά τ’ ανωτέρω αιτήσεως αναιρέσεως με αντικείμενο κατώτερο των 40,000 ευρώ, θεσπίζεται, ως εξαίρεση, το παραδεκτό της αιτήσεως, εάν ο αναιρεσείων προβάλει βασίμως ότι με την αίτηση τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα ή υφίσταται αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, ο αναιρεσείων πρέπει, απαραιτήτως με το εισαγωγικό δικόγραφο, είτε να εκθέτει με αυτοτελείς, ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς ποιο είναι το, κατά την άποψή του, τιθέμενο σπουδαίο νομικό ζήτημα, εξηγώντας με σαφήνεια και τεκμηριώνοντας την άποψή του αυτή, χωρίς να αρκεί προς τούτο μόνη η αναφορά των κρίσιμων διατάξεων και ο ισχυρισμός αορίστως ότι τίθεται σπουδαίο νομικό ζήτημα, είτε να επικαλείται συγκεκριμένα την απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου ή τις τελεσίδικες ή ανέκκλητες αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, προς τις οποίες υπάρχει, κατά την άποψή του, αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης ως προς ορισμένο νομικό ζήτημα η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων (βλ. ΣτΕ 3475-6/2011 Ολ.). Περαιτέρω, αντίθεση της αναιρεσιβαλλομένης προς τη νομολογία ανωτάτου δικαστηρίου ή προς άλλες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων νοείται ότι υφίσταται, όταν η νομολογία την οποία επικαλείται ο αναιρεσείων επιλύει αυτό καθ’ εαυτό το τιθέμενο με την κρινομένη αίτηση αναιρέσεως νομικό ζήτημα και όχι κάποιο παραπλήσιο (ΣτΕ 2961/2010 7μ., 552/2016 κ.ά.). Υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, η αίτηση είναι παραδεκτή και εξετάζεται μόνον κατά το μέρος της και ως προς τους λόγους που αφορούν το συγκεκριμένο σπουδαίο νομικό ζήτημα ή το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα για το οποίο υπάρχει αντίθεση των σχετικών δικαστικών αποφάσεων, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο για την επίλυση της όλης υποθέσεως (ΣτΕ 3475-6/2011 Ολ.). Δεν συνιστά, εξάλλου, την απαιτούμενη ως άνω ειδική προβολή ισχυρισμού περί αντιθέσεως στη νομολογία, μόνη η επίκληση αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία γίνεται απλώς προς ενίσχυση της βασιμότητας των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως (πρβλ. ΣτΕ 3458/2017, 3177/2017, 297/2016, 2176/2015 κ.ά.).

[…]

6. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε στις 25.2.2010, υπό την ισχύ των προαναφερόμενων διατάξεων του ν. 3772/2009, και έχει χρηματικό αντικείμενο το οποίο υπολείπεται του κατά νόμο ελάχιστου ποσού των 40.000 ευρώ (βλ. και το με α.π. 18723/2011 σημείωμα της τελωνειακής αρχής, κατά το οποίο το ποσό της διαφοράς ανέρχεται σε 10.687,05 ευρώ). Με το εισαγωγικό δικόγραφο ο αναιρεσείων προβάλλει, κατ’ αρχάς, ότι η αίτησή του είναι παραδεκτή διότι η προαναφερθείσα στην σκέψη 3 διάταξη του άρθρου 35 παρ. 1 του ν. 3772/2009 είναι αντίθετη στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), καθώς, όπως ισχυρίζεται, το κριτήριο του ύψους της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας, με την θέσπιση ενός χρηματικού ποσού που “αυθαίρετα” τίθεται ως όριο, προσβάλλει την ουσία του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο. Όπως όμως έχει κριθεί, η εν λόγω διάταξη, με το περιεχόμενο που εκτέθηκε στην σκέψη 3, και με το σκοπό που υπηρετεί (την αποσυμφόρηση του Συμβουλίου της Επικράτειας, ώστε να εξυπηρετηθεί ο προορισμός του ως Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου), συνιστά περιορισμό της αιτήσεως αναιρέσεως ο οποίος δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος (βλ. και άρθρο 95 παρ. 1 εδ. β’ αυτού, ως ισχύει μετά την αναθεώρηση του 2001) ούτε στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, (βλ., μεταξύ άλλων, ΣτΕ 552, 3140, 2926/2013, 2250/2012 καί αποφάσεις ΕΔΑΔ της 4.9.2003, Π. Βελή-Μακρή κατά Ελλάδος, και της 19.12.1997, Brualla Gomez de la Torre κατά Ισπανίας). Συνεπώς, όλοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να απορριφθούν.

7. Επειδή, περαιτέρω, προκειμένου να άρει το απαράδεκτο της αιτήσεώς του λόγω ποσού, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται με το αναιρετήριό του (σελ. 15) ότι η προαναφερθείσα κρίση του διοικητικού εφετείου, κατά την οποία δεν συνέτρεχε εν προκειμένω η προϋπόθεση της κατοχής και χρήσης του οχήματος επί εξάμηνο πριν από τον εκτελωνισμό, και την οποία (κρίση) αμφισβητεί, με τους λόγους αναιρέσεώς του ο αϊτών, ισχυριζόμενος ότι από διάφορα στοιχεία αποδεικνυόταν η κατοχή και χρήση του αυτοκινήτου, «[…] έρχεται σε αντίθεση με πληθώρα αποφάσεων διοικητικών Εφετείων και Πρωτοδικείων ανά την Ελλάδα, οι οποίες έκριναν, σε περιπτώσεις όμοιες με την δική μου, […]»· και μνημονεύει αριθμούς αποφάσεων «ενδεικτικά». Υπό τα ανωτέρω δεδομένα όμως ο ισχυρισμός αυτός, με το εν λόγω περιεχόμενο, εκτός του ότι δεν συνοδεύεται από την προσκόμιση των ως άνω αποφάσεων, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, σύμφωνα με τα εκτεθέντη σκέψη 4, καθόσον δεν αναδεικνύει, και δη με τον απαιτούμενο ειδικό και σαφή τρόπο, το κρίσιμο για την κατ’ αναίρεση επίλυση της διαφοράς νομικό ζήτημα και τη σχέση του με τα κριθέντα με τις μνημονευόμενες ως αντίθετες αποφάσεις. Ούτε, άλλωστε, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η παράθεση διαφόρων ενάριθμων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικράτειας στην σελίδα 2 του αναιρετηρίου, μετά την έκθεση του ιστορικού της υποθέσεως, πληροί την απαίτηση του νόμου, δεδομένου ότι, κατά τα λεχθέντα στη σκέψη 4, η μνεία των αποφάσεων αυτών δεν γίνεται προς τεκμηρίωση του παραδεκτού της κρινόμενης αιτήσεως, αλλά «προς διευκόλυνση της κρίσης» του Δικαστηρίου επί του βάσιμου των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως. Εξάλλου, τα αναφερόμενα σχετικώς από τον αιτούντα στο από 31.1.2017 (καταθ. 1.2.2017) υπόμνημά του, ότι το παραδεκτό της αιτήσεώς του «θεμελιώνεται […καθώς], λόγω του εξειδικευμένου ζητήματος περί μη λήψης υπ’ όψιν […] συγκεκριμένου αποδεικτικού μέσου (του τιμολογίου αγοράς του αυτοκινήτου του) αλλά και λόγω εσφαλμένης εκτίμησης των λοιπών αποδεικτικών μέσων […] δεν υπάρχει νομολογία του Δικαστηρίου Σας», είναι απαράδεκτα- αφ’ ενός μεν γιατί απαραδέκτως προβάλλονται με υπόμνημα, αφ’ ετέρου δε διότι δεν αναδεικνύουν νομικό ζήτημα αλλά ζητήματα ορθότητας της αναιρεσιβαλλόμενης ως προς την εκτίμηση του πραγματικού της συγκεκριμένης υπόθεσης.

8. Επειδή, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται, τέλος, ότι η αίτησή του είναι κατ’ εξαίρεση παραδεκτή, διότι η επίλυση της διαφοράς έχει γι αυτόν ευρύτερες οικονομικές επιπτώσεις. Αναφέρει δε σχετικώς στο αναιρετήριο ότι μοναδική πηγή εισοδήματος του αποτελεί ο μισθός του, ως στρατιωτικού της Πολεμικής Αεροπορίας («ο οποίος ανέρχεται σε ποσό 2.200 ευρώ το μήνα περίπου»), ότι η τετραμελής οικογένειά του (σύζυγος και δύο ενήλικα τέκνα) “έχει αυξημένες ανάγκες”, ότι η σύζυγός του λαμβάνει σύνταξη 1400 ευρώ, ότι έχουν λάβει με την σύζυγό του δάνειο για την κατοικία τους, η οποία τους ανήκει, εξ ημισείας στον καθένα, ότι η μηνιαία καταβολή [για την αποπληρωμή του] ανέρχεται σε 450 ευρώ, για τα επόμενα 15 έτη, και ότι ο αναιρεσείων συμβάλλει στην διαβίωση των παιδιών του, πληρώνοντας το ενοίκιο της ενήλικης εργαζόμενης κόρης του (το εισόδημα της οποίας «δεν ξεπερνά τα 800 ευρώ») και 400 ευρώ μηνιαίως για τον φοιτητή γιό του. Εξάλλου, πριν από την συζήτηση της υπόθεσης, ο αναιρεσείων υπέβαλε το από 31.1.2017 (καταθ. 1.2.2017) υπόμνημα, με το οποίο, προς απόδειξη της οικονομικής του κατάστασης, προσκόμισε 1)δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2014, 2)ενημερωτικό έντυπο της Εθνικής Τράπεζας σχετικά με τοκοχρεωλυτικές δόσεις του στεγαστικού δανείου, επ’ ονόματι της συζύγου του, 3) έντυπα μισθοδοσίας του αναιρεσείοντος (2008-2012) και ενημερωτικό σημείωμα για την σύνταξή του, 4)έγγραφα του ΙΚΑ στα οποία εμφαίνεται το ποσό μηνιαίας σύνταξης της συζύγου του και 5)βεβαιώσεις φοίτησης του γιού του αναιρεσείοντος στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, κατά τα έτη 2009- 2015. Και ο ισχυρισμός όμως αυτός, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη σκέψη 4, είναι απορριπτέος. Διότι, εκτός του ότι τα στοιχεία για την τεκμηρίωσή του απαραδέκτως προσκομίσθηκαν όχι με το εισαγωγικό δικόγραφο αλλά με μεταγενέστερο υπόμνημα, καθώς και ότι μόνη η φορολογική δήλωση του 2014 της οποίας γίνεται επίκληση, απέχουσα, άλλωστε, από τον κρίσιμο χρόνο κατάθεσης της κρινόμενης αίτησης (2010) δεν θα αρκούσε για την επίκαιρη και ακριβή εικόνα της περιουσιακής του εν γένει κατάστασης, πάντως τα όσα επικαλείται ο αϊτών, συνιστώντα συνήθη κατάσταση νοικοκυριού και συγκρινόμενα με το επίδικο ως άνω αντικείμενο της δίκης, δεν συγκροτούν τις «ευρύτερες» κατά νόμον συνέπειες, που θα καθιστούσαν κατ’ εξαίρεση παραδεκτή την άσκηση της κρινόμενης αίτησης. Κατόπιν αυτών, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της, ως απαράδεκτη».

Ο αυτεπάγγελτος συμψηφισμός ως «μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης».

◗ Ι. Εισαγωγή

Ζήτημα που έχει απασχολήσει πρόσφατα όσους ασχολούνται με ζητήματα φορολογίας, είναι η δυνατότητα προσβολής και εν τέλει ακύρωσης πράξεων που εκδίδονται στο πλαίσιο της διαδικασίας διενέργειας αυτεπάγγελτου συμψηφισμού και το ένδικο βοήθημα με το οποίο παρέχεται τελικώς αποτελεσματική έννομη προστασία στο φορολογούμενο κατά των πράξεων που εκδίδονται κατά το αυτό στάδιο. Ειδικότερα, δημιουργεί προβληματισμό η ευρεία δυνατότητα του Ελληνικού Δημοσίου να προβαίνει σε αυτεπάγγελτο συμψηφισμό κατά το άρθρο 48 παρ. 2 ΚΦΔ[1], έναντι της οποίας δυνατότητας, δεν προβλέπεται από τον Νόμο ειδικότερο καθεστώς παροχής έννομης προστασίας.

Ήδη, με τη σχολιαζόμενη απόφαση της ΔΕΔΑθ. 173/2023 που εκδόθηκε στο πλαίσιο άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής κατά πράξης της αρμόδιας φορολογικής αρχής με την οποία η τελευταία απέρριψε αίτημα του φορολογούμενου για επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου, τέθηκαν δυο καίριας σημασίας ερωτήματα, τα οποία νομολογιακά τουλάχιστον δεν έχουν ακόμα απαντηθεί. Το πρώτο αφορά στον εκτελεστό ή μη χαρακτήρα των πράξεων συμψηφισμού, ιδίως εάν οι πράξεις που εκδίδονται στο πλαίσιο διενέργειας αυτεπάγγελτου συμψηφισμού αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, υποκείμενες σε ένδικο μέσο ή βοήθημα και δεύτερον, ποιο θα είναι τελικά εκείνο το ένδικο μέσο ή βοήθημα με το οποίο οι πράξεις αυτές δύνανται να προσβληθούν.

Ειδικότερα, με αφορμή την εν λόγω υπόθεση τίθεται προς διερεύνηση (α) η δυνατότητα άσκησης της κατ’ άρθρο 63 ΚΔΔ ενδικοφανούς προσφυγής κατά της πράξης ή παράλειψης της Διοίκησης να αποφανθεί επί αιτήματος επιστροφής φόρου και ακύρωσης πράξεων συμψηφισμού των επιστρεπτέων ποσών με άλλες φορολογικές και εν γένει χρηματικές οφειλές, ως πράξεις από τις οποίες απορρέουν διαφορές ουσίας που αναφύονται στο στάδιο προσδιορισμού των οικονομικών βαρών (πράξη καταλογισμού/βεβαίωσης του φόρου) και (β) η δυνατότητα άσκησης ανακοπής του άρθρου 217 ΚΔΔ, καθώς οι πράξεις αυτές αποτελούν πράξεις που εκδίδονται στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτέλεσης (στάδιο είσπραξης των οικονομικών βαρών).

 Ως προς το δεύτερο ερώτημα, το οποίο επικαλύπτει ως επί το πλείστον το πρώτο, η σχολιαζόμενη απόφαση έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, επειδή αποτυπώνει τη σύνδεση της πράξης αυτεπάγγελτου συμψηφισμού με την αναγκαστική εκτέλεση και συγκεκριμένα τη διαδικασία είσπραξης του φόρου. Η πράξη περί της διενέργειας συμψηφισμού κατά την απόφαση αυτή συνιστά μια μορφή αναγκαστικής εκτέλεσης, με την έννοια ότι με το συμψηφισμό διενεργείται εκτέλεση από πλευράς φορολογικής Διοίκησης προς είσπραξη των χρηματικών απαιτήσεων που απορρέουν από τους οικείους νόμιμους τίτλους, με συνυπολογισμό των απαιτήσεων, που υποκαθιστά την καταβολή των οφειλών. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την απόφαση της ΔΕΔ, κατά των πράξεων που εκδίδονται στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας (διοικητικής εκτέλεσης) προβλέπεται η άσκηση ανακοπής του άρθρου 217 ΚΔΔ.

Η κρίση όμως της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών στην ίδια σχολιαζόμενη απόφαση είναι αντιφατική καθότι, ενώ δέχεται (ρητά) ότι οι πράξεις συμψηφισμού εμπίπτουν στο στάδιο διοικητικής εκτέλεσης, φαίνεται να αντιμετωπίζει την ίδια στιγμή τις πράξεις αυτές ως μη εκτελεστές διοικητικές πράξεις, και συγκεκριμένα ως απλές διοικητικές πράξεις πληροφοριακού χαρακτήρα. Σκοπός δηλαδή των πράξεων αυτών είναι μονάχα η διευκρίνιση του τρόπου διαχείρισης της προκύπτουσας από τη διαδικασία συμψηφισμού επιστροφής φόρου, χωρίς να επιφέρουν καμία απολύτως έννομη συνέπεια.

◗ ΙΙ. Ως προς τα πραγματικά περιστατικά της απόφασης

Η επίμαχη απόφαση της ΔΕΔ αφορά περίπτωση απόρριψης ενδικοφανούς προσφυγής επί αιτήσεων επιστροφής φόρου εισοδήματος κατόπιν υποβολής από τη φορολογούμενη σχετικών τροποποιητικών δηλώσεων φόρου εισοδήματος, λόγω είσπραξης αναδρομικών ποσών σύνταξης προηγούμενων ετών.

Η προσφεύγουσα κατόπιν υποβολής τροποποιητικών δηλώσεων φόρου εισοδήματος, υπέβαλε σχετικό αίτημα στην αρμόδια φορολογική αρχή, με το οποίο  αιτήθηκε (α) την καταβολή των προς επιστροφή ποσών που προέκυψαν από παρακράτηση φόρου αναδρομικών συντάξεων ως αχρεωστήτως καταβληθέντα και (β) τη μη διενέργεια συμψηφισμού των ανωτέρω ποσών με οφειλές της. Επί του ανωτέρω αιτήματος της προσφεύγουσας, ο Προϊστάμενος της αρμόδιας φορολογικής αρχής ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι τα επιστρεπτέα ποσά έχουν συμψηφιστεί με φορολογικές και κοινωνικοασφαλιστικές οφειλές της.

Κατά της ανωτέρω πράξης του Προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., η προσφεύγουσα άσκησε ενδικοφανή προσφυγή με την οποία αιτήθηκε την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου που παρακρατήθηκε από τις συντάξιμες αποδοχές της και την ακύρωση του διενεργηθέντος συμψηφισμού της απαιτήσεώς της από την ανωτέρω αιτία με φορολογικές και κοινωνικοασφαλιστικές οφειλές της προς το Ελληνικό Δημόσιο, ο προβληθείς από την προσφεύγουσα ισχυρισμός επικύρωσε το επιχείρημα ότι τα ποσά που συμψηφίστηκαν δεν αποτελούν φόρο εισοδήματος ώστε να τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη περί αυτεπάγγελτου συμψηφισμού, αλλά αποτελούν ποσά αχρεωστήτως καταβληθέντα τα οποία παρακρατήθηκαν ως φόρος από τις συντάξιμες αποδοχές.

Η εν λόγω ενδικοφανής προσφυγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με την επίμαχη απόφαση της ΔΕΔ Αθηνών και με την ειδικότερη αιτιολογία ότι η διαφορά που αναφύεται σε περιπτώσεις διενέργειας συμψηφισμού των χρηματικών απαιτήσεων του Δημοσίου εντάσσεται στο στάδιο είσπραξης των φόρων, ήτοι στο στάδιο διοικητικής εκτέλεσης και δεν αποτελεί φορολογική διαφορά που αναφύεται στο στάδιο προσδιορισμού των οικονομικών βαρών. Κατά συνέπεια, η εν λόγω διαφορά δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ΚΦΔ και της διοικητικής διαδικασίας της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.

Τούτο, διότι όπως έκρινε η σχολιαζόμενη απόφαση, κατά των πράξεων που εκδίδονται στο πλαίσιο της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης προβλέπεται η άσκηση ανακοπής προς επίλυση διαφορών αναφυόμενων στο στάδιο της είσπραξης των βαρών αυτών.

◗ ΙΙΙ. Ως προς τις εφαρμοζόμενες διατάξεις

Ο Νόμος 4987/2022 (Κ.Φ.Δ.) δεν περιέχει διατάξεις περί της διαδικασίας και των όρων διενέργειας συμψηφισμού απαιτήσεων του Δημοσίου. Ρυθμιστικό πεδίο περιλαμβάνεται μόνο στο άρθρο 75 του Νόμου 4978/20222 (Κ.Ε.Δ.Ε.), στο οποίο ρητά παραπέμπει το άρθρο 48 παρ. 2 του Ν. 4987/2022. Από τη συνδυαστική ερμηνεία των δυο αυτών νομοθετημάτων καθίσταται σαφές ότι, το Δημόσιο δύναται να συμψηφίζει και μάλιστα αυτεπάγγελτα, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του οφειλέτη, ληξιπρόθεσμες σε βάρος του απαιτήσεις, με απαιτήσεις του που έχουν μεν βεβαιωθεί ταμειακά (πλέον και υπό καθεστώς ΚΦΔ, απαιτήσεις για τις οποίες υφίσταται τίτλος εκτέλεσης), αλλά οι οποίες δεν έχουν ακόμη κατά τον χρόνο του αυτεπάγγελτου συμψηφισμού καταστεί ληξιπρόθεσμες και απαιτητές.

Προϋπόθεση, δηλαδή, για τη διενέργεια συμψηφισμού είναι οι απαιτήσεις αυτές να αφορούν κατά κυριότητα το πρόσωπο σε βάρος του οποίου διενεργείται ο συμψηφισμός και ακολούθως να είναι βέβαιες και εκκαθαρισμένες, δηλαδή να μην υπόκεινται σε δικαστική αμφισβήτηση και να είναι προσδιορισμένες κατά το ποσό και την αιτία τους. Ως δικαστική δε αμφισβήτηση νοείται αυτή που κατά το Νόμο επιδρά στην εγκυρότητα του νόμιμου τίτλου καθιστώντας αυτόν αδρανή. Και τούτο διότι, μόνο οι ταμειακά βεβαιωμένες οφειλές συνιστούν εξ ορισμού βέβαιες και εκκαθαρισμένες απαιτήσεις του Δημοσίου, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι θα συνυπολογιστούν κατά τον συμψηφισμό οι εκπτώσεις που τυχόν δικαιούται ο εκάστοτε οφειλέτης από την πρόωρη εξόφληση του συνόλου της οφειλής του. Με τις πρόσφατες δε τροποποιήσεις των άρθρων 11 του Ν 3943/2011 και 67 παρ. 5 του Ν 3842/2010 δόθηκε η δυνατότητα στο Δημόσιο αντίστοιχα να συμψηφίζει αφενός βεβαιωμένες αλλά μη ληξιπρόθεσμες οφειλές ιδιωτών προς αυτό, αφετέρου οφειλές ιδιωτών τελούσες υπό δικαστική αναστολή.

Από την ερμηνεία, λοιπόν, του άρθρου 48 παρ. 2 ΚΦΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 75 Κ.Ε.Δ.Ε. συνάγεται ότι οι πράξεις διάγνωσης της διαδικασίας διενέργειας συμψηφισμού αποτελούν πράξεις που εκδίδονται κατά το στάδιο έναρξης της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, προκειμένου να εισπραχθεί η οφειλή. Ιδιαίτερα δε, η πράξη με την οποία συντελείται συμψηφισμός των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου εντάσσεται στο στάδιο της είσπραξης των φόρων και όχι στο στάδιο προσδιορισμού των οικονομικών αυτών βαρών και συνεπώς κατά των πράξεων που εκδίδονται κατά το στάδιο αυτό, προβλέπεται η παροχή έννομης προστασίας με την άσκηση του ένδικου βοηθήματος της ανακοπής του άρθρου 217 παρ. 1 ΚΔΔ (πρβλ. ΣτΕ (Αναστ) 215/2016, ΣτΕ 217/2016).

◗ IV. Συμπέρασμα – Κριτική προσέγγιση της σχολιαζόμενης απόφασης

Η θέση της σχολιαζόμενης απόφασης έχει ιδιαίτερη σημασία τόσο σε επίπεδο δικονομικού όσο και σε επίπεδο ουσιαστικού δικαίου. Σε επίπεδο δικονομικού δικαίου, διότι με την απόφαση αυτή ανοίγει ο δρόμος ώστε να θεωρηθεί ότι η πράξη διενέργειας συμψηφισμού αποτελεί διαδικαστική πράξη με την οποία ενεργοποιείται ο μηχανισμός είσπραξης του φόρου και συγκεκριμένα το εναρκτήριο γεγονός της όλης διαδικασίας διοικητικής (αναγκαστικής) εκτέλεσης, προκειμένου ο οφειλέτης να εξαναγκαστεί στην οφειλόμενη παροχή και ο δανειστής να την εισπράξει.

Συγκεκριμένα, ο δανειστής (το Ελληνικό Δημόσιο) επιτυγχάνει με τον τρόπο αυτό την ικανοποίηση της αξίωσής του, παρά τη θέληση (σύμφωνη γνώμη) του οφειλέτη του, αφού ο αυτεπάγγελτος συμψηφισμός αποτελεί, εν τέλει, ένα μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης και είσπραξης και όχι απλώς μια μορφή απόσβεσης των ενοχών.

Ο συμψηφισμός, όπως και οι λοιπές πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, με την πρότασή του, επιφέρει τις έννομες συνέπειες, χωρίς να απαιτείται η κατάρτιση σύμβασης ή η εκδήλωση με οποιονδήποτε άλλον τρόπο της σύμφωνης γνώμης του οφειλέτη. Για το λόγο αυτό άλλωστε, χαρακτηριστικό γνώρισμα του αυτεπάγγελτου συμψηφισμού κατά άρθρο 48 παρ. 2 ΚΦΔ είναι η υποχρεώτικοτητα και ο καταναγκαστικός τους χαρακτήρας.

Ωστόσο, σε επίπεδο ουσιαστικού δικαίου, παρά τον επιτακτικό και καταναγκαστικό της χαρακτήρα, η πράξη διενέργειας συμψηφισμού αποτελεί απλώς και μόνο μια μορφή απόσβεσης υφιστάμενης αξίωσης και δεν ταυτίζεται με την εκτελεστότητα της διοικητικής πράξης και εν γένει τον διοικητικό καταναγκασμό, ώστε η πράξη αυτή να δύναται με ασφάλεια δικαίου να προσβληθεί με κάποιο ένδικο βοήθημα. Κατά τη σχολιαζόμενη απόφαση της ΔΕΔ, οι πράξεις αυτές συνιστούν απλές διοικητικές πράξεις πληροφοριακού χαρακτήρα, με καθαρά διευκρινιστικό περιεχόμενο ως προς τον τρόπο με τον οποίο διενεργήθηκε από τη φορολογική αρχή ο συμψηφισμός, χωρίς αυτές καθ΄ αυτές να επιφέρουν καμία απολύτως έννομη συνέπεια, υπό την έννοια της κατάργησης ή τροποποίησης δικαιώματος και ως εκ τούτου η πράξη αυτή στερείται εκτελεστότητας.

Γίνεται συνεπώς αντιληπτό ότι από τη σχολιαζόμενη απόφαση επισημαίνεται κατ΄ουσία ένα νομοθετικό και ερμηνευτικό κενό. Η απόφαση απορρίπτει ως απαράδεκτη την ασκηθείσα ενδικοφανή προσφυγή με την αιτιολογία ότι η διαφορά που αναφύεται, δεν συνιστά διαφορά ουσίας αλλά εντάσσεται στο στάδιο της διοικητικής εκτέλεσης και ρυθμίζεται από τις διατάξεις του ΚΕΔΕ και ως εκ τούτου το παραδεκτό ένδικο βοήθημα για την προσβολή των πράξεων που εκδίδονται κατά το στάδιο αυτό είναι αυτό της ανακοπής του άρθρου 217 ΚΔΔ. Παράλληλα όμως με την ίδια απόφαση κρίνεται ότι οι πράξεις με τις οποίες ο υπόχρεος λαμβάνει γνώση του διενεργηθέντος αυτεπάγγελτου συμψηφισμού, έχουν πληροφοριακό χαρακτήρα και κατά συνέπεια η άσκηση ένδικου βοηθήματος έναντί τους, δημιουργεί ζήτημα παραδεκτού.

Η κρίση αυτή δημιουργεί μια λογική αντίφαση καθώς και κατά τον Αστικό Κώδικα, ο συμψηφισμός, η χρηματική καταβολή και η αναγκαστική εκτέλεση αποτελούν μορφές απόσβεσης ενοχών. Επομένως, ο συμψηφισμός ως μορφή αυτοδίκαιης απόσβεσης ενοχής δεν μπορεί παρά να ερμηνευτεί πάγια ως «οιονεί» πράξη εκτέλεσης. Αν οι πράξεις αυτεπάγγελτου συμψηφισμού δεν αποτελούσαν «οιονεί» εκτελεστές διοικητικές πράξεις δεν θα υφίστανται στάδιο έννομης προστασίας του υποχρέου. Αυτό το ενδεχόμενο αντιλήφθηκε ο νομοθέτης και για το λόγο αυτό έστω και ατελώς παρέπεμψε στο άρθρο 75 ΚΕΔΕ. [2]

Από τα ανωτέρω συνάγεται η ερμηνευτική εκδοχή κατά την οποία οι πράξεις διενέργειας συμψηφισμού δεν δύνανται να προσβληθούν με το ένδικο βοήθημα της ανακοπής (ως πράξεις που εντάσσονται στο στάδιο διοικητικής εκτέλεσης), θα συνιστούσε ευθεία παραβίαση του άρθρου 20 του Σ. περί παροχής έννομης προστασίας, καθότι με τον τρόπο αυτό θα ματαιωνόταν ο σκοπός για τον οποίο παρέχεται το κύριο ένδικο βοήθημα της ανακοπής, ήτοι η δικαστική αμφισβήτηση των νόμιμων τίτλων. Τέτοια ερμηνευτική εκδοχή αντίκειται και στα άρθρο 4 παρ.5 Σ. περί ισότητας των πολιτών ενώπιον των δημοσίων βαρών σε συνδυασμό με τα άρθρα 17 παρ.1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ περί προστασίας της ιδιοκτησίας.

Συνοψίζοντας, ο αυτεπάγγελτος, υποχρεωτικού για τον οφειλέτη χαρακτήρα, αποτελεί μια μορφή (ακούσιας) οικονομικής επιβάρυνσης του φορολογουμένου καθώς το Δημόσιο επεμβαίνει στη σφαίρα διαχείρισης των οικονομικών του συμφερόντων και ως εκ τούτου τυχόν αποστέρηση παροχής έννομης προστασίας κατά το στάδιο αυτό τίθεται εις βάρος του. Για τους λόγους αυτούς και μέχρι ο νομοθέτης να θεσπίσει ή/και η φορολογική διοίκηση ερμηνεύσει με ρητό τρόπο τη δυνατότητα παραδεκτής άσκησης ανακοπής, δεν μπορούμε παρά να προτάξουμε τον «οιονεί» εκτελεστό χαρακτήρα της πράξης συμψηφισμού που παραδεκτά προβάλλεται με το ένδικο βοήθημα της ανακοπής.



1 Με το άρθρο 48 παρ. 2 του Νόμου 4987/2022 (ΚΦΔ) ορίζεται ότι «Η Φορολογική Διοίκηση συμψηφίζει απαιτήσεις από φόρους και λοιπά έσοδα του Δημοσίου που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα και σε όλη την εν γένει φορολογική και τελωνειακή νομοθεσία, σύμφωνα με το άρθρο 75 του
Κ.Ε.Δ.Ε.. Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να συμψηφίζει κάθε άλλη απαίτηση σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο πρώτο εδάφιο».

2 Βλ. για τον προβληματισμό και Α.Κ.Μάλλιου «Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας – Ερμηνεία Νόμου 4174/2013», άρθρο 48, παρ. 2, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 1283 επ.

3 Το άρθρο 75 παρ. 1 και 2 του Νόμου 4978/2022 (ΚΕΔΕ) ορίζει ότι «1. Βέβαιη και εκκαθαρισμένη χρηματική απαίτηση του οφειλέτη κατά του Δημοσίου, η οποία αποδεικνύεται με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή δημόσιο έγγραφο, συμψηφίζεται με βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο.2Ο συμψηφισμός προτείνεται με δήλωση του οφειλέτη που υποβάλλεται στην υπηρεσία της ΑΑΔΕ, η οποία είναι αρμόδια για την είσπραξη του χρέους. Ο συμψηφισμός μπορεί να ενεργείται και αυτεπάγγελτα, με πράξη του Διοικητή της ΑΑΔΕ, εφόσον από τα υπάρχοντα στοιχεία αποδεικνύεται η απαίτηση του οφειλέτη. Απαίτηση του Δημοσίου παραγεγραμμένη αντιτάσσεται σε συμψηφισμό για μια τριετία από τη συμπλήρωση της παραγραφής. Η δήλωση του οφειλέτη για συμψηφισμό της απαίτησης κατά του Δημοσίου ή το έγγραφο του Διοικητή της ΑΑΔΕ για αυτεπάγγελτο συμψηφισμό κοινοποιείται στην εκκαθαρίζουσα την απαίτηση υπηρεσία, η οποία υποχρεούται σε άμεση απόδοση του συμψηφισθέντος ποσού [..]».

ΣτΕ 63/2023

«[…] 4. Επειδή, η Οδηγία 90/435/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρείες διαφορετικών κρατών μελών (EE. L 225), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, όριζε στο άρθρο 1 παρ. 1 αυτής ότι: «Κάθε κράτος μέλος εφαρμόζει την παρούσα οδηγία: … – στις διανομές κερδών που πραγματοποιούνται από τις εταιρείες αυτού του κράτους προς εταιρείες άλλων κρατών μελών, των οποίων είναι θυγατρικές» και στο άρθρο 2 ότι: «Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, με τον όρο “εταιρεία κράτους μέλους” νοείται κάθε εταιρεία α) η οποία έχει περιβληθεί ένα από τους νομικούς τύπους τους απαριθμούμενους στο Παράρτημα – β) η οποία, βάσει της φορολογικής νομοθεσίας ενός κράτους μέλους, θεωρείται ότι έχει φορολογική κατοικία στο κράτος αυτό και η οποία δεν θεωρείται ότι έχει φορολογική κατοικία εκτός Κοινότητας, δυνάμει συμβάσεως με τρίτο κράτος σχετικής με τη διπλή φορολογία – γ) η οποία, επιπλέον, υπόκειται σε έναν από τους παρακάτω φόρους χωρίς δυνατότητα επιλογής και χωρίς να απαλλάσσεται η ίδια: …. – φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων κερδοσκοπικού χαρακτήρα στην Ελλάδα, …», στο δε Παράρτημα της Οδηγίας “Πίνακας των εταιρειών που αναφέρονται στο άρθρο 2 παρ. 1 στοιχείο α)” περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι εταιρείες του γερμανικού δικαίου που αποκαλούνται “Aktiengesellschaft”, “Kommandtgesellschaft auf Aktien”, “”gesselschaft mit beschrankter Haftung” και “bergrechtliche Gewerkschaft” (περ. γ), «η “ανώνυμη εταιρεία” του ελληνικού δικαίου» (περ. δ). Περαιτέρω, η Οδηγία όριζε στο άρθρο 3 παρ. 1 ότι: «Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας: α) η ιδιότης της μητρικής εταιρείας αναγνωρίζεται τουλάχιστον σε κάθε εταιρεία ενός κράτους μέλους η οποία συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις του άρθρου 2 και συμμετέχει κατά 25% τουλάχιστον στο κεφάλαιο μιας εταιρείας άλλου κράτους μέλους που συγκεντρώνει τις ίδιες προϋποθέσεις – β) ως θυγατρική εταιρεία νοείται η εταιρεία στο κεφάλαιο της οποίας υφίσταται η κατά το στοιχείο α) συμμετοχή», στο άρθρο 5 ότι: «1. Τα κέρδη τα οποία η θυγατρική εταιρεία καταβάλλει κατά τη διανομή στη μητρική εταιρεία απαλλάσσονται από την παρακράτηση του φόρου στην πηγή, εφόσον η μητρική εταιρεία συμμετέχει κατά 25% τουλάχιστον στο κεφάλαιο της θυγατρικής. 2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, η Ελληνική Δημοκρατία μπορεί να παρακρατεί στην πηγή το φόρο επί των διανεμομένων κερδών τα οποία καταβάλλονται σε μητρικές εταιρείες άλλων κρατών μελών, επί όσο διάστημα η χώρα αυτή δεν επιβάλλει φόρο εταιρειών επί των διανεμομένων κερδών» και στο άρθρο 7 παρ. 1 ότι: «Ο όρος «παρακράτηση στην πηγή» όπως χρησιμοποιείται στην παρούσα οδηγία δεν περιλαμβάνει την προκαταβολή (précomte) του φόρου επί των εταιρειών στο κράτος μέλος στο οποίο ευρίσκεται η θυγατρική, η οποία προκαταβολή πραγματοποιείται σε συνδυασμό με τη διανομή κερδών στη μητρική εταιρεία». Η εν λόγω Οδηγία ενσωματώθηκε στο εσωτερικό δίκαιο με τα άρθρα 8α έως και 11 του ν. 2578/1998 (Α΄ 30), ορισθέντος, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 10 παρ. 4 ότι «Οι ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες δεν προβαίνουν σε παρακράτηση φόρου επί των κερδών που διανέμουν προς τις εταιρίες άλλων Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των οποίων είναι θυγατρικές».

5. Επειδή, η ανωτέρω Οδηγία 90/435/EOK όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την τρίτη αιτιολογική σκέψη της, αποσκοπεί, με την θέσπιση ενός κοινού φορολογικού καθεστώτος, στην εξάλειψη κάθε δυσμενούς μεταχειρίσεως της συνεργασίας μεταξύ εταιριών διαφορετικών κρατών μελών σε σχέση με την συνεργασία μεταξύ εταιριών του ιδίου κράτους μέλους και, με τον τρόπο αυτόν, στη διευκόλυνση των συνενώσεων εταιριών σε κοινοτική κλίμακα. Στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου να αποφευχθεί η διπλή φορολογία, το άρθρο 5 παρ. 1 της Οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη να μην προβαίνουν σε παρακράτηση φόρου στην πηγή επί των κερδών που διανέμονται από ημεδαπή θυγατρική σε μητρική εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, όταν η τελευταία αυτή συμμετέχει κατά 25% τουλάχιστον στο κεφάλαιο της θυγατρικής της (βλ. αποφάσεις του ΔΕΚ της 17ης Οκτωβρίου 1996, C-283/94, C-291/94 και C-292/94, Denkavit κ.λπ., σκ. 22· της 8ης Ιουνίου 2000, C-375/98, Epson Europe, σκ. 20· της 4ης Οκτωβρίου 2001, C-294/99, Αθηναϊκή Ζυθοποιία, σκ. 25· της 25ης Σεπτεμβρίου 2003, C-58/01, Océ van der Grinten ΒV, σκ.45, και της 12ης Δεκεμβρίου 2006, C-446/04, Test Claimants in the FII Group Litigation, σκ. 103). Συναφώς, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως έχει κρίνει ότι συνιστά παρακράτηση φόρου στην πηγή κάθε φόρος επί των εισοδημάτων που πραγματοποιούνται στο κράτος στο οποίο διανέμονται τα μερίσματα και γενεσιουργός αιτία του οποίου είναι η καταβολή μερισμάτων ή οποιασδήποτε άλλης μορφής αποδόσεως των τίτλων, εφόσον βάση υπολογισμού του φόρου αυτού είναι η απόδοσή τους και υποκείμενος στον φόρο είναι ο κάτοχος των τίτλων αυτών (προαναφερθείσες αποφάσεις Epson Europe BV, σκ. 23· Océ van der Grinten ΝV, σκ. 47, Αθηναϊκή Ζυθοποιία, σκ. 28 και 29, καθώς και Test Claimants in the FΙΙ Group Litigation, σκ. 108). Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι, προκειμένου να μπορεί φόρος να χαρακτηρισθεί ως παρακράτηση στην πηγή, κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες, πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς τρία κριτήρια. Συγκεκριμένα, πρώτον, ο φόρος πρέπει να επιβάλλεται στο κράτος στο οποίο διανέμονται τα μερίσματα και η γενεσιουργός του αιτία πρέπει να είναι η καταβολή μερισμάτων ή οποιασδήποτε άλλης μορφής αποδόσεως των τίτλων, δεύτερον, βάση επιβολής του φόρου να είναι η απόδοση των τίτλων και, τρίτον, ο υποκείμενος στον φόρο να είναι ο κάτοχος των τίτλων αυτών (βλ. και αποφάσεις της 26ης Ιουνίου 2008, Burda, C-284/06, σκ. 52-64· της 24ης Ιουνίου 2010, P. Ferrero e C. SpA και General Beverage Europe BV, C-338/08 και C-339/08, σκ. 26· της 17ης Μαΐου 2017, C-68/15, Χ κατά Ministerraad, σκ. 62-64). Ως εκ τούτου, όταν υποκείμενος στον φόρο δεν είναι ο κάτοχος των τίτλων, αλλά η διανέμουσα το μέρισμα εταιρία, τότε η τρίτη ως άνω προϋπόθεση δεν πληρούται, απορριπτομένης της επιχειρηματολογίας, σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να προτιμηθεί προσέγγιση στηριζομένη σε οικονομικές εκτιμήσεις, δοθέντος ότι το Δικαστήριο ήδη με την προαναφερθείσα απόφασή του στην υπόθεση Burda (σκ. 58-62) απέρριψε μια τέτοια προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία κρίσιμο είναι το αποτέλεσμα που έχει η φορολόγηση της θυγατρικής εταιρίας για την μητρική της, προσέγγιση που είχε υιοθετηθεί στην απόφαση της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας, συνεχίζει δε σταθερά, όπως προκύπτει από την μεταγενέστερη της αποφάσεως αυτής νομολογία του, να θεωρεί ως προϋπόθεση της εννοίας της «παρακράτησης στην πηγή» στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 5 παρ. 1 της οδηγίας 90/435 την προϋπόθεση ο υποκείμενος στον φόρο να είναι ο κάτοχος των τίτλων (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Χ κατά Ministerraad, σκ. 65-66).

6. Επειδή, κατά τον χρόνο που εκδόθηκε η ως άνω Οδηγία, στο εσωτερικό δίκαιο ίσχυε αναφορικά με την φορολόγηση των ανωνύμων εταιριών το σύστημα του ν.δ. 3843/1958, δυνάμει του οποίου τα μεν μη διανεμόμενα κέρδη της ανώνυμης εταιρίας εφορολογούντο στο όνομά της, ενώ τα διανεμόμενα (μερίσματα, αμοιβές μελών διοικητικού συμβουλίου κ.λπ.) εφορολογούντο στο όνομα των δικαιούχων (μετόχων, συμβούλων κ.λπ.), κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του ν.δ. 3843/1958 (Α΄ 148), σύστημα στο οποίο άλλωστε αναφέρεται η προπαρατεθείσα παράγραφος 2 του άρθρου 5 της οδηγίας επιτρέποντας στην Ελληνική Δημοκρατία να παρακρατεί στην πηγή το φόρο επί των διανεμομένων κερδών τα οποία καταβάλλονται σε μητρικές εταιρίες άλλων κρατών μελών επί όσο διάστημα η Ελλάδα δεν επιβάλλει φόρο εταιριών επί των διανεμομένων κερδών. Όμως, το έτος 1992 με το ν. 2065/1992 (Α΄ 113) επήλθε σημαντική αλλαγή στο φορολογικό αυτό σύστημα. Ειδικότερα, με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 2065/1992 ορίσθηκε ότι στις ημεδαπές γενικά ανώνυμες εταιρίες, με εξαίρεση τις τραπεζικές και ασφαλιστικές εταιρίες, αντικείμενο της φορολογίας είναι πλέον το συνολικό καθαρό εισόδημα ή κέρδος που προκύπτει στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή, τα δε διανεμόμενα κέρδη λαμβάνονται από το υπόλοιπο των κερδών, που απομένει μετά την αφαίρεση του αναλογούντος φόρου εισοδήματος. Περαιτέρω, με την παρ. 1 του άρθρου 18 του ν. 2166/1993 (Α΄ 137) ορίσθηκε ότι «Επίσης, επί ημεδαπών ανωνύμων εταιριών, οι οποίες απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος βάσει ειδικών διατάξεων νόμων, αντικείμενο φόρου είναι τα κεφαλαιοποιούμενα ή διανεμόμενα με οποιαδήποτε μορφή κέρδη, μετά την αναγωγή αυτών σε μικτό ποσό με την προσθήκη του αναλογούντος σε αυτά φόρου εισοδήματος. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν ανάλογη εφαρμογή και σε οποιαδήποτε περίπτωση κεφαλαιοποίησης ή διανομής κερδών για τα οποία δεν έχει καταβληθεί φόρος εισοδήματος». Οι ανωτέρω διατάξεις των νόμων 2065/1992 και 2166/1993 κωδικοποιήθηκαν στο άρθρο 99 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (στο εξής Κ.Φ.Ε.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2238/1994 (Α΄ 151). Εξάλλου, με το άρθρο 16 παρ. 4 του προαναφερθέντος ν. 2065/1992 προσετέθη άρθρο 8α στο ν.δ. 3843/1958, οι διατάξεις του οποίου, όπως αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 18 παρ. 3, 4 και 7 του ν. 2166/1993 και αντικαταστάθηκε, κατά τις παραγράφους 4 και 5 αυτού, με το άρθρο 23 παρ. 2 και 3 του ν. 2214/1994 (A΄ 75), κωδικοποιήθηκαν στο άρθρο 106 του νέου Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ως εξής: «1. Όταν μεταξύ των εισοδημάτων των νομικών προσώπων της παρ. 1 του άρθρου 101 του παρόντος συμπεριλαμβάνονται και μερίσματα ή κέρδη από συμμετοχή σε άλλες εταιρείες των οποίων τα κέρδη έχουν φορολογηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος ή του άρθρου 10, τα εισοδήματα αυτά αφαιρούνται από τα συνολικά καθαρά κέρδη προκειμένου υπολογισμού των φορολογητέων κερδών του νομικού προσώπου. Σε περίπτωση όμως που στα καθαρά κέρδη ημεδαπής ανώνυμης εταιρείας, … συμπεριλαμβάνονται, εκτός από τα μερίσματα και τα κέρδη από συμμετοχή σε άλλες εταιρείες, που αναφέρονται πιο πάνω, και εισοδήματα φορολογηθέντα κατά ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης ή αφορολόγητα έσοδα και περαιτέρω λαμβάνει χώρα διανομή κερδών, για τον προσδιορισμό των διανεμόμενων κερδών που αναλογούν στα εισοδήματα που προβλέπουν οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου, λαμβάνονται τα συνολικά καθαρά κέρδη, που προκύπτουν από τους ισολογισμούς των νομικών αυτών προσώπων. 2. Αν στα καθαρά κέρδη, που προκύπτουν από ισολογισμούς … ημεδαπών ανώνυμων εταιρειών, πλην τραπεζικών και ασφαλιστικών, συμπεριλαμβάνονται και έσοδα αφορολόγητα, για τον προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών του νομικού προσώπου προστίθεται σε αυτά το μέρος των αφορολόγητων εσόδων που αναλογεί στα διανεμόμενα κέρδη με οποιαδήποτε μορφή, μετά την αναγωγή του εξευρισκόμενου αυτού ποσού σε μικτό ποσό με την προσθήκη του αναλογούντος σε αυτό φόρου. … 3. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται ανάλογα και επί διανομής κερδών από … ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες, πλην τραπεζικών και ασφαλιστικών, … στα κέρδη των οποίων περιλαμβάνονται και κέρδη προσδιορισθέντα ή φορολογηθέντα κατά ειδικό τρόπο επ’ ονόματί τους. 4. Αφορολόγητα αποθεματικά ανώνυμων εταιρειών … ανεξάρτητα του χρόνου σχηματισμού τους, διανεμόμενα ή κεφαλαιοποιούμενα οποτεδήποτε, φορολογούνται κατά το χρόνο της διανομής ή κεφαλαιοποίησης με βάση τις διατάξεις του παρόντος στο όνομα του νομικού προσώπου, μετά την αναγωγή αυτών σε μικτό ποσό με την προσθήκη του αναλογούντος φόρου. Τα ως άνω διανεμόμενα ή κεφαλαιοποιούμενα αποθεματικά φορολογούνται αυτοτελώς, μη συναθροιζομένων των ποσών αυτών με το προκύπτον αποτέλεσμα του ισολογισμού, κατά το χρόνο που γίνεται η διανομή ή κεφαλαιοποίηση. Προς τούτο, το νομικό πρόσωπο υποχρεούται να υποβάλλει δήλωση του άρθρου 107 μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου μήνα από το μήνα που λαμβάνεται η απόφαση από το αρμόδιο όργανο για διανομή η κεφαλαιοποίηση των αποθεματικών. … Με την καταβολή του ως άνω φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για τα διανεμόμενα ή κεφαλαιοποιούμενα αποθεματικά. … 5.… ».

7. Επειδή, όπως συνάγεται από τα ανωτέρω εκτεθέντα, βάσει της προπαρατεθείσης διατάξεως της παραγράφου 4 του άρθρου 106 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994) υπάγονται σε φόρο εισοδήματος στο όνομα του νομικού προσώπου και κατά τον χρόνο της διανομής τους τα αφορολόγητα αποθεματικά ανώνυμης εταιρίας, ήτοι έσοδα της ανώνυμης εταιρίας προερχόμενα από την δραστηριότητά της, τα οποία δεν περιελήφθησαν κατά την οικεία χρήση στο τελικό φορολογητέο εισόδημά της δυνάμει ειδικών φορολογικών ρυθμίσεων. Πρόκειται, δηλαδή, για φορολόγηση εισοδήματος του νομικού προσώπου της διανέμουσας ανώνυμης εταιρίας και όχι του προσώπου του δικαιούχου που εισπράττει τα διανεμόμενα μερίσματα. Συνεπώς, η ως άνω διάταξη δεν θεσπίζει παρακράτηση στην πηγή κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 5 της Οδηγίας 90/435/ΕΟΚ, σύμφωνα με την πάγια επ’ αυτής προπαρατεθείσα νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. και ΣτΕ 3387-3389/2015, 1147-1149/2019).

8. Επειδή, όπως δέχεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσείουσα ημεδαπή ανώνυμη εταιρία εδρεύουσα στο Βασιλικό Χαλκίδας, με αντικείμενο εργασιών την παραγωγή ηλεκτρολογικού υλικού είναι θυγατρική της SIEMENS A.G. όμοιας εταιρίας, κατά την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ, η οποία εδρεύει στο Μόναχο Γερμανίας και η οποία κατείχε ποσοστό 61,03% του μετοχικού κεφαλαίου της αναιρεσείουσας. Με την 2/15-7-2002 δήλωση της αναιρεσείουσας φόρου εισοδήματος διαχειριστικής περιόδου 1-10-2001 έως 30-9-2002 που υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ. Χαλκίδας δήλωσε ως φορολογητέα κέρδη για τη χρήση αυτή το ποσό των 5.416.306,63 ευρώ, στα οποία αναλογούσε φόρος 1.895.707,21 ευρώ, ο οποίος, μετά την αφαίρεση του παρακρατηθέντος φόρου που αναλογούσε στα μικτά διανεμόμενα ή κεφαλοποιούμενα εισοδήματα φορολογούμενα κατ’ ειδικό τρόπο, ύψους 192.415,14 ευρώ, ανήλθε στο ποσό του 1.703.292,07 ευρώ, που καταβλήθηκε, τελικώς, από την αναιρεσείουσα με το 40795/15-7-2002 διπλότυπο είσπραξης. Στο ως άνω φορολογητέο εισόδημα, ύψους 5.416.306,63 ευρώ, περιλαμβάνεται και ποσό, ύψους 3.305.571,72 ευρώ, που αντιστοιχεί σε αφορολόγητα έσοδα και έσοδα τα οποία είχαν φορολογηθεί κατ’ ειδικό τρόπο και, ειδικότερα, σε αποθεματικά διάφορων αναπτυξιακών νόμων, τα οποία είχαν συμπεριληφθεί κατά ποσοστό 61,03% στο φορολογητέο εισόδημα της αναιρεσείουσας, λόγω της διανομής κερδών της στην ως άνω μητρική της, τη γερμανική εταιρία (SIEMENS A.G.). Στη συνέχεια, με την από 24-12-2002 τροποποιητική δήλωσή της για την ίδια διαχειριστική περίοδο η αναιρεσείουσα δήλωσε ως φορολογητέα κέρδη το ποσό των 2.110.734,57 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο ως άνω μνημονευόμενο φορολογητέο ποσό συνολικού ύψους 5.416.306,63 ευρώ, μείον το ποσό των 3.305.571,72 ευρώ, για το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς της, δεν υφίσταται φορολογική της υποχρέωση. Συγχρόνως δε υπέβαλε στην ανωτέρω Δ.Ο.Υ. την 35418/24-12-2002 αίτηση, με την οποία, ανακαλώντας εν μέρει την αρχική δήλωσή της, ζήτησε τη μη υπαγωγή σε φόρο εισοδήματος του εν λόγω ποσού (3.305.571,73 ευρώ), το οποίο, κατά τα προαναφερθέντα, αντιστοιχεί στα παραπάνω αποθεματικά της, διαχειριστικής περιόδου 1-10-2001 έως 30-9-2002, και την επιστροφή του ποσού του φόρου που, κατά τους ισχυρισμούς της, καταβλήθηκε αχρεωστήτως, ύψους 1.039.519,15 ευρώ. Τούτο δε, κατά τα υποστηριχθέντα από την αναιρεσείουσα, διότι οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 106 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος – με τις οποίες επιβάλλεται φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων στα αφορολόγητα έσοδα και στα έσοδα ανώνυμης εταιρίας που είχαν φορολογηθεί κατά ειδικό τρόπο, όταν η εταιρία αυτή διανέμει κέρδη στους μετόχους της- αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 της 90/435/ΕΟΚ οδηγίας του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, αφού, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, τα κέρδη τα οποία η θυγατρική εταιρία καταβάλει κατά τη διανομή στη μητρική εταιρία, που εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαλλάσσονται από την παρακράτηση του φόρου στην πηγή. Ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Χαλκίδας όμως, δεν απάντησε στην παραπάνω ανακλητική-τροποποιητική δήλωση της αναιρεσείουσας, η οποία, ως εκ τούτου, θεωρείται ότι απορρίφθηκε σιωπηρώς. Με προσφυγή που άσκησε η αναιρεσείουσα κατά της σιωπηράς απορρίψεως της ανακλητικής της δηλώσεως επανέλαβε τα όσα είχε υποστηρίξει με την ως άνω ανακλητική της δήλωση, αμφισβήτησε τη νομιμότητα της ως άνω σιωπηράς απορρίψεως και, επιπλέον, ζήτησε να της επιστραφεί ποσό, ύψους 1.039.419,15 ευρώ, που αντιστοιχεί στον καταβληθέντα από την ίδια φόρο εισοδήματος, που αφορά τα ανωτέρω δηλωθέντα από αυτήν για την παραπάνω διαχειριστική περίοδο αφορολόγητα αποθεματικά, τον οποίο αχρεωστήτως, κατά την άποψή της, είχε καταβάλει. Ειδικότερα, με την προσφυγή της η αναιρεσείουσα είχε προβάλλει ότι, εφόσον για τη μητρική εταιρία συντρέχουν οι προϋποθέσεις απαλλαγής από την παρακράτηση στην πηγή, σύμφωνα με την οδηγία 90/435/ΕΟΚ του Συμβουλίου, το 61% των αποθεματικών, που η ίδια ως θυγατρική εταιρία διέμεινε στη μητρική της, δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, γιατί αντιστοιχεί στο ποσοστό συμμετοχής της μητρικής της εταιρίας επί αυτών και συνεπώς καταβλήθηκε αχρεωστήτως. Το Δημόσιο, με την έκθεση των απόψεών του επί των λόγων της προσφυγής, ισχυρίστηκε ότι νομίμως απορρίφθηκε η ανακλητική δήλωση της αναιρεσείουσας, για το λόγο ότι ο τρόπος φορολόγησης των διανεμόμενων κερδών, που προβλέπουν οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 106 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, είναι σύμφωνος με το γράμμα και το σκοπό της παραπάνω κοινοτικής Οδηγίας και δεν έχει καμία σχέση με την παρακράτηση φόρου, που απαγορεύει η οδηγία αυτή. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το δικάσαν διοικητικό εφετείο ακολουθώντας νομολογία του ΔΕΕ (C-284/06 της 26 Ιουνίου 2008, Burda, C-338/08 και 339/08 της 24- Ιουνίου 2010, P. Ferrero e C. SpA και General Beverage Europe BV), αλλά και του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 3389/2015), έκρινε ότι εν προκειμένω η κατ’ άρθρο 106 παρ. 4 του Κ.Φ.Ε. φορολόγηση των αφορολόγητων αποθεματικών της ημεδαπής θυγατρικής ανώνυμης εταιρείας, τα οποία σχηματίσθηκαν, σύμφωνα με τις διατάξεις των αν.ν. 147/1967, αν.ν. 148/1967, ν.δ. 1078/1971 και ν. 1262/1982, από κέρδη προερχόμενα από τη δραστηριότητα της ανώνυμης εταιρείας, πλην η υπαγωγή τους σε φόρο εξαρτήθηκε, σύμφωνα με ρητή πρόβλεψη των εν λόγω νομοθετημάτων, από μελλοντικό γεγονός, εκείνο, μεταξύ άλλων, της διανομής τους συνιστά φορολόγηση εισοδήματος του νομικού προσώπου της ημεδαπής θυγατρικής ανώνυμης εταιρείας και όχι φορολόγηση της μητρικής εταιρείας και, συνεπώς, δεν συνιστά παρακράτηση στην πηγή κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 5 της οδηγίας 90/435.

9. Επειδή, με το εισαγωγικό δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως προβάλλεται ότι η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως περί του ότι νομίμως επιβάλλεται φόρος εισοδήματος επί του συνόλου των αφορολόγητων και ειδικώς φορολογηθέντων αποθεματικών της αναιρεσείουσας, τα οποία δηλώθηκαν κατά τη διανομή τους προς φορολόγηση, στο οποίο περιλαμβάνεται και ποσό αυτών που διανεμήθηκαν στη μητρική της αναιρεσείουσας γερμανική εταιρία που αντιστοιχεί στο ποσοστό συμμετοχής της πρώτης στο κεφάλαιο της δεύτερης (61,03%), παραβιάζει τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 της Οδηγίας του Συμβουλίου 90/435/ΕΟΚ, η οποία ρητώς απαγορεύει την παρακράτηση φόρου στην πηγή για τη μητρική εταιρία. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα εταιρία ισχυρίζεται ότι το δικάσαν διοικητικό εφετείο όφειλε αφενός να θεωρήσει ότι η αναιρεσείουσα από νομική πλάνη δήλωσε αρχικώς το συνολικό ποσό των αποθεματικών αυτών ως φορολογητέων αφετέρου να δεχθεί την σιωπηρώς απορριφθείσα ανακλητική της δήλωση κατά το ποσό των 3.305.571,72 ευρώ που αντιστοιχεί στο ποσοστό (61,03%) συμμετοχής της μητρικής εταιρείας επί των ως άνω αποθεματικών. Κατά τα προβαλλόμενα, με το λόγο αναιρέσεως τίθεται το νομικό ζήτημα εάν η φορολόγηση στο πρόσωπο θυγατρικής-ημεδαπής ανώνυμης εταιρείας, η οποία διανέμει σχηματισθέντα αφορολόγητα αποθεματικά στη μητρική αυτής εταιρεία, που εδρεύει σε κράτος μέλος της Ε.Ε., συνιστά ανεπίτρεπτη “παρακράτηση φόρου στην πηγή”, κατά την έννοια του άρθρου 5 παρ. 1 της Οδηγίας του Συμβουλίου 90/435/ΕΟΚ. Προς θεμελίωση του παραδεκτού της κρινόμενης αίτησης προβάλλεται καθ’ ερμηνεία του αναιρετηρίου αντίθεση της κρίσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στην 1580/2002 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία ακολουθώντας την απόφαση του ΔΕΚ, C-294/99 της 4-10-2001, Αθηναϊκή Ζυθοποιία, είχε κρίνει ότι η σύμφωνα με το άρθρο 106 παρ. 2 και 3 του Κ.Φ.Ε. η φορολόγηση στο πρόσωπο θυγατρικής – ημεδαπής ανώνυμης εταιρείας αφορολόγητων ή φορολογηθέντων κατ΄ ειδικό τρόπο κερδών, τα οποία αυτή διανέμει σε μητρική εταιρεία που εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος τη Ε.Ε., αντιτίθεται στο άρθρο 5 παρ. 1 της ως άνω Οδηγίας. Εξάλλου, στο αναιρετήριο παραλλήλως διαλαμβάνεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στοιχεί προς τα κριθέντα με την 3389/2015 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

10. Eπειδή, ενόψει των γενομένων δεκτών στη σκέψη 7, η παρατεθείσα στη σκέψη 8 κρίση της αναιρεσιβαλλομένης περί του ότι ο οφειλόμενος κατ’ εφαρμογή της διατάξεως της παρ. 4 του άρθρου 106 του Κ.Φ.Ε. φόρος επί διανομής αφορολογήτων αποθεματικών βαρύνει το νομικό πρόσωπο (ανώνυμη εταιρία κλπ.) που τα διανέμει (και άρα όχι την αλλοδαπή μητρική, δικαιούχο των μερισμάτων που τα εισπράττει), είναι νόμιμη. Ο δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενος από την αναιρεσείουσα με το εισαγωγικό δικόγραφο λόγος αναιρέσεως, έτσι όπως το περιεχόμενο αυτού αναπτύσσεται με τα από 14-5-2021 και 11-11-2022 υπομνήματα, είναι εν πάση περιπτώσει απορριπτέος ως αβάσιμος, ανεξαρτήτως της παραδεκτής προβολής αυτού.

11. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της».

Φόρος εισοδήματος σε αποτελεσματικοποιούμενα αποθεματικά

◗ Ι. Εισαγωγή

Με τη με αριθμό 63/2023 απόφασή του, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε επί του ζητήματος της παρακράτησης φόρου στην πηγή επί των κερδών που διανέμονται από ημεδαπή θυγατρική σε μητρική εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, όταν η τελευταία αυτή συμμετέχει κατά 25% τουλάχιστον στο κεφάλαιο της θυγατρικής. Ειδικότερα, η απόφαση αυτή του αναιρετικού δικαστηρίου επέλυσε οριστικά το νομικό ζήτημα που είχε ανακύψει και αφορούσε στο εάν η επιβολή φόρου εισοδήματος στο πρόσωπο θυγατρικής (ημεδαπής) ανώνυμης εταιρείας, η οποία διανέμει σχηματισθέντα αφορολόγητα αποθεματικά στη μητρική αυτής εταιρεία, που εδρεύει σε κράτος μέλος της Ε.Ε., συνιστά ή όχι ανεπίτρεπτη «παρακράτηση φόρου στην πηγή», κατά την έννοια του άρθρου 5 παρ. 1 της Οδηγίας του Συμβουλίου 90/435/ΕΟΚ.

◗ ΙΙ. Ισχύουσα νομοθεσία

Προκειμένου να μπορεί φόρος να χαρακτηρισθεί ως παρακράτηση στην πηγή, κατά την έννοια του άρθρου 5 της Οδηγίας 90/435/EOK, το οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα άρθρα 8α έως 11 του Νόμου 2578/1998, για τις
μητρικές και τις θυγατρικές εταιρίες, πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς τρία κριτήρια:

(α) Πρώτον, ο φόρος πρέπει να επιβάλλεται στο κράτος στο οποίο διανέμονται τα μερίσματα και η γενεσιουργός του αιτία πρέπει να είναι η καταβολή μερισμάτων ή οποιασδήποτε άλλης μορφής αποδόσεως των τίτλων.

(β) Δεύτερον, βάση επιβολής του φόρου πρέπει να είναι η απόδοση των τίτλων (καρπός).

(γ) Και τρίτον, ο υποκείμενος στο φόρο να είναι κάτοχος των τίτλων αυτών, δηλαδή να λαμβάνει μέρισμα από τους τίτλους. Ως εκ τούτου, όταν υποκείμενος στον φόρο δεν είναι ο κάτοχος των τίτλων, αλλά η διανέμουσα το μέρισμα εταιρία, όπως συντρέχει στην επίμαχη περίπτωση, τότε η τρίτη ως άνω προϋπόθεση δεν πληρούται, απορριπτομένης της επιχειρηματολογίας, σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να προτιμηθεί προσέγγιση στηριζομένη στην ευρεία οικονομική εκτίμηση[1]. Άλλωστε το κριτήριο της κατοχής των τίτλων για την πλήρωση της έννοιας της παρακράτησης παγιώνεται νομολογιακά και από το ΔΕΕ[2].

 
Περαιτέρω, δυνάμει της διατάξεως της παραγράφου 4 του άρθρου 106 του Νόμου 2238/1994 (εφεξής ΚΦΕ) υπάγονται σε φόρο εισοδήματος στο όνομα του νομικού προσώπου και κατά τον χρόνο της διανομής τους, τα αφορολόγητα αποθεματικά ανώνυμης εταιρίας, ήτοι έσοδα της ανώνυμης εταιρίας προερχόμενα από τη δραστηριότητά της, τα οποία δεν περιελήφθησαν κατά την οικεία χρήση στο τελικό φορολογητέο εισόδημά της δυνάμει ειδικών φορολογικών ρυθμίσεων. Όταν δηλαδή, τα αφορολόγητα αποθεματικά διαλύονται και το ποσό του διαμορφώνει το οικονομικό αποτέλεσμα της διαχείρισης, τότε το ποσό αυτό συνιστά μέρος της φορολογικής βάσης του νομικού προσώπου, ακόμη και αν το νομικό αυτό πρόσωπο προχωρήσει ακολούθως σε διανομή μερίσματος, προερχόμενου από τα αποθεματικά αυτά που έπαψαν να υφίστανται και «αποτελεσματοποιήθηκαν».

Συνεπώς, η επιβολή φόρου εισοδήματος στο επίπεδο της θυγατρικής, κατά το άρθρο 106 παρ. 4 ΚΦΕ, δεν συνιστά (ανεπίτρεπτη) παρακράτηση στην πηγή κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 5 της Οδηγίας 90/435/ΕΟΚ, σύμφωνα με την πάγια επ’ αυτής νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρβλ. ενδεικτικά, αναφορά στις ΣτΕ 3387-3389/2015, 1147-1149/2019).

◗ ΙΙΙ. Πραγματικά περιστατικά της κρινόμενης απόφασης

 Η φορολογούμενη ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία, με αντικείμενο εργασιών την παραγωγή ηλεκτρολογικού υλικού αποτελεί θυγατρική όμοιας γερμανικής εταιρείας που εδρεύει στην αλλοδαπή. Η μητρική κατέχει ποσοστό άνω του 25% (ήτοι ποσοστό 61,03%) του μετοχικού κεφαλαίου της θυγατρικής της. Η θυγατρική εταιρεία, το έτος 2022, υπέβαλε φορολογική δήλωση για τη διαχειριστική περίοδο 1.10.2001 – 30.09.2002, στην οποία περιλαμβάνεται ποσό (3.305.571,72 €), που αντιστοιχεί σε αφορολόγητα έσοδα και έσοδα τα οποία έχουν φορολογηθεί κατ’ ειδικό τρόπο και ειδικότερα σε αποθεματικά αναπτυξιακών νόμων, τα οποία είχαν συμπεριληφθεί κατά ποσοστό 61,03% στο φορολογητέο εισόδημα της θυγατρικής, λόγω της διανομής κερδών της στη μητρική γερμανική εταιρεία.

Ως εκ τούτου, η θυγατρική εταιρεία υπέβαλε (το έτος 2002) τροποποιητική (ανακλητική της αρχικής) δήλωση για την ανωτέρω διαχειριστική περίοδο με την οποία δήλωσε ως φορολογητέο εισόδημα το ποσό της αρχικής δήλωση μείον του ανωτέρω ποσού (των 3.305.571,72€), που αντιστοιχεί σε αποθεματικά της εταιρείας, για τα οποία δεν υφίσταται σχετική φορολογική υποχρέωση (μη υπαγωγή του εν λόγω ποσού σε φόρο εισοδήματος ως αφορολόγητα έσοδα). Το ίδιο έτος δε και κατόπιν υποβολής της ανωτέρω ανακλητικής τροποποιητικής δήλωσης φόρου εισοδήματος, η εταιρεία υπέβαλε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. και σχετικό αίτημα επιστροφής του φόρου ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, με την αιτιολογία ότι τα κέρδη τα οποία η θυγατρική καταβάλλει κατά τη διανομή στη μητρική εταιρεία, που εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος (εδώ Γερμανία), απαλλάσσονται από την παρακράτηση του φόρου στην πηγή. Η ανωτέρω αίτηση επιστροφής απορρίφθηκε σιωπηρώς και η θυγατρική εταιρεία άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου, η οποία λόγω καθ΄ ύλην αναρμοδιότητας παραπέμφθηκε και εκδικάστηκε τελικώς ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου.

Με την προσφυγή της η θυγατρική εταιρεία επανέλαβε μεταξύ άλλων ότι εφόσον για τη μητρική εταιρία συντρέχουν οι προϋποθέσεις απαλλαγής από την παρακράτηση στην πηγή, σύμφωνα με την οδηγία 90/435/ΕΟΚ, το 61% των αποθεματικών, που η ίδια ως θυγατρική εταιρία διέμεινε στη μητρική της, δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος, διότι αντιστοιχεί στο ποσοστό συμμετοχής της μητρικής της εταιρίας επί αυτών και συνεπώς καταβλήθηκε αχρεωστήτως.

Η προσφυγή της εταιρείας απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι η φορολόγηση των αφορολόγητων αποθεματικών της ημεδαπής θυγατρικής εταιρείας, που σχηματίστηκαν μεν από τη δραστηριότητα της ανώνυμης εταιρείας, πλην η υπαγωγή τους στο φόρο εξαρτήθηκε από μελλοντικό γεγονός (της διανομής τους) και ως εκ τούτου συνιστά φορολόγηση εισοδήματος νομικού προσώπου της ημεδαπής θυγατρικής εταιρείας και όχι φορολόγηση της μητρικής και συνεπώς η φορολόγηση δεν συνιστά παρακράτηση στην πηγή κατά το άρθρο 5 της Οδηγίας 90/435 (η κρίση αυτή ερείδεται στη με αριθμό C-284/06 της 26 Ιουνίου 2008, Burda, C-338/08 και 339/08 της 24- Ιουνίου 2010, P. Ferrero e C. SpA και General Beverage Europe BV και ΣτΕ 3389/2015). 

Κατά της απόφασης αυτής του Δευτεροβάθμιου Διοικητικού Δικαστηρίου, η ημεδαπή θυγατρική εταιρεία άσκησε αίτηση αναίρεσης, η οποία απορρίφθηκε στο σύνολό της με την αιτιολογία ότι ο οφειλόμενος κατ’ εφαρμογή της διατάξεως της παρ. 4 του άρθρου 106 του Κ.Φ.Ε. φόρος επί διανομής αφορολογήτων αποθεματικών βαρύνει το νομικό πρόσωπο που τα διανέμει (ημεδαπή θυγατρική ανώνυμη εταιρία) και άρα όχι την αλλοδαπή μητρική, δικαιούχο των μερισμάτων που τα εισπράττει.

◗ IV. Συμπέρασμα

Βάσει της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 106 παρ. 4 πΚΦΕ, υπάγονται σε φόρο εισοδήματος στο όνομα του νομικού προσώπου και κατά τον χρόνο της διανομής τους τα αφορολόγητα αποθεματικά ανώνυμης εταιρίας, ήτοι έσοδα της ανώνυμης εταιρίας προερχόμενα από την δραστηριότητά της, τα οποία δεν περιελήφθησαν κατά την οικεία χρήση στο τελικό φορολογητέο εισόδημά της αλλά με τη δημιουργία αφορολόγητου αποθεματικού αναβλήθηκε η οικεία φορολογική υποχρέωση, δυνάμει ειδικών φορολογικών ρυθμίσεων. Πρόκειται, δηλαδή, για φορολόγηση εισοδήματος του νομικού προσώπου της διανέμουσας ανώνυμης εταιρίας (θυγατρικής ημεδαπής) και όχι του προσώπου του δικαιούχου που εισπράττει τα διανεμόμενα μερίσματα (μητρικής αλλοδαπής).


Συνεπώς, η ως άνω διάταξη δεν θεσπίζει παρακράτηση στην πηγή κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 5 της Οδηγίας 90/435/ΕΟΚ, σύμφωνα με την πάγια επ’ αυτής νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και τούτο, διότι υποκείμενη στον φόρο δεν είναι ο κάτοχος των τίτλων (ήτοι, η αλλοδαπή μητρική εταιρεία), αλλά η διανέμουσα το μέρισμα εταιρία και ως εκ τούτου η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 5 της ανωτέρω Οδηγίας δεν πληρούται.


1 Για το εν λόγω ζήτημα, βλ. και ΔΕΕ, υπόθεση Burda, C-284/2006, σκ. 52-64.

2Βλ. απόφαση ΔΕΕ C-294/1999, υπόθεση Αθηναϊκής Ζυθοποιίας, σκ. 25 και ΔΕΕ C-68/2015, υπόθεση Χ κατά Ministerraad, σκ. 65-66.

Η πρόταση Οδηγίας για τις εικονικές οντότητες

Στο πλαίσιο της προσπάθειας αντιμετώπισης της φοροαποφυγής, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε τον Δεκέμβριο του 2021 πρόταση Οδηγίας για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης της κατάχρησης εικονικών οντοτήτων για φορολογικούς σκοπούς και για την τροποποίηση της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ, η οποία και θα αποτελεί την 3η Οδηγία για την καταπολέμηση της φοροαποφυγής (ATAD 3). Κατά την εκτίμηση της Επιτροπής, η προτεινόμενη Οδηγία μπορεί να αποτελέσει, όπως αναφέρεται στην εισαγωγή της, «μέσο για τη βελτίωση του ισχύοντος φορολογικού συστήματος με έμφαση στη διασφάλιση δίκαιης και αποτελεσματικής φορολόγησης». Σκοπός της πρότασης είναι να καθιερώσει έναν μηχανισμό εντοπισμού των νομικών οντοτήτων που δεν έχουν ελάχιστη υπόσταση και οικονομική δραστηριότητα και, σύμφωνα με την Επιτροπή, ενέχουν τον κίνδυνο χρησιμοποίησης για αθέμιτους φορολογικούς σκοπούς, οι οποίοι στρεβλώνουν την εσωτερική αγορά. Οι πληροφορίες για τις εν λόγω οντότητες θα αποστέλονται άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη, ώστε τα κράτη μέλη  στα οποία αποκτάται εισόδημα ή στα οποία κατέχονται περιουσιακά στοιχεία και τα κράτη μέλη στα οποία κατοικούν οι μέτοχοι να εφαρμόζουν τις προβλεπόμενες φορολογικές κυρώσεις.

Σύμφωνα με το πρώτο άρθρο της, η προτεινόμενη Οδηγία καταλαμβάνει νομικές οντότητες με φορολογική κατοικία εντός της Ε.Ε. Το άρθρο 6 της Οδηγίας περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της καταρχήν σε νομικές οντότητες οι οποίες, στα δύο προηγούμενα φορολογικά έτη: (i) αποκτούσαν σχετικό (παθητικό) εισόδημα σε ποσοστό άνω του 65% των εσόδων τους, (ii) άνω του 55% της λογιστικής αξίας των στοιχείων ενεργητικού τους αφορά σε ακίνητα ή σε κινητά και τίτλους που βρίσκονται σε άλλο κράτος ή τουλάχιστον το 55% του σχετικού εισοδήματος τους αποκτήθηκε ή καταβλήθηκε διασυνοριακά, (iii) ανέθεσαν σε εξωτερικούς συνεργάτες τη διαχείριση των καθημερινών πράξεων και τη λήψη αποφάσεων σχετικά με σημαντικά καθήκοντα. Ως σχετικό εισόδημα, ορίζεται το προερχόμενο από κεφάλαιο (τόκους, μερίσματα, δικαιώματα, υπεραξίες) και γενικότερα από τίτλους και άυλα, μισθώματα, ασφαλιστικές, τραπεζικές και άλλες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες  και υπηρεσίες τις οποίες η νομική οντότητα έχει αναθέσει εξωτερικά σε άλλες συνδεδεμένες επιχειρήσεις. Ανεξαρτήτως αν πληρούνται τα ανωτέρω κριτήρια, εξαιρούνται ρητά από τις δηλωτικές και αποδεικτικές υποχρεώσεις της Οδηγίας εισηγμένες εταιρείες, ρυθμιζόμενες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (πιστωτικά ιδρύματα, επενδυτικές επιχειρήσεις, Ο.Ε.Ε., ΟΣΕΚΑ, κ.α.), επιχειρήσεις οι οποίες έχουν τουλάχιστον πέντε υπαλλήλους με πλήρη απασχόληση και εταιρείες συμμετοχών, οι οποίες είναι κάτοικοι στο ίδιο κράτος με τους τελικούς δικαιούχους τους.   

Στο μέτρο που κάποια νομική οντότητα εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου 6 της Οδηγίας, θα πρέπει, κατά το άρθρο 7, με την ετήσια φορολογική δήλωση, να συμπληρώνει ερωτηματολόγιο αναφορικά με τους προβλεπόμενους δείκτες ελάχιστης υπόστασης, οι οποίοι σχετίζονται με: (i) την υλική και λειτουργική υπόσταση της οντότητας (αν έχουν την αποκλειστική χρήση χώρου στη διάθεσή τους και αν διαθέτουν τραπεζικό λογαριασμό σε τράπεζα της Ε.Ε.), (ii) την  αυτοδύναμη και αυτόνομη διοίκηση της οντότητας (αν οι διευθυντές διαθέτουν κατάλληλα προσόντα, αν ασκούν τα καθήκοντά τους έχοντας τη φορολογική κατοικία τους στο κράτος μέλος της οντότητας ή έστω σε κοντινό κράτος, αν είναι εξουσιοδοτημένοι για τη λήψη ουσιαστικών αποφάσεων, αν χρησιμοποιούν την εν λόγω εξουσιοδότηση ενεργά και ανεξάρτητα σε τακτική βάση, αν είναι υπάλληλοι συνδεδεμένης επιχείρησης και αν διατηρούν εκτελεστικά καθήκοντα σε οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση), (iii) την ύπαρξη επαρκούς προσωπικού δυναμικού προς υποστήριξη των δραστηριοτήτων (αν η πλειονότητα των υπαλλήλων, με πλήρη απασχόληση, έχει φορολογική κατοικία στο κράτος μέλος της επιχείρησης ή σε κοντινό κράτος και αν οι υπάλληλοι διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα για την άσκηση των εμπορικών δραστηριοτήτων). Παράλληλα με τη δήλωση και το ερωτηματολόγιο, η νομική οντότητα θα πρέπει να υποβάλλει αποδεικτικά στοιχεία με πληροφορίες προς τεκμηρίωση των ανωτέρω, και συγκεκριμένα τη διεύθυνση και το είδος των χώρων της, το ποσό και το είδος των ακαθάριστων εσόδων και των επιχειρηματικών δαπανών της, το είδος των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που ασκούνται για τη παραγωγή σχετικού εισοδήματος, τον αριθμό των διοικητικών στελεχών, τα επαγγελματικά προσόντα, τις εξουσιοδοτήσεις και τον τόπο φορολογικής κατοικίας τους, τον αριθμό των υπαλλήλων με πλήρη απασχόληση, τα επαγγελματικά τους προσόντα και τον τόπο φορολογικής κατοικίας τους, τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που αποτελούν αντικείμενο εξωτερικής ανάθεσης, τον αριθμό τραπεζικού λογαριασμού της και τυχόν εντολές πρόσβασης και χρήσης ή έκδοσης οδηγιών πληρωμής, καθώς και αποδεικτικά στοιχεία της κίνησης του λογαριασμού. Η μη πλήρωση κάποιου εκ των ανωτέρω κριτηρίων (δεικτών) του ερωτηματολογίου ή η μη προσκόμιση επαρκών αποδεικτικών στοιχείων, δημιουργεί τεκμήριο σε βάρος της νομικής οντότητας για την έλλειψη ελάχιστης υπόστασης.

Όπως ορίζεται στο άρθρο 8 της Οδηγίας, το ως άνω τεκμήριο είναι μαχητό και μπορεί να ανατραπεί από τη νομική οντότητα, η οποία φέρει το βάρος να αποδείξει με στοιχεία  το εμπορικό σκεπτικό στο οποίο βασίζεται η εγκατάσταση της επιχείρησης, πληροφορίες σχετικά με το προφίλ των υπαλλήλων της, συμπεριλαμβανομένου του επιπέδου της πείρας τους, της εξουσίας λήψης αποφάσεων που διαθέτουν όσον αφορά τη συνολική οργάνωση, του ρόλου και της θέσης τους στο οργανόγραμμα, του είδους της σύμβασης εργασίας τους, των επαγγελματικών προσόντων τους και της διάρκειας της απασχόλησής τους, καθώς και απτά αποδεικτικά στοιχεία ότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικά με τη δραστηριότητα που παράγει το σχετικό εισόδημά της διεξάγεται στο κράτος μέλος της επιχείρησης. Η αρμόδια αρχή που εξετάζει τα ως άνω πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία, καλείται να αποφανθεί για την ανατροπή του τεκμηρίου, εφόσον στοιχειοθετείται ότι η επιχείρηση ασκούσε σε συνεχή βάση τον έλεγχο και αναλάμβανε τους κινδύνους των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που παρήγαγαν το σχετικό εισόδημα ή, ελλείψει εισοδήματος, των περιουσιακών στοιχείων της. Όταν το τεκμήριο ανατρέπεται επιτυχώς, η αρμόδια αρχή μπορεί να θεωρεί για τα επόμενα πέντε έτη ότι οι ίδιες συνθήκες συνεχίζουν να ισχύουν για την επιχείρηση, χωρίς να εξετάζει εκ νέου την πλήρωση των κριτηρίων και να ζητά την ανατροπή του τεκμηρίου. Σημειώνεται ότι, κατά το άρθρο 14 της Οδηγίας, εφόσον κάποια νομική οντότητα δεν συμμορφώνεται με τις δηλωτικές υποχρεώσεις του άρθρου 7 ή υποβάλλει ψευδή στοιχεία, θα υπόκειται σε διοικητική χρηματική κύρωση, υπολογιζόμενη επί του κύκλου εργασιών της, ύψους τουλάχιστον 2% για τις περιπτώσεις μη δήλωσης και 4% για τις περιπτώσεις ψευδούς. Οι πληροφορίες των εταιρειών χωρίς ελάχιστη υπόσταση  αποστέλλονται άμεσα μέσω αυτόματης ανταλλαγής στις αρμόδιες αρχές όλων των  κρατών μελών.

Οι λοιπές κυρώσεις που προβλέπει το Σχέδιο της Οδηγίας για τις νομικές οντότητες χωρίς  ελάχιστη υπόσταση και τους πραγματικούς δικαιούχους τους είναι εξαιρετικά δυσμενείς. Η νομική οντότητα δεν λαμβάνει πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας προκειμένου να αιτείται την εφαρμογή των Οδηγιών 2011/96/ΕΕ και 2003/49/ΕΚ, των Συμβάσεων Αποφυγής Διπλής Φορολογίας και λοιπών διεθνών συμβάσεων και τα  κράτη-μέλη στα οποία αποκτά εισόδημα ή κατέχει περιουσιακά στοιχεία δεν εφαρμόζουν τις σχετικές διατάξεις. Περαιτέρω, το κράτος κατοικίας του μετόχου αποδίδει τα σχετικά έσοδα της νομικής οντότητας απευθείας σε αυτόν και τα υπάγει σε φόρο κατά το εθνικό δίκαιο, αφαιρώντας τυχόν φόρους που καταβλήθηκαν στο κράτος κατοικίας της οντότητας για το εν λόγω εισόδημα, κατά παρέκκλιση των διατάξεων τυχόν ισχύουσας συμφωνίας μεταξύ των δύο κρατών μελών. Όσον αφορά στα περιουσιακά στοιχεία της οντότητας, το κράτος μέλος του μετόχου τα φορολογεί σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, σαν να ανήκαν απευθείας στον μέτοχο.

Τέλος, σημειώνεται ότι η πρόταση για την Οδηγία θέτει ως χρόνο έναρξης ισχύος την 1η Ιανουαρίου 2024, πράγμα που θα σήμαινε ότι η πλήρωση των δεικτών ελάχιστης υπόστασης θα πρέπει να εξετάζεται ήδη από την 1η Ιανουαρίου 2022. Ωστόσο, τα κράτη μέλη έχουν διατυπώσει σημαντικές επιφυλάξεις τόσο για τα κριτήρια της ελάχιστης υπόστασης, όσο και για τις φορολογικές κυρώσεις που προβλέπει η προτεινόμενη Οδηγία. Ως εκ τούτου, η πρόταση είναι ακόμα υπό διαπραγμάτευση και ακόμα αναμένεται να οριστικοποιηθεί υπό ποιους όρους θα εφαρμοστεί.

Λαθρεμπορία και αλληλέγγυα ευθύνη.

Εντός πρώτου εξαμήνου του 2024 αναμένεται να ενεργοποιηθούν τα νέα μέτρα της Κυβέρνησης για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου και της νοθείας καυσίμων, τα οποία περιλαμβάνουν επιτόπιους ελέγχου σε πρατήρια, υψηλά πρόστιμα (έως και 30.000 ευρώ ανά πρατήριο) και σφράγιση της εγκατάστασης της επιχείρησης που υπέπεσε στην παράβαση για δύο έτη. Παράλληλα, τέθηκε σε δοκιμαστική εφαρμογή ψηφιακή πλατφόρμα της ΑΑΔΕ για την ανάλυση στοιχείων εισροών και εκροών που αποστέλλουν τα πρατήρια καυσίμων, στοιχεία τα οποία στη συνέχεια τυγχάνουν επεξεργασίας ώστε να υποδείξουν πιθανές επιχειρήσεις – παραβάτες. Με αφορμή τη συγκεκριμένη εξέλιξη και το ιδιαίτερα αυστηρό νέο πλαίσιο κυρώσεων, ορισμένες παλαιότερες, παραδοσιακές πρακτικές της τελωνειακής διοίκησης ίσως να χρήζουν επανεξέτασης.

Όπως περιγράφεται στον τελωνειακό κώδικα, η διοικητική παράβαση της λαθρεμπορίας, συνίσταται στην εισαγωγή από την αλλοδαπή ή την εξαγωγή από τη χώρα ειδών υποκείμενων σε δασμούς, φόρους και λοιπά δικαιώματα, χωρίς τα εν λόγω ποσά να καταβληθούν στο δημόσιο, ενώ η επιβολή της σχετικής κύρωσης προϋποθέτει δόλο. Πλην των παραπάνω όμως, τα οποία, τυγχάνουν λίγο έως πολύ γνωστά στο νομικό κόσμο, θα πρέπει να υπομνηστεί ότι η παράβαση της λαθρεμπορίας, η συζήτηση γύρω από την οποία ξαναγίνεται επίκαιρη λόγω των νέων μέτρων, αφορά και πλήθος προσώπων τα οποία δεν ευθύνονται πρωτογενώς αλλά επικουρικά (αλληλεγγύως) με τους πράγματι συμμετέχοντες σε αυτή. Τέτοιες περιπτώσεις εμφανίζονται συνήθως μέσα σε επιχειρηματικές δομές περισσότερο σύνθετες από αυτές των ατομικών επιχειρήσεων – πρατηρίων καυσίμων, όπου η ταύτιση ιδιοκτήτη της επιχείρησης και υποκειμένου της υπό διερεύνηση παράβασης είναι σχεδόν αυτονόητη. Έτσι, σε νομικά πρόσωπα τα οποία μπορεί, για παράδειγμα, να έχουν συσταθεί υπό τον εταιρικό τύπο μιας ανώνυμης εταιρείας, μιας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ή και μιας ετερόρρυθμης εταιρείας, η ανεύρεση του πραγματικού υπαιτίου της παράβασης – ακόμα και υπό τη μορφή του συνεργού – είναι μια πιο περίπλοκη διαδικασία και συνεπάγεται αυξημένη υποχρέωση της τελωνειακής αρχής για αιτιολόγηση του καταλογισμού της παράβασης στα εν λόγω πρόσωπα. Και αυτό διότι είναι σύνηθες στην πράξη η παραβατική λαθρεμπορική δράση να λαμβάνει χώρα από το φυσικό πρόσωπο – διοικητή του νομικού προσώπου εκτός, όμως, των διαχειριστικών εξουσιών του, δηλαδή χωρίς τη συναίνεση ή αποδοχή της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του διοικητικού οργάνου από το νομικό πρόσωπο. Επομένως, όταν καταλογίζεται διοικητικό πρόστιμο λαθρεμπορίας σε βάρος του νομικού προσώπου άνευ ετέρου και αναιτιολόγητα, μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά επικίνδυνο για τη βιωσιμότητά του, ιδίως όταν το νομικό πρόσωπο αυτό συμμορφώνεται πλήρως με τις υποχρεώσεις που του έχει θέσει η φορολογική και τελωνειακή νομοθεσία.

Στην πραγματικότητα, η τελωνειακή αρχή καλείται να προβεί σε μια αντίστροφη ανάγνωση του θεσμού της αλληλέγγυας ευθύνης, όπως αυτή θεσμοθετείται (και) στον τελωνειακό κώδικα. Κατά τα συνήθη, η αλληλέγγυα ευθύνη στο πεδίο του φορολογικού και τελωνειακού δικαίου εντοπίζεται και ενεργοποιείται για φυσικά πρόσωπα, όταν το νομικό πρόσωπο υπόκειται σε φορολογικό και τελωνειακό έλεγχο, ο οποίος με τη σειρά του καταλήγει σε καταλογισμό φόρων, δασμών ή/και προστίμων. Τί γίνεται, όμως, όταν η παραβατική συμπεριφορά εντοπίζεται και αφορά μόνο ένα φυσικό πρόσωπο, το οποίο φέρει την ιδιότητα του διοικητή νομικού προσώπου; Μπορεί να στοιχειοθετηθεί άνευ ορίων πρόθεση του νομικού προσώπου για συμμετοχή σε λαθρεμπορική πράξη; Ή θα πρέπει να αποδειχθεί ότι το εν λόγω φυσικό πρόσωπο έδρασε πέραν των διαχειριστικών του εξουσιών αδικαιοπρακτικώς;

Τέτοιες καταστάσεις απαντώνται όλο και πιο συχνά, λόγω ακριβώς της ιδιαιτερότητας των τελωνειακών παραβάσεων σε σχέση με τις φορολογικές: Η επιβολή της κύρωσης του πολλαπλού τέλους απαιτεί την ύπαρξη άμεσου δόλου κατά την τέλεση πράξεων που συνιστούν το αδίκημα της λαθρεμπορίας ενώ ο δόλος, ως ενδιάθετη κατάσταση – βούληση αποτελεί γνώρισμα μόνο των φυσικών και όχι των νομικών προσώπων. Για τον λόγο αυτό, εξάλλου, αφορμή για την εκκίνηση των περισσότερων τελωνειακών ελέγχων αποτελεί ο εντοπισμός συμπεριφοράς με στοιχεία αξιοποίνου ενός μεμονωμένου φυσικού προσώπου. Υπό τις νομικές και πραγματικές αυτές παραδοχές, ο καταλογισμός στο νομικό πρόσωπο ενός τέτοιου, συνήθως μεγάλου ύψους προστίμου καθώς και των λοιπών δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων, πρέπει να πραγματοποιείται με ιδιαίτερη φειδώ, καθώς πίσω από την απειλούμενη παράβαση μπορεί να καταφάσκεται δράση του φυσικού προσώπου πέρα από τα όρια της διαχειριστικής εξουσίας. Στο πεδίο, πάντως, του ελληνικού ποινικού δικαίου, έχει γίνει δεκτό από τη θεωρία πως η αναγνώριση ποινικής ευθύνης σε νομικά πρόσωπα τυγχάνει όχι μόνο προβληματική αλλά και επικίνδυνη, αφού μπορεί να λειτουργήσει ως «κέλυφος» της εγκληματικής δράσης των φυσικών προσώπων που τα διοικούν1. Ωστόσο, ο χρηματικός χαρακτήρας της διοικητικής παράβασης, σε σχέση με τον προσωποπαγή χαρακτήρα της ποινικής ευθύνης (ακόμα κι αν η ποινή καταλήγει να είναι χρηματική), δεν δημιουργεί τον ίδιο προβληματισμό στο πεδίο του διοικητικού δικαίου, παρ’ ό,τι υπό το φως των κριτηρίων Engel μια διοικητική κύρωση μπορεί να έχει οιονεί ποινική φύση και να εμπίπτει στο πεδίο της αρχής ne bis in idem.

Μπορεί, επομένως, το νομικό πρόσωπο να αποσυνδεθεί από μια τελωνειακή παράβαση, όταν αυτή φαίνεται να διαπράχθηκε από ένα και μόνο πρόσωπο, που λειτούργησε αδικοπρακτικά, εκτός ορίων διαχειριστικής εξουσίας και εντέλει σε βάρος, εν αγνοία και χωρίς την πρόθεση του νομικού προσώπου στη διοίκηση του οποίου μετέχει; Και αν ναι, τότε ποιος φέρει το βάρος απόδειξης για την κατάφαση της αποσύνδεσης αυτής; Υποχρεούται η τελωνειακή αρχή σε αιτιολογημένη απόδειξη της πρόθεσης του νομικού προσώπου για διάπραξη της λαθρεμπορίας; Ή αρκεί η κατάφαση της λαθρεμπορικής πρόθεσης στο φυσικό πρόσωπο – διοικητή για την επιβολή διοικητικού προστίμου λαθρεμπορίας σε βάρος του νομικού προσώπου; Αναμένουμε με ενδιαφέρον τη θέση  της νομολογίας.


1 Για περισσότερα βλ. Παπανεοφύτου Α., Ποινική Ευθύνη Νομικών Προσώπων – Μια κατασκευή ποινικής ασυλίας του επιχειρηματία – δράστη; Νομική Βιβλιοθήκη, 2012

Ο «γάμος της χρονιάς», η τεχνητή νοημοσύνη και η φοροδιαφυγή.

Προ μερικών εβδομάδων, έλαβε μεγάλη δημοσιότητα περίπτωση φορολογικού ελέγχου της ΑΑΔΕ, που κατά τις δηλώσεις της είχε ως αποτέλεσμα τον εντοπισμό  εκτεταμένης φοροδιαφυγής. Στα ΜΜΕ, αναφέρθηκε ως η φοροδιαφυγή του «γάμου της χρονιάς», κατά τη συνήθη δημοσιογραφική τακτική των μεγάλων τίτλων που ερεθίζουν το μάτι.

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης υπόθεσης έγκειται στο γεγονός ότι η ΑΑΔΕ χρησιμοποίησε αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης των συντελεστών και των συμμετεχόντων στον γάμο. Με βάση τις αναρτήσεις αυτές και με ηλεκτρονικούς αλγόριθμούς, η φορολογική αρχή προέβη σε ελεγκτικές επαληθεύσεις σε ένα ευρύτερο κύκλο προσώπων που σχετίζονταν με τον γάμο, εντοπίζοντας κατά τους ισχυρισμούς της ευρύ πλέγμα φοροδιαφυγής.

Από την είδηση αυτή, κρατάμε προς σχολιασμό τα ακόλουθα:

  • Ως προϊόν της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, που εξελίσσεται με ραγδαίους ρυθμούς και μας συνεπαίρνει, η τεχνητή νοημοσύνη επιτρέπει πλέον τη συγκέντρωση πληροφοριών από νέες πηγές και πέραν των καθιερωμένων μεθόδων ελεγκτικών επαληθεύσεων.
  • Ακριβώς λόγω των δυνατοτήτων αυτών και σε συνδυασμό με τις σημαντικές πρωτοβουλίες της ΕΕ (DAC 1-7) και αντιστοίχως του ΟΟΣΑ, πρωτοβουλίες που έχουν οδηγήσει στη θέσπιση και  στη συνεχή εξέλιξη πλαισίου συγκέντρωσης και αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών για  χρηματοοικονομικά προϊόντα, διασυνοριακές εμπορικές συναλλαγές, λειτουργία ηλεκτρονικών πλατφορμών κ.ά.,  η ΑΑΔΕ έχει πλέον στη διάθεση της μια τεράστια πηγή πληροφοριών.
  • Παράλληλα, η τεχνολογία επιτρέπει πια την ηλεκτρονική διασύνδεση της ΑΑΔΕ με λοιπές δεξαμενές καταχωρίσεων κινητής και ακίνητης περιουσίας των φορολογούμενων (τράπεζες, ΓΕ.Μ.Η., κτηματολόγια κ.ά.)
  • Επιπρόσθετα, οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις επιτρέπουν πλέον την άμεση επεξεργασία των πληροφοριών αυτών και τη διεξαγωγή συμπερασμάτων με τη βοήθεια τεχνητών αλγορίθμων, χωρίς καν την ανθρώπινη παρουσία.

Κατά συνέπεια, η φορολογική αρχή που παραδοσιακά φέρει την ευθύνη του προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης και της συλλογής των δημοσίων εσόδων έχει στη διάθεση της, ίσως για πρώτη φορά κατά τις τελευταίες τουλάχιστον δεκαετίες, τη δυνατότητα να παρέμβει αποτελεσματικά στο φαινόμενο της φοροδιαφυγής. Ιδίως, στο φαινόμενο της μικροφοροδιαφυγής, που χρόνια τώρα παρέμενε σχεδόν ανέλεγκτο, καθώς από τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία, με βάση τις παραδοσιακές ελεγκτικές μεθόδους, η φορολογική αρχή διέθετε την επιχειρησιακή δυνατότητα να ελέγξει και επαληθεύσει περίπου το 3% της δηλωθείσας από τους φορολογούμενους φορολογητέας ύλης. Και μάλιστα, η επιχειρησιακή αυτή δυνατότητα αναπτύσσονταν όχι άμεσα, δηλαδή χρονικά πλησίον της διαχειριστικής χρήσης που αφορούσε η δηλωθείσα ύλη, αλλά εντός του χρονικού διαστήματος της παραγραφής. Διάστημα, που παραδοσιακά εκτεινόταν, με συνεχείς ενιαύσιες νομοθετικές παρατάσεις έως σχεδόν στο διηνεκές, έως την πρόσφατη νομολογιακή παρέμβαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που έβαλε φρένο στη τακτική αυτή.

Η χρησιμοποίηση πληροφοριών, κατόπιν ηλεκτρονικής – αυτόματης- επεξεργασίας τους με αλγορίθμους αλλάζει τα μέχρι σήμερα δεδομένα. Και τα αλλάζει με διττό τρόπο. Πρωτίστως, επεμβαίνει άμεσα και καταλογίζει διαφυγόντα φόρο σε όσους από τους συμπολίτες μας επιμένουν να φοροδιαφεύγουν. Δευτερευόντως, δημιουργεί στην κοινωνία την αίσθηση της αποτελεσματικής δράσης της φορολογικής αρχής. Όσο μικρή και αν εμφανίζεται η επιχειρηματική δομή, όσο μικρή και εμφανίζεται η αποκρυβείσα συναλλαγή, αυτή μπορεί να εντοπισθεί άμεσα και με αποτελεσματικό τρόπο διασταύρωσης. Έτσι, η χρησιμοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης στο πεδίο της εφαρμογής των φορολογικών διατάξεων, που επιτρέπει τον εντοπισμό της φορολογητέας ύλης και την αντικειμενική και άμεση εφαρμογή των φορολογικών διατάξεων, λειτουργεί και παιδευτικά στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Με απλά λόγια, αν καταστεί σαφές ότι υπάρχουν τα εργαλεία και χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά, ώστε να περιοριστεί η παθογένεια της φοροδιαφυγής και μάλιστα όχι μόνο της μεγάλης κατά περίπτωση φοροδιαφυγής αλλά πλέον και της μικροφοροδιαφυγής, το αποτέλεσμα θα είναι η ευρύτερη συμμόρφωση του κοινωνικού συνόλου στις φορολογικές του υποχρεώσεις..

Αυτό είναι άλλωστε και το ζητούμενο. Η άμεση – προληπτικού χαρακτήρα- συμμόρφωση του καθενός από εμάς στις φορολογικές του υποχρεώσεις. Καθώς, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα, ο παραδοσιακός μηχανισμός των ελεγκτικών επαληθεύσεων που οδηγεί σε φορολογικό καταλογισμό δεν φαίνεται να καταλήγει στην αποτελεσματική είσπραξη των φόρων που δεν δηλώθηκαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι, κατά το έτος 2023 τα ελεγκτικά κέντρα βεβαίωσαν φόρους και πρόστιμα ύψους 1.300.000.000 ευρώ. Από τα βεβαιωμένα αυτά ποσά, έχουν εισπραχθεί μόνο 125.680.000 ευρώ, δηλαδή ποσοστό 9,16%. Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι μέρος των καταλογισμών αυτών δεν έχουν οριστικοποιηθεί, λόγω ενδικοφανών ή / και δικαστικών προσφυγών, ή έπασχε από νομικά και πραγματικά ελαττώματα και ακυρώθηκε, είναι προφανές ότι οι παραδοσιακές μέθοδοι εντοπισμού φοροδιαφεύγουσας  ύλης δεν επαρκούν πλέον για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής. Διότι, δεν αρκεί μόνο η βεβαίωση φόρων, αλλά προκειμένου πράγματι να περιοριστεί η φοροδιαφυγή και να κατανεμηθούν με μέτρο την φοροδοτική ικανότητα τα φορολογικά βάρη, απαιτείται και η αποτελεσματική είσπραξη των βεβαιούμενων φόρων.

Τα εργαλεία, λοιπόν, της νέας εποχής είναι πλέον διαθέσιμα και το μεγάλο στοίχημα της ΑΑΔΕ είναι η αποτελεσματική χρησιμοποίηση τους.

Για τα τεκμήρια, λοιπόν, ο λόγος…

Ουδείς μπορεί να διαφωνήσει με το επιχείρημα ότι τα τεκμήρια συνιστούν έναν αναχρονισμό. Έναν αναχρονισμό μάλιστα που βρίσκεται στα όρια της συνταγματικής ανοχής. Καθώς, εντέλει με την επιλογή των τεκμηρίων δυσχερώς επιβεβαιώνεται στην πράξη η εντελλόμενη από το Σύνταγμα υποχρέωση της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, αντίστοιχα, να ορίζουν στον νόμο, να εξατομικεύουν με τη διαδικασία βεβαίωσης και ελέγχουν εγγυητικά σε περίπτωση αμφισβήτησης με δικαστική προσφυγή, το φορολογικό περιστατικό. Και ας έχουν νομολογήσει το αναιρετικό και τα διοικητικά δικαστήρια ουσίας ότι τα τεκμήρια συνιστούν συνταγματικά ανεκτή μέθοδο προσδιορισμού φοροδοτικής ικανότητας και όχι το αντικείμενο του φόρου, κατά τις επιταγές του άρθρου 78 Σ. Νομολογία που πάντως δυσκολεύεται να απαντήσει στο ερώτημα,αν το τεκμήριο είναι μέθοδος, τότε ποιο είναι το αντικείμενο του φόρου, που κατά τον συνταγματικό κανόνα της νομιμότητας του φόρου υποχρεωτικά περιγράφεται στον νόμο.

Ουδείς, άλλωστε, μπορεί να διαφωνήσει με το επιχείρημα ότι ο οριζόντιος, τεκμαρτός προσδιορισμός του φορολογητέου εισοδήματος οδηγεί σε ορισμένες περιπτώσεις στην επιβολή φόρου επί ανύπαρκτης φορολογητέας ύλης. Μάλιστα, όσο πιο περιορισμένη είναι η δυνατότητα ανταπόδειξης, τόσο μεγαλύτερη πιθανόν να είναι η απόκλιση από την πράγματι υφιστάμενη φορολογητέα ύλη. Με περαιτέρω συνέπεια, να επιβάλλεται φόρος εισοδήματος πέρα και πάνω από τη φοροδοτική ικανότητα του φορολογικού υποκειμένου, κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ.5 Συντάγματος. Προς μετριασμό του κινδύνου αυτού, από το υπουργείο προτάθηκε διορθωτικά της αρχικής αποτύπωσης των διατάξεων, η δυνατότητα μη αποδοχής του αποτελέσματος του τεκμαρτού προσδιορισμού που θα οδηγεί σε διενέργεια ελεγκτικών επαληθεύσεων των λογιστικών αποτελεσμάτων. Παραμένει υπό εξέταση στην πράξη, η δυνατότητα του ελεγκτικού μηχανισμού να προβεί σε επιμέρους φορολογικούς ελέγχους, όλων όσοι τυχόν θα αμφισβητήσουν το αποτέλεσμα της έμμεσης μεθόδου προσδιορισμού της φοροδοτικής ικανότητας των αυτοαπασχολούμενων.

Ουδείς, όμως, μπορεί να διαφωνήσει και με το επιχείρημα ότι η κυβερνητική επιλογή θέσπισης επικουρικού τρόπου τεκμαρτού υπολογισμού εισοδήματος στους αυτοαπασχολούμενος δεν γεννήθηκε in vitro. Αντίθετα, αυτή αποτελεί μια αντίδραση σε πολύχρονη δράση. Ιδίως, αποτελεί αντίδραση στη διαπιστούμενη χρόνια επιλογή μεγάλης μερίδας των αυτοαπασχολούμενων να δηλώνουν καθαρό εισόδημα εντός του απαλλασσόμενου ορίου. Ο τεκμαρτός λοιπόν προσδιορισμός φορολογητέου εισοδήματος, εκτός από αναχρονισμό, συνιστά και μια νομοθετική επιλογή, κατά την οποία μετατίθενται τεκμαρτά και προς τα πάνω τα όρια φορολόγησης των αυτοαπασχολούμενων, με σκοπό να συλληφθεί μέρος της μικροφοροδιαφυγής. Μήπως, μάλιστα αποτελεί και μια παραδοχή της νομοθετικής εξουσίας ότι η εκτελεστική εξουσία δεν δύναται να ελέγξει αυτή τη φοροδιαφυγή; Πόσο άραγε θα κοστίσει στον κρατικό μηχανισμό και επομένως σε εμάς, η διενέργεια ελεγκτικών επαληθεύσεων στους περίπου 750.000 αυτοαπασχολούμενος, υπολογίζοντας πόσες υποθέσεις μπορεί ο κάθε ελεγκτής να ελέγξει, πόσες ο κάθε επόπτης α εποπτεύσει και πόσες ο διευθυντής κάθε αποκεντρωμένης φορολογικής υπηρεσίας να επικυρώσει, κάθε εργάσιμη ημέρα του έτους; Επιπρόσθετα, έχουμε άραγε αναλογιστεί τον κίνδυνο, με την καταβολή του χαρακτηριζόμενου από συνδικαλιστικές οργανώσεις ως «κεφαλικού» φόρου επί της τεκμαρτής βάσης, εντέλει να συνεχίζει η μεγαλύτερης βαρύτητας φοροδιαφυγή;

Το ανάθεμα έναντι του τεκμαρτού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος βρίσκει ουσιώδη ερείσματα τόσο στον Νόμο και το Σύνταγμα όσο και στην κοινωνική πραγματικότητα, καθώς δεν μπορεί να αποκλειστεί ο κίνδυνος «να καούν τα ξερά μαζί με τα χλωρά». Επομένως, μήπως οι συνδικαλιστικές αντιδράσεις θα έπρεπε να στρέφονται όχι μόνο κατά των κυβερνητικών προσπαθειών περιορισμού της μικροφοροδιαφυγής αλλά να κατευθυνθούν επιτέλους και κατά αυτώνπου επιμένουν σε βάρος των συμμορφούμενων με τις υποχρεώσεις τους, να φοροδιαφεύγουν; Ή μήπως θα εξακολουθήσουμε να επιμένουμε ότι η μάχη κατά της φοροδιαφυγής συνιστά αποκλειστικό βάρος και καθήκον της πολιτικής κάθε φορά ηγεσίας και δεν αφορά κάθε έναν από εμάς και το κοινωνικό μας σύνολο, όπως αυτό δρα, συνδικαλιζόμενο;

Διασυνοριακοί μετασχηματισμοί.

με τις διατάξεις του Ν. 5055/2023 (ΦΕΚ 161 Α’/29.09.2023)

Με το ν. 5055/2023 ενσωματώθηκε «Η Οδηγία 2019/2121 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2019 για την τροποποίηση της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 όσον αφορά τις διασυνοριακές μετατροπές, συγχωνεύσεις και διασπάσεις κεφαλαιουχικών εταιρειών για τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις, διασπάσεις και μετατροπές εταιριών», τροποποιώντας και προσθέτοντας άρθρα στον  Κωδικοποιημένο Νόμο 4601/2019 για το δίκαιο των εταιρικών μετασχηματισμών. Επιχειρήθηκε η άρση των περιορισμών στην ελευθερία εγκατάστασης των εταιρειών στην εσωτερική αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω της ρύθμισης των διασυνοριακών μετασχηματισμών, καθώς και η προστασία των ενδιαφερόμενων μερών, ιδίως των εργαζομένων, πιστωτών, μετόχων και εταίρων.

Περιεχόμενα

  1. Οι ιδιαίτερου ενδιαφέροντος διατάξεις του Ν. 5055/2023
  2. Η αιτιολογική έκθεση

Άρθρο 1

Σκοπός

Σκοπός του παρόντος είναι η άρση των περιορισμών στην ελευθερία εγκατάστασης των εταιρειών στην εσωτερική αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω της ρύθμισης των διασυνοριακών μετασχηματισμών, καθώς και η προστασία των ενδιαφερόμενων μερών, ιδίως των εργαζομένων, πιστωτών, μετόχων και εταίρων.

Άρθρο 2

Αντικείμενο

Αντικείμενο του παρόντος είναι η ορθολογική συστηματοποίηση του δικαίου εταιρικών μετασχηματισμών σε ένα ενιαίο νομοθέτημα, μέσω της συμπλήρωσης του υφιστάμενου ρυθμιστικού πλαισίου, το οποίο αφορά μόνον σε διασυνοριακές συγχωνεύσεις, με ρυθμίσεις που αφορούν σε διασυνοριακές διασπάσεις και μετατροπές κεφαλαιουχικών εταιρειών.

Κεφάλαιο Β’:Διασυνοριακή συγχώνευση κεφαλαιουχικών εταιρειών

Άρθρο 3

Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2121 για τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις κεφαλαιουχικών εταιρειών – Προσθήκη Κεφαλαίου ΙΑ’ στο Μέρος Β’ του ν. 4601/2019

Στο Μέρος Β’ του ν. 4601/2019 (Α’ 44), προστίθεται Κεφάλαιο ΙΑ’ ως εξής:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ’ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ

Άρθρο 53

Πεδίο εφαρμογής (παρ. 1 έως 3 άρθρου 120 Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Το παρόν Κεφάλαιο εφαρμόζεται στις διασυνοριακές συγχωνεύσεις, με την επιφύλαξη της παρ. 2, καθώς και στις διασυνοριακές συγχωνεύσεις που γίνονται με καταβολή χρηματικού ποσού που υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) της ονομαστικής αξίας ή, ελλείψει ονομαστικής αξίας, της λογιστικής αξίας των εταιρικών συμμετοχών που αντιπροσωπεύουν το κεφάλαιο της εταιρείας που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση, εφόσον αυτό προβλέπεται από τη νομοθεσία ενός (1) τουλάχιστον κράτους μέλους, η οποία διέπει την αλλοδαπή εταιρεία που μετέχει στη διασυνοριακή συγχώνευση.

2. Το παρόν Κεφάλαιο δεν εφαρμόζεται στις διασυνοριακές συγχωνεύσεις στις οποίες μετέχει εταιρεία με αντικείμενο τη συλλογική επένδυση κεφαλαίων που παρέχονται από το κοινό, η οποία λειτουργεί βάσει της αρχής της διασποράς των κινδύνων και τα μερίδια της οποίας, εφόσον το ζητήσουν οι κάτοχοί τους, εξαγοράζονται ή εξοφλούνται, άμεσα ή έμμεσα, από τα περιουσιακά της στοιχεία. Κάθε ενέργεια την οποία αναλαμβάνει μια τέτοια εταιρεία για να διασφαλίσει ότι η χρηματιστηριακή αξία των μεριδίων της δεν διαφέρει σημαντικά από την καθαρή αξία του ενεργητικού της θεωρείται ισοδύναμη με τέτοια εξαγορά ή εξόφληση.

3. Στην ημεδαπή εταιρεία που μετέχει σε διασυνοριακή συγχώνευση εφαρμόζονται τα άρθρα 6 έως και 53, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στο παρόν Κεφάλαιο.

Άρθρο 53β

Ορισμοί (άρθρο 119 Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

Για τους σκοπούς του παρόντος Κεφαλαίου νοούνται ως:

α) «εταιρεία»: η Ανώνυμη Εταιρεία (Α.Ε.), η Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης (Ε.Π.Ε.), η Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία (Ι.Κ.Ε.), η ετερόρρυθμη κατά μετοχές εταιρεία, η Ευρωπαϊκή Εταιρεία («8Ε») και κάθε άλλη εταιρεία με τη μορφή που απαριθμείται στο Παράρτημα ΙΙ της Οδηγίας 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, «σχετικά με ορισμένες πτυχές του εταιρικού δίκαιου» (L 169),

β) «ημεδαπή εταιρεία»: εταιρεία με καταστατική έδρα στην Ελλάδα εφόσον έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.),

γ) «αλλοδαπή εταιρεία»: μη ημεδαπή εταιρεία, η οποία έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους της Ε.Ε. και έχει την καταστατική της έδρα, την κεντρική της διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή της εντός της Ε.Ε.,

δ) «συγχώνευση»: κάθε πράξη του άρθρου 6, καθώς και κάθε πράξη με την οποία:

δα) μία ή περισσότερες εταιρείες μεταβιβάζουν, ύστερα από λύση τους, χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση, το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεών τους, σε άλλη εταιρεία που κατέχει το σύνολο των εταιρικών συμμετοχών τους ή

δβ) μία ή περισσότερες εταιρείες μεταβιβάζουν, ύστερα από τη λύση τους, χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση, το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεών τους, σε άλλη, προϋπάρχουσα εταιρεία (απορροφώσα εταιρεία), χωρίς την έκδοση νέων εταιρικών συμμετοχών από την απορροφώσα εταιρεία, αν ένα πρόσωπο κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, όλες τις εταιρικές συμμετοχές των εταιρειών που μετέχουν στη διασυνοριακή συγχώνευση ή αν οι μέτοχοι ή εταίροι των εταιρειών που μετέχουν στη διασυνοριακή συγχώνευση κατέχουν τις εταιρικές τους συμμετοχές στην ίδια αναλογία, σε όλες τις εταιρείες που μετέχουν στη διασυνοριακή συγχώνευση,

ε) «διασυνοριακή συγχώνευση»: κάθε συγχώνευση στην οποία συμμετέχουν μια ή περισσότερες ημεδαπές κεφαλαιουχικές εταιρείες και μια ή περισσότερες αλλοδαπές κεφαλαιουχικές εταιρείες.

Άρθρο 53γ

Κοινό σχέδιο διασυνοριακής συγχώνευσης (άρθρο 122 Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

Τα διοικητικά συμβούλια ή οι διαχειριστές καθεμιάς από τις εταιρείες που μετέχουν στη διασυνοριακή συγχώνευση καταρτίζουν το κοινό σχέδιο διασυνοριακής συγχώνευσης, το οποίο περιλαμβάνει τουλάχιστον:

α) για κάθε συγχωνευόμενη εταιρεία, τη νομική μορφή, την επωνυμία και τον τόπο της καταστατικής της έδρας, καθώς και τη νομική μορφή, την επωνυμία της εταιρείας που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση και τον τόπο της καταστατικής της έδρας,

β) τη σχέση ανταλλαγής των εταιρικών συμμετοχών και το ποσό πληρωμής σε μετρητά, κατά περίπτωση,

γ) τον τρόπο διάθεσης των εταιρικών συμμετοχών της εταιρείας που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση,

δ) τις πιθανές επιπτώσεις από τη διασυνοριακή συγχώνευση στην απασχόληση των εργαζομένων των συγχωνευόμενων εταιρειών,

ε) την ημερομηνία από την οποία οι εταιρικές συμμετοχές παρέχουν δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη, καθώς και κάθε ειδικό όρο σχετικά με το δικαίωμα αυτό,

στ) την ημερομηνία από την οποία οι πράξεις των απορροφώμενων ή συγχωνευόμενων εταιρειών θεωρούνται από λογιστική άποψη ότι γίνονται για λογαριασμό της εταιρείας που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση,

ζ) τα δικαιώματα που εξασφαλίζονται από την εταιρεία που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση στους μετόχους ή εταίρους που έχουν ειδικά δικαιώματα, καθώς και στους δικαιούχους άλλων δικαιωμάτων, ή τα μέτρα που προτείνονται γι’ αυτούς,

η) τα τυχόν ειδικά πλεονεκτήματα που παρέχονται σε μέλη των διοικητικών, διαχειριστικών, εποπτικών ή εσωτερικών ελεγκτικών οργάνων των συγχωνευόμενων εταιρειών,

θ) την ιδρυτική πράξη της εταιρείας που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση, κατά περίπτωση, και το καταστατικό, εφόσον αυτό αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης πράξης,

ι) αν απαιτείται, πληροφορίες για τις διαδικασίες σύμφωνα με τις οποίες καθορίζονται, κατά το άρθρο 53ια, οι ρυθμίσεις για τον ρόλο των εργαζομένων στον καθορισμό της συμμετοχής τους στη διοίκηση της εταιρείας που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση,

ια) πληροφορίες σχετικά με την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων που μεταβιβάζονται στην εταιρεία που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση,

ιβ) τις ημερομηνίες των χρηματοοικονομικών καταστάσεων των συγχωνευόμενων εταιρειών, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για τον καθορισμό των όρων της διασυνοριακής συγχώνευσης,

ιγ) τις λεπτομέρειες της προσφοράς χρηματικού ανταλλάγματος για μετόχους ή εταίρους σύμφωνα με το άρθρο 53η,

ιδ) τις διασφαλίσεις που παρέχονται σε πιστωτές, ιδίως εγγυήσεις ή ενέχυρα.

Άρθρο 53δ

Δημοσιότητα (άρθρο 123 Οδηγίας 2017/1132)

1. Έναν (1) τουλάχιστον μήνα πριν από την ημερομηνία συνεδρίασης της γενικής συνέλευσης του άρθρου 53ζ, για τη λήψη απόφασης με αντικείμενο τη διασυνοριακή συγχώνευση, καταχωρίζονται και δημοσιεύονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.):

α) το κοινό σχέδιο διασυνοριακής συγχώνευσης,

β) ανακοίνωση που ενημερώνει τους μετόχους ή εταίρους, τους πιστωτές και τους εκπροσώπους των εργαζομένων της ημεδαπής εταιρείας, ή, αν δεν υπάρχουν εκπρόσωποι, τους ίδιους τους εργαζομένους, ότι μπορούν να υποβάλουν στην εταιρεία, το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία της γενικής συνέλευσης, παρατηρήσεις σχετικά με το κοινό σχέδιο διασυνοριακής συγχώνευσης,

γ) η έκθεση του ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα του άρθρου 53στ. Η εταιρεία έχει δικαίωμα να μη δημοσιεύσει τις εμπιστευτικές πληροφορίες της έκθεσης του ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα.

2. Τα έγγραφα που δημοσιοποιούνται στο Γ.Ε.ΜΗ., κατά την παρ. 1, είναι επίσης προσβάσιμα στο κοινό δωρεάν, μέσω του Συστήματος Διασύνδεσης Μητρώων Επιχειρήσεων της περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4919/2022 (Α’ 71).

3. Οι υποχρεώσεις της παρ. 1 εκπληρώνονται ηλεκτρονικά και δωρεάν.

4. Αν δεν απαιτείται η έγκριση της διασυνοριακής συγχώνευσης από τη γενική συνέλευση της απορροφώσας εταιρείας, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 53ζ, η δημοσίευση της παρ. 1 πραγματοποιείται έναν (1) τουλάχιστον μήνα πριν από τη γενική συνέλευση της άλλης συγχωνευόμενης εταιρείας ή εταιρειών.

Άρθρο 53ε

Έκθεση του διοικητικού συμβουλίου ή των διαχειριστών προς τους μετόχους ή εταίρους και τους εργαζομένους (άρθρο 124 Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) ή οι διαχειριστές της ημεδαπής εταιρείας συντάσσουν έκθεση προς τους μετόχους ή εταίρους και τους εργαζόμενους που εξηγεί και αιτιολογεί τις νομικές και οικονομικές πτυχές της διασυνοριακής συγχώνευσης, καθώς και τις συνέπειες της διασυνοριακής συγχώνευσης για τους εργαζόμενους. Η έκθεση εξηγεί, ιδίως, τις συνέπειες της διασυνοριακής συγχώνευσης για τις μελλοντικές επιχειρηματικές δραστηριότητες της εταιρείας.

2. Η έκθεση περιλαμβάνει επίσης ένα τμήμα για τους μετόχους ή εταίρους και ένα τμήμα για τους εργαζόμενους. Η εταιρεία μπορεί να συντάξει είτε μια έκθεση που περιέχει και τα δύο αυτά τμήματα, είτε χωριστές εκθέσεις.

3. Το τμήμα της έκθεσης για τους μετόχους ή εταίρους εξηγεί, ιδίως:

α) το χρηματικό αντάλλαγμα και τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό του,

β) τη σχέση ανταλλαγής εταιρικών συμμετοχών και τη μέθοδο ή τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό της, κατά περίπτωση,

γ) τις συνέπειες της διασυνοριακής συγχώνευσης για τους μετόχους ή εταίρους,

δ) τα δικαιώματα και τα μέσα έννομης προστασίας των μετόχων ή εταίρων, σύμφωνα με το άρθρο 53η.

4. Το τμήμα της έκθεσης για τους μετόχους ή εταίρους δεν απαιτείται, αν όλοι οι μέτοχοι ή οι εταίροι της εταιρείας έχουν συμφωνήσει να παραιτηθούν από την απαίτηση αυτή.

5. Το τμήμα της έκθεσης για τους εργαζόμενους εξηγεί ιδίως:

α) τις συνέπειες της διασυνοριακής συγχώνευσης για τις εργασιακές σχέσεις, καθώς και τα μέτρα που λαμβάνονται για τη διαφύλαξη αυτών,

β) ουσιώδεις μεταβολές των ισχυουσών συνθηκών απασχόλησης και των τόπων εγκατάστασης της εταιρείας,

γ) τον τρόπο που τα στοιχεία των περ. α) και β) επηρεάζουν και τις θυγατρικές της εταιρείας.

6. Οι εκθέσεις καταχωρίζονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο και δημοσιεύονται στον διαδικτυακό του τόπο τουλάχιστον έξι (6) εβδομάδες πριν από τη γενική συνέλευση του άρθρου 53ζ. Οι εκθέσεις είναι διαθέσιμες, σε κάθε περίπτωση, σε ηλεκτρονική μορφή μαζί με το σχέδιο διασυνοριακής συγχώνευσης, στους μετόχους ή εταίρους και στους εκπροσώπους των εργαζομένων των εταιρειών που μετέχουν στη συγχώνευση ή, αν δεν υπάρχουν εκπρόσωποι, στους ίδιους τους εργαζόμενους, εντός της ίδιας προθεσμίας. Αν, ωστόσο, δεν απαιτείται η έγκριση της διασυνοριακής συγχώνευσης από τη γενική συνέλευση της απορροφώσας ημεδαπής εταιρείας, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 53ζ, η έκθεση καθίσταται διαθέσιμη τουλάχιστον έξι (6) εβδομάδες πριν από τη συνέλευση της άλλης εταιρείας ή των άλλων εταιρειών που μετέχουν στη διασυνοριακή συγχώνευση.

7. Εφόσον το Δ.Σ. ή οι διαχειριστές της ημεδαπής εταιρείας λάβουν εγκαίρως γνώμη των εκπροσώπων των εργαζομένων ή, αν δεν υπάρχουν εκπρόσωποι, των ίδιων των εργαζομένων, σύμφωνα με το π.δ. 240/2006 (Α’ 252), σχετικά με τις πληροφορίες των παρ. 1 και 5, οι μέτοχοι ή εταίροι ενημερώνονται σχετικά και η γνώμη επισυνάπτεται στην έκθεση.

8. Το τμήμα της έκθεσης για τους εργαζομένους δεν απαιτείται, αν η ημεδαπή εταιρεία και οι θυγατρικές της δεν έχουν άλλους εργαζόμενους πέραν εκείνων που συμμετέχουν στο διοικητικό συμβούλιο ή είναι διαχειριστές.

9. Δεν απαιτείται έκθεση του Δ.Σ. ή των διαχειριστών, αν πληρούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις των παρ. 4 και 8.

10. Οι παρ. 1 έως 9 δεν θίγουν τα ισχύοντα δικαιώματα ενημέρωσης και διαβούλευσης και τις διαδικασίες που προβλέπονται στο π.δ. 178/2002 (Α’ 162) και στο Κεφάλαιο ΙΒ’ του ν. 4052/2012 (Α’ 41).

Άρθρο 53στ

Έκθεση ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων (άρθρα 125 και 133α Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Για την ημεδαπή εταιρεία συντάσσεται έκθεση ενός (1) ή περισσότερων ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, η οποία απευθύνεται στους μετόχους ή εταίρους και είναι διαθέσιμη έναν (1) τουλάχιστον μήνα πριν από την ημερομηνία σύγκλησης της συνέλευσης του άρθρου 53ζ. Κατά τα λοιπά, ως προς τους εμπειρογνώμονες, εφαρμόζονται οι παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 10. Ωστόσο, αν δεν απαιτείται η έγκριση της διασυνοριακής συγχώνευσης από τη συνέλευση της απορροφώσας ημεδαπής εταιρείας, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 53ζ, η έκθεση καθίσταται διαθέσιμη έναν (1) τουλάχιστον μήνα πριν από την ημερομηνία της συνέλευσης της εταιρείας.

2. Οι συγχωνευόμενες εταιρείες μπορούν να ζητήσουν τη σύνταξη ενιαίας γραπτής έκθεσης από έναν (1) ή περισσότερους ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, κατόπιν κοινής τους αίτησης ενώπιον της αρμόδιας δικαστικής ή διοικητικής αρχής οποιουδήποτε από τα κράτη μέλη η νομοθεσία του οποίου διέπει τις εταιρείες αυτές ή την εταιρεία που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση. Αρμόδια αρχή για την παραλαβή της ως άνω κοινής αίτησης είναι η Διεύθυνση Εταιρειών της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης. Η εναλλακτική δυνατότητα διορισμού κοινών εμπειρογνωμόνων, κατά το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 10, διατηρείται.

3. Η έκθεση της παρ. 1 περιλαμβάνει τη γνώμη των εμπειρογνωμόνων σχετικά με την επάρκεια του προτεινόμενου χρηματικού ανταλλάγματος και της προτεινόμενης σχέσης ανταλλαγής των εταιρικών συμμετοχών. Κατά την αξιολόγηση του χρηματικού ανταλλάγματος, οι εμπειρογνώμονες λαμβάνουν υπόψη την αγοραία τιμή των εταιρικών συμμετοχών των εταιρειών που μετέχουν στη διασυνοριακή συγχώνευση πριν από την ανακοίνωση της πρότασης διασυνοριακής συγχώνευσης ή την αξία των εταιρειών, εξαιρώντας την επίπτωση της προτεινόμενης διασυνοριακής συγχώνευσης, όπως καθορίζεται σύμφωνα με τις γενικά αποδεκτές μεθόδους αποτίμησης. Στην έκθεση αναφέρονται, τουλάχιστον:

α) η μέθοδος ή οι μέθοδοι που υιοθετήθηκαν για να καθοριστεί το ποσό του προτεινόμενου χρηματικού ανταλλάγματος,

β) η μέθοδος ή οι μέθοδοι που υιοθετήθηκαν για τον καθορισμό της προτεινομένης σχέσης ανταλλαγής,

γ) κατά πόσον η μέθοδος ή οι μέθοδοι που υιοθετήθηκαν είναι κατάλληλες για την αξιολόγηση του χρηματικού ανταλλάγματος και της σχέσης ανταλλαγής των εταιρικών συμμετοχών, η αξία στην οποία κατέληξαν με τη χρήση των εν λόγω μεθόδων και η γνώμη τους, όσον αφορά στη σχετική βαρύτητα που αποδόθηκε στις εν λόγω μεθόδους, κατά τον υπολογισμό της αξίας, και σε περίπτωση χρήσης διαφορετικών μεθόδων στις εταιρείες που μετέχουν στη διασυνοριακή συγχώνευση, κατά πόσον η χρήση διαφορετικών μεθόδων είναι δικαιολογημένη, και

δ) πιθανές ειδικές δυσχέρειες αποτίμησης που έχουν ανακύψει.

4. Για τη σύνταξη της έκθεσης της παρ. 1, ο εμπειρογνώμονας έχει δικαίωμα να λάβει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες από τις εταιρείες που μετέχουν στη διασυνοριακή συγχώνευση για την εκπλήρωση των καθηκόντων του.

5. Αν όλοι οι μέτοχοι ή εταίροι καθεμιάς από τις εταιρείες που μετέχουν στη διασυνοριακή συγχώνευση συμφωνούν, δεν απαιτείται εξέταση του κοινού σχεδίου διασυνοριακής συγχώνευσης από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, ή έκθεση εμπειρογνωμόνων. Για την ημεδαπή εταιρεία που μετέχει στη διασυνοριακή συγχώνευση εφαρμόζεται η παρ. 7 του άρθρου 10.

Άρθρο 53ζ

Έγκριση από τη συνέλευση (άρθρο 126 Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Για τη διασυνοριακή συγχώνευση απαιτείται απόφαση της γενικής συνέλευσης της ημεδαπής εταιρείας, σύμφωνα με το άρθρο 14 και, κατά περίπτωση, την παρ. 1 του άρθρου 32, την παρ. 1 του άρθρου 41, την παρ. 2 του άρθρου 42, και το άρθρο 46, αφού λάβει γνώση των εκθέσεων της διοίκησης και των εμπειρογνωμόνων, καθώς επίσης και των παρατηρήσεων των εργαζομένων. Στην περίπτωση αυτή, ρήτρες του καταστατικού που απαιτούν πλειοψηφία μεγαλύτερη του ενενήντα τοις εκατό (90%) δεν ισχύουν για το υπερβάλλον ποσοστό. Η ως άνω έγκριση δεν απαιτείται στις περιπτώσεις του άρθρου 53ιη.

2. Η απόφαση της συνέλευσης για την έγκριση της διασυνοριακής συγχώνευσης δεν μπορεί να προσβληθεί για τον λόγο ότι:

α) η σχέση ανταλλαγής των εταιρικών συμμετοχών ή το χρηματικό αντάλλαγμα, που αναφέρονται στο άρθρο 53η, δεν είναι επαρκή ή

β) οι διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τη σχέση ανταλλαγής ή την παροχή χρηματικού ανταλλάγματος δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της κείμενης νομοθεσίας.

Άρθρο 53η

Προστασία των μετόχων ή εταίρων (άρθρο 126α Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Οι μέτοχοι ή οι εταίροι που καταψήφισαν το κοινό σχέδιο διασυνοριακής συγχώνευσης έχουν το δικαίωμα να διαθέσουν τις εταιρικές τους συμμετοχές έναντι καταβολής επαρκούς χρηματικού ανταλλάγματος υπό τις προϋποθέσεις του παρόντος, αν, ως αποτέλεσμα της συγχώνευσης, πρόκειται να λάβουν εταιρικές συμμετοχές εταιρείας, η οποία διέπεται από το δίκαιο άλλου κράτους μέλους. Για την άσκηση του ως άνω δικαιώματος απαιτείται προηγούμενη δήλωση των μετόχων ή εταίρων, η οποία υποβάλλεται στην εταιρεία εντός ενός (1) μηνός από την απόφαση της συνέλευσης του άρθρου 14. Η συγχωνευόμενη ημεδαπή εταιρεία παρέχει διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μέσω της οποίας παραλαμβάνει ηλεκτρονικά την ως άνω δήλωση.

2. Το χρηματικό αντάλλαγμα της παρ. 1 καταβάλλεται εντός ενός (1) μηνός από την έναρξη ισχύος της διασυνοριακής συγχώνευσης, σύμφωνα με το άρθρο 53ιε.

3. Κάθε διαφορά που προκύπτει από την εφαρμογή της παρ. 1 επιλύεται από το δικαστήριο της παρ. 1 του άρθρου 5. Η σχετική αγωγή του μετόχου ή εταίρου ασκείται εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος της διασυνοριακής συγχώνευσης, σύμφωνα με το άρθρο 53ιε. Η τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου για την παροχή πρόσθετου οικονομικού ανταλλάγματος ισχύει για όλους τους μετόχους ή εταίρους της συγχωνευόμενης ημεδαπής εταιρείας που έχουν δηλώσει την απόφασή τους να ασκήσουν το δικαίωμα διάθεσης των εταιρικών συμμετοχών τους σύμφωνα με την παρ. 1.

4. Ενώπιον του δικαστηρίου και εντός της προθεσμίας της παρ. 3, οι μέτοχοι ή εταίροι της ημεδαπής εταιρείας, που δεν διαθέτουν δικαίωμα διάθεσης των εταιρικών τους συμμετοχών ή δεν άσκησαν το δικαίωμα της παρ. 1, δύνανται να αξιώσουν την καταβολή αποζημίωσης σε μετρητά, εφόσον η σχέση ανταλλαγής, όπως ορίζεται στο κοινό σχέδιο διασυνοριακής συγχώνευσης, δεν είναι επαρκής. Η τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου για τον καθορισμό επαρκούς σχέσης ανταλλαγής ισχύει για όλους τους μετόχους ή εταίρους της συγχωνευόμενης ημεδαπής εταιρείας που δεν έχουν δικαίωμα διάθεσης των εταιρικών συμμετοχών τους ή δεν το έχουν ασκήσει.

5. Η διαδικασία της παρ. 3 δεν εμποδίζει την καταχώριση της διασυνοριακής συγχώνευσης. Η απόφαση του δικαστηρίου δεσμεύει την εταιρεία που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση.

Άρθρο 53θ

Προστασία των πιστωτών (άρθρο 126β Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Μέσα σε τρεις (3) μήνες από την ολοκλήρωση των διατυπώσεων του άρθρου 53δ, οι πιστωτές της ημεδαπής εταιρείας, των οποίων οι απαιτήσεις έχουν γεννηθεί πριν από τον χρόνο αυτόν, χωρίς να έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες, έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν, η δε εταιρεία έχει υποχρέωση να τους παράσχει, κατάλληλες εγγυήσεις, εφόσον αποδεικνύουν επαρκώς ότι λόγω της διασυνοριακής συγχώνευσης διακυβεύεται η ικανοποίηση των απαιτήσεών τους και δεν έχουν λάβει επαρκείς εγγυήσεις. Οι εγγυήσεις του πρώτου εδαφίου παράγουν αποτελέσματα υπό την προϋπόθεση της συντέλεσης της διασυνοριακής συγχώνευσης, σύμφωνα με το άρθρο 53ιε.

2. Κάθε διαφορά που προκύπτει από την εφαρμογή της παρ. 1 επιλύεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 13.

3. Οι εγγυήσεις που χορηγούνται στους πιστωτές της ημεδαπής εταιρείας μπορεί να είναι διαφορετικές από αυτές που χορηγούνται στους πιστωτές της αλλοδαπής εταιρείας.

4. Το Διοικητικό Συμβούλιο ή οι διαχειριστές της ημεδαπής εταιρείας, συντάσσουν δήλωση, η οποία αποτυπώνει με ακρίβεια τη χρηματοοικονομική κατάσταση της εταιρείας εντός ενός (1) μηνός από την ημερομηνία δημοσιοποίησης της δήλωσης. Στη δήλωση του πρώτου εδαφίου αναφέρεται ότι, βάσει των πληροφοριών που το Δ.Σ. ή οι διαχειριστές της ημεδαπής εταιρείας διαθέτουν κατά την ημερομηνία έκδοσης της δήλωσης και μετά τη διενέργεια εύλογων ερευνών, δεν γνωρίζουν λόγους από τους οποίους να συνάγεται ότι η εταιρεία που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση δεν θα είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, όταν αυτές καταστούν ληξιπρόθεσμες. Η δήλωση του πρώτου εδαφίου υποβάλλεται σε δημοσιότητα μαζί με το κοινό σχέδιο διασυνοριακής συγχώνευσης σύμφωνα με το άρθρο 53δ.

5. Η εφαρμογή του παρόντος δεν θίγει την ικανοποίηση ή την εξασφάλιση χρηματικών ή μη χρηματικών υποχρεώσεων που οφείλονται σε δημόσιους φορείς και ιδίως το ελληνικό Δημόσιο, τον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.) και το Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (Τ.Ε.Κ.Α.).

Άρθρο 53ι

Ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων (άρθρο 126γ Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Στη διασυνοριακή συγχώνευση εφαρμόζονται οι κανόνες περί ενημέρωσης και διαβούλευσης των εργαζομένων του π.δ. 240/2006 (Α’ 252), καθώς και του άρθρου 8 του π.δ. 178/2002 (Α’ 162), εφόσον η διασυνοριακή συγχώνευση ενέχει μεταβίβαση επιχείρησης, κατά το ως άνω π.δ. 240/2006 ή, κατά περίπτωση, οι κανόνες περί ενημέρωσης και διαβούλευσης των εργαζομένων του Κεφαλαίου ΙΒ’ του ν. 4052/2012 (Α’ 41).

2. Με την επιφύλαξη της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 53δ και της παρ. 7 του άρθρου 53ε, η ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων πραγματοποιείται πριν από τη λήψη απόφασης για την κατάρτιση του κοινού σχεδίου διασυνοριακής συγχώνευσης και πριν από την έκθεση του άρθρου 53ε, ώστε να δίνεται αιτιολογημένη απάντηση στους εργαζομένους, πριν από τη συνέλευση του άρθρου 53ζ.

3. Για τις πρακτικές λεπτομέρειες της ενημέρωσης και διαβούλευσης εφαρμόζεται το άρθρο 4 του π.δ. 240/2006.

Άρθρο 53ια

Συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση της προκύπτουσας από τη διασυνοριακή συγχώνευση εταιρείας (άρθρο 133 Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Με την επιφύλαξη της παρ. 2 του παρόντος, η προκύπτουσα από τη διασυνοριακή συγχώνευση ημεδαπή εταιρεία υπόκειται σε κανόνες περί συμμετοχής των εργαζομένων στη διοίκησή της, κατά το μέρος που τέτοιοι κανόνες προβλέπονται στις κείμενες διατάξεις, ιδίως στις παρ. 2 και 4 του άρθρου 12 του Κανονισμού (ΕΚ) 2157/2001 του Συμβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου 2001, περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρείας («SE», L 294), το άρθρο 25 του ν. 3412/2005 (Α’ 276) και το π.δ. 91/2006 (Α’ 92).

2. Ωστόσο, οι ισχύοντες κανόνες σχετικά με τη συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση δεν έχουν εφαρμογή, αν, τουλάχιστον μια από τις εταιρείες που μετέχουν στη διασυνοριακή συγχώνευση, έχει, κατά τη διάρκεια του εξαμήνου που προηγείται της δημοσίευσης του κοινού σχεδίου διασυνοριακής συγχώνευσης, μέσο αριθμό εργαζομένων ίσο με τα τέσσερα πέμπτα (4/5) του ισχύοντος κατώτατου ορίου, όπως προβλέπεται στο δίκαιο του κράτους μέλους στη δικαιοδοσία του οποίου υπόκειται η εταιρεία που συγχωνεύεται, και το οποίο ενεργοποιεί τη συμμετοχή των εργαζομένων κατά την έννοια της περ. ια) του άρθρου 2 του π.δ. 91/2006, ή στις περιπτώσεις στις οποίες οι κείμενες διατάξεις:

α) δεν προβλέπουν τουλάχιστον το ίδιο επίπεδο συμμετοχής των εργαζομένων, όπως ίσχυε πριν από τη διασυνοριακή συγχώνευση στις εταιρείες που μετέχουν σε αυτήν, μετρούμενο με την αναλογία των εκπροσώπων των εργαζομένων μεταξύ των μελών του διοικητικού ή εποπτικού οργάνου ή των επιτροπών τους ή της ομάδας που διευθύνει τις παραγωγικές μονάδες της επιχείρησης, εφόσον προβλέπεται η εν λόγω εκπροσώπηση, ή

β) δεν προβλέπουν ότι οι εργαζόμενοι στις εγκαταστάσεις της εταιρείας που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση, οι οποίες βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη, μπορούν να ασκούν τα ίδια δικαιώματα συμμετοχής με αυτά που απολαμβάνουν οι εργαζόμενοι που απασχολούνται στην ημεδαπή.

3. Στην περίπτωση εφαρμογής της παρ. 2, η συμμετοχή των εργαζομένων στην ημεδαπή εταιρεία που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση και ο ρόλος τους κατά τον καθορισμό των αντίστοιχων δικαιωμάτων ρυθμίζονται, με την επιφύλαξη των παρ. 4 έως 6, με ανάλογη εφαρμογή των παρ. 2 και 4 του άρθρου 12 του Κανονισμού (ΕΚ) 2157/2001, του άρθρου 25 του ν. 3412/2005, καθώς και των εξής διατάξεων του π.δ. 91/2006:

α) των παρ. 1,2, 3, 4, 5 και 7 του άρθρου 3,

β) της παρ. 1, των περ. α), ζ) και η) της παρ. 2, καθώς και της παρ. 3 του άρθρου 4,

γ) των άρθρων 5, 6, 7, 8, 10 και 11,

δ) των άρθρων 8, 10 και 11,

ε) των περ. β), γ) και δ) του τμήματος 3 του Παραρτήματος.

4. Επί ημεδαπής εταιρείας που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση ισχύουν τα εξής:

α) Τα σχετικά όργανα των εταιρειών που μετέχουν στη διασυνοριακή συγχώνευση, αν τουλάχιστον μια από αυτές λειτουργεί υπό καθεστώς συμμετοχής των εργαζομένων κατά την έννοια της περ. ια) του άρθρου 2 του π.δ. 91/2006, μπορούν να επιλέξουν, χωρίς καμία προηγούμενη διαπραγμάτευση, να υπαχθούν απευθείας στις διατάξεις αναφοράς σχετικά με τη συμμετοχή που προβλέπονται στην περ. γ) της παρ. 3 και να συμμορφωθούν με τους κανόνες αυτούς από την ημερομηνία της καταχώρισης.

β) Η ειδική διαπραγματευτική ομάδα μπορεί να αποφασίσει, με πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) των μελών που εκπροσωπούν τουλάχιστον τα δύο τρίτα (2/3) των εργαζομένων, περιλαμβανομένων των ψήφων των μελών που εκπροσωπούν εργαζομένους σε τουλάχιστον δύο (2) διαφορετικά κράτη μέλη, να μην αρχίσει διαπραγματεύσεις ή να τερματίσει διαπραγματεύσεις που έχουν ήδη αρχίσει και να βασιστεί στους κανόνες συμμετοχής που ισχύουν στην ημεδαπή.

γ) Αν, αφού προηγηθούν διαπραγματεύσεις, εφαρμόζονται οι διατάξεις αναφοράς σχετικά με τη συμμετοχή, το ποσοστό των εκπροσώπων των εργαζομένων στο διοικητικό όργανο της εταιρείας που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα τρίτο (1/3) των μελών του οργάνου αυτού.

5. Αν, τουλάχιστον μια από τις εταιρείες που μετέχουν στη διασυνοριακή συγχώνευση, λειτουργεί υπό καθεστώς συμμετοχής των εργαζομένων και η εταιρεία που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση διέπεται από τέτοιο καθεστώς σύμφωνα με τους κανόνες της παρ. 2, η εταιρεία αυτή λαμβάνει τη νομική μορφή που επιτρέπει την άσκηση των δικαιωμάτων συμμετοχής.

6. Αν η εταιρεία που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση λειτουργεί υπό καθεστώς συμμετοχής των εργαζομένων, λαμβάνει μέτρα, προκειμένου να διασφαλίσει, για τέσσερα (4) έτη από την έναρξη ισχύος της διασυνοριακής συγχώνευσης, την προστασία των δικαιωμάτων συμμετοχής των εργαζομένων στην περίπτωση μεταγενέστερης συγχώνευσης, διάσπασης ή μετατροπής, εγχώριας ή διασυνοριακής, εφαρμόζοντας κατ’ αναλογία τις παρ. 1 έως 5.

7. Η εταιρεία γνωστοποιεί με κάθε πρόσφορο μέσο στους εργαζομένους της ή στους εκπροσώπους τους, αν επιλέγει να εφαρμόσει τις διατάξεις αναφοράς για τη συμμετοχή που αναφέρονται στην περ. γ) της παρ. 3 ή αν θα αρχίσει διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας. Στη δεύτερη περίπτωση, η εταιρεία γνωστοποιεί αμελλητί και με κάθε πρόσφορο μέσο στους εργαζομένους ή στους εκπροσώπους τους το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων.

8. Η ημεδαπή εταιρεία που προκύπτει από διασυνοριακή συγχώνευση γνωστοποιεί εγγράφως τον αριθμό των απασχολούμενων και τον αριθμό των εκπροσώπων των εργαζομένων, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, στις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, εντός τριμήνου από την έναρξη ισχύος της διασυνοριακής συγχώνευσης.»

Άρθρο 53ιβ

Πιστοποιητικό πριν από τη διασυνοριακή συγχώνευση (άρθρο 127 Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Η διαδικασία της διασυνοριακής συγχώνευσης υπόκειται σε προληπτικό έλεγχο νομιμότητας, σύμφωνα με το παρόν, ως προς το σκέλος που αφορά στις μετέχουσες στη διασυνοριακή συγχώνευση ημεδαπές εταιρείες. Αρμόδια αρχή για τη διενέργεια του ελέγχου ορίζεται η Διεύθυνση Εταιρειών της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης.

2. Η αρμόδια αρχή χορηγεί στις ημεδαπές εταιρείες που μετέχουν στη διασυνοριακή συγχώνευση «πιστοποιητικό πριν από τη διασυνοριακή συγχώνευση», με το οποίο βεβαιώνονται η συμμόρφωσή τους με όλους τους σχετικούς όρους και η ορθή εκτέλεση όλων των διαδικασιών και διατυπώσεων που προηγούνται της ολοκλήρωσης της διασυνοριακής συγχώνευσης, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Στην ορθή εκτέλεση των εν λόγω διαδικασιών και διατυπώσεων περιλαμβάνονται:

α) η έγκριση από εποπτική ή άλλη αρχή ή η υποβολή γνωστοποίησης σε τέτοια αρχή, αν απαιτείται, και

β) η ικανοποίηση ή εξασφάλιση των χρηματικών ή μη χρηματικών υποχρεώσεων που οφείλονται σε δημόσιους φορείς και ιδίως το ελληνικό Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης.

3. Η αίτηση για την έκδοση του πιστοποιητικού της παρ. 2 συνοδεύεται από:

α) το κοινό σχέδιο διασυνοριακής συγχώνευσης,

β) την έκθεση και την επισυναπτόμενη γνώμη του άρθρου 53ε, καθώς και την έκθεση του άρθρου 53στ, αν υπάρχουν,

γ) τις παρατηρήσεις που υποβάλλονται, σύμφωνα με το άρθρο 53δ,

δ) την έγκριση του κοινού σχεδίου διασυνοριακής συγχώνευσης από τη γενική συνέλευση του άρθρου 53η, όπου απαιτείται,

ε) τον αριθμό των εργαζομένων τη στιγμή της κατάρτισης του κοινού σχεδίου διασυνοριακής συγχώνευσης,

στ) την ύπαρξη θυγατρικών και την έδρα τους,

ζ) πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση με τις περ. α) και β) της παρ. 2,

η) τη δήλωση της ημεδαπής εταιρείας ότι η διαδικασία του άρθρου 53ια έχει αρχίσει, αν απαιτείται.

Για τους σκοπούς της παρούσας, η αρμόδια αρχή μπορεί να ζητεί τις πληροφορίες των περ. ε) και ζ) απευθείας από τις αρμόδιες, κατά περίπτωση, αρχές, αν αυτές δεν παρέχονται από την ημεδαπή εταιρεία.

4. Η αίτηση της παρ. 3, περιλαμβανομένων των εγγράφων και πληροφοριών από τα οποία συνοδεύεται, μπορεί να υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή και μόνο ηλεκτρονικά.

5. Στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας των παρ. 1 και 2, η αρμόδια αρχή:

α) εξετάζει όλα τα έγγραφα και τις πληροφορίες που υποβάλλονται σε αυτήν, σύμφωνα με την παρ. 3,

β) όσον αφορά στη συμμόρφωση με τους κανόνες συμμετοχής των εργαζομένων, σύμφωνα με το άρθρο 53ια, επαληθεύει ότι το κοινό σχέδιο διασυνοριακής συγχώνευσης περιλαμβάνει πληροφορίες για τις διαδικασίες με τις οποίες καθορίζονται οι σχετικές ρυθμίσεις και τις πιθανές επιλογές σχετικά με τις εν λόγω ρυθμίσεις,

γ) μεριμνά για την επαλήθευση των πληροφοριών της περ. ζ) της παρ. 3.

6. Ο έλεγχος νομιμότητας των παρ. 1 και 2 πραγματοποιείται εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία λήψης των εγγράφων και των πληροφοριών σχετικά με την έγκριση της διασυνοριακής συγχώνευσης, από τη συνέλευση της ημεδαπής εταιρείας, σύμφωνα με την παρ. 3. Στο πλαίσιο του ανωτέρω ελέγχου:

α) Εφόσον διαπιστωθεί ότι η διασυνοριακή συγχώνευση πληροί όλους τους σχετικούς όρους και ότι έχουν εκτελεσθεί όλες οι απαραίτητες διαδικασίες και διατυπώσεις, η αρμόδια αρχή εκδίδει το πιστοποιητικό της παρ. 2, ή

β) εφόσον διαπιστωθεί ότι η διασυνοριακή συγχώνευση δεν πληροί όλους τους σχετικούς όρους ή ότι δεν έχουν εκτελεσθεί όλες οι απαραίτητες διαδικασίες και διατυπώσεις, η αρμόδια αρχή δεν εκδίδει το πιστοποιητικό της παρ. 2 και ενημερώνει την εταιρεία για τους λόγους της απόφασής της. Σε αυτή την περίπτωση, η αρμόδια αρχή μπορεί να δώσει στην εταιρεία τη δυνατότητα να εκπληρώσει τις σχετικές προϋποθέσεις ή να ολοκληρώσει τις διαδικασίες και τις διατυπώσεις εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

7. Η αρμόδια αρχή δεν εκδίδει το πιστοποιητικό της παρ. 2, εφόσον διαπιστώσει, ότι η διασυνοριακή συγχώνευση γίνεται για καταχρηστικούς ή δόλιους σκοπούς που δύναται να οδηγήσουν σε αποφυγή ή καταστρατήγηση του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου ή σε εγκληματικούς σκοπούς. Στους σκοπούς αυτούς περιλαμβάνεται και η αποφυγή υποχρεώσεων που μπορεί να προκύψουν από εκκρεμείς δικαστικές ή διοικητικές διαδικασίες, οφειλόμενες σε παραβίαση της ημεδαπής νομοθεσίας, στον βαθμό που η παραβίαση αυτή ενδέχεται να οδηγήσει στην επιβολή περαιτέρω υποχρεώσεων στην ημεδαπή εταιρεία, μεταξύ άλλων και έναντι φυσικών προσώπων και οντοτήτων του ιδιωτικού δικαίου.

8. Εφόσον η αρμόδια αρχή, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας της παρ. 1, έχει σοβαρές ενδείξεις ότι η διασυνοριακή συγχώνευση γίνεται για τους σκοπούς της παρ. 7, λαμβάνει υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστάσεις και τουλάχιστον τις διαθέσιμες σε αυτήν ενδείξεις για τα χαρακτηριστικά της εγκατάστασης στο κράτος μέλος στο οποίο η ημεδαπή εταιρεία θα εγκατασταθεί μετά από αυτήν, περιλαμβανομένων του σκοπού της επιχείρησης, του τομέα της επένδυσης, του καθαρού κύκλου εργασιών και των κερδών ή ζημιών, του αριθμού των εργαζομένων, της σύνθεσης του ισολογισμού, της φορολογικής κατοικίας, των στοιχείων ενεργητικού και της θέσης τους, του εξοπλισμού, των πραγματικών δικαιούχων της εταιρείας, του συνήθους τόπου εργασίας των εργαζομένων και συγκεκριμένων ομάδων εργαζομένων, του τόπου όπου πρέπει να καταβληθούν οι ασφαλιστικές εισφορές, του αριθμού των εργαζομένων που έχουν αποσπαστεί κατά το έτος πριν από τη διασυνοριακή πράξη κατά τον Κανονισμό (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 «για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας» (L 166) και το π. δ. 219/2000 (Α’ 190), του αριθμού των εργαζομένων που εργάζονται ταυτόχρονα σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη, κατά τον ανωτέρω Κανονισμό και των εμπορικών κινδύνων που αναλαμβάνονται από την εταιρεία ή τις εταιρείες, πριν και μετά τη διασυνοριακή συγχώνευση. Όλα τα ανωτέρω στοιχεία θεωρούνται ενδεικτικά στη συνολική αξιολόγηση και δεν εξετάζονται μεμονωμένα. Η αρμόδια αρχή μπορεί να θεωρήσει το γεγονός ότι η διασυνοριακή συγχώνευση έχει ως αποτέλεσμα ο τόπος της πραγματικής διοίκησης ή της οικονομικής δραστηριότητας να βρίσκεται στο κράτος μέλος όπου η εταιρεία πρόκειται να καταχωριστεί μετά τη διασυνοριακή πράξη, ως ένδειξη απουσίας περιστάσεων που οδηγούν σε κατάχρηση ή απάτη.

9. Όταν για τους σκοπούς της αξιολόγησης βάσει των παρ. 7 και 8, είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη πρόσθετες πληροφορίες ή να διεξαχθούν πρόσθετες έρευνες, η περίοδος των τριών (3) μηνών της παρ. 6 μπορεί να παραταθεί έως τρεις (3) επιπλέον μήνες.

10. Όταν λόγω της πολυπλοκότητας της διασυνοριακής διαδικασίας δεν είναι δυνατή η διενέργεια της αξιολόγησης εντός των προθεσμιών των παρ. 6 και 9, η αιτούσα ενημερώνεται από την αρμόδια αρχή για τους λόγους της καθυστέρησης, πριν από τη λήξη αυτών.

11. Για τους σκοπούς του ελέγχου νομιμότητας που διενεργείται σύμφωνα με το παρόν, η αρμόδια αρχή δύναται να προσφεύγει σε ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα, διοριζόμενο από την ίδια, ο οποίος δεν έχει καμία προηγούμενη ή τρέχουσα σχέση με την ημεδαπή εταιρεία, η οποία δύναται να επηρεάσει την ανεξαρτησία του. Σχετικά με το πρόσωπο των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων και τα κριτήρια ανεξαρτησίας τους εφαρμόζεται ανάλογα το άρθρο 10.

12. Για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της σύμφωνα με το παρόν, η αρμόδια αρχή μπορεί να συνεργάζεται με εποπτικές, φορολογικές, ασφαλιστικές ή άλλες καθ’ ύλην αρμόδιες ημεδαπές αρχές και υπηρεσίες, περιλαμβανομένων των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών και της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες του άρθρου 47 του ν. 4557/2018 (Α’ 139), καθώς και με αρχές που προέρχονται από το κράτος μέλος της εταιρείας που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση και να ανταλλάσσει ή να λαμβάνει από αυτές, καθώς και από την ημεδαπή εταιρεία, όλες τις πληροφορίες και τα έγγραφα, εμπιστευτικής φύσεως και μη, που απαιτούνται για τη διενέργεια του προληπτικού ελέγχου νομιμότητας, περιλαμβανομένου του ελέγχου αν η διασυνοριακή συγχώνευση γίνεται για καταχρηστικούς ή δόλιους σκοπούς που δύναται να οδηγήσουν σε αποφυγή ή καταστρατήγηση του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου. Για τη συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στην αρμόδια αρχή και σε άλλες καθ’ ύλην αρμόδιες ημεδαπές αρχές και υπηρεσίες ή αρχές και υπηρεσίες άλλων κρατών μελών εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 34, 34Α, 34Β και 34Γ του ν. 4557/2018.

Άρθρο 53ιγ

Διαβίβαση του «πιστοποιητικού πριν από τη διασυνοριακή συγχώνευση» (άρθρο 127α Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Το «πιστοποιητικό πριν από τη διασυνοριακή συγχώνευση» του άρθρου 53ιβ διαβιβάζεται στην αρχή του κράτους μέλους που είναι αρμόδια για τον έλεγχο νομιμότητας της διασυνοριακής συγχώνευσης, ως προς το σκέλος της διαδικασίας που αφορά στην ολοκλήρωση αυτής, μέσω του Συστήματος Διασύνδεσης Μητρώων Επιχειρήσεων της περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4919/2022 (Α’ 71) και είναι διαθέσιμο μέσω αυτού.

2. Η πρόσβαση στο ανωτέρω πιστοποιητικό είναι δωρεάν για τις αρμόδιες αρχές της παρ. 1 και τα οικεία μητρώα.

Άρθρο 53ιδ

Έλεγχος νομιμότητας της διασυνοριακής συγχώνευσης (άρθρο 128 Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Η διαδικασία της διασυνοριακής συγχώνευσης υπόκειται σε έλεγχο νομιμότητας, ως προς το σκέλος που αφορά στην ολοκλήρωση της διασυνοριακής συγχώνευσης και, κατά περίπτωση, τη σύσταση της νέας εταιρείας που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση, εφόσον η εταιρεία αυτή είναι ημεδαπή. Αρμόδια αρχή για τη διενέργεια του ως άνω ελέγχου είναι η Διεύθυνση Εταιρειών της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης. Η αρμόδια αρχή ελέγχει, ιδίως, αν οι εταιρείες που μετέχουν στη διασυνοριακή συγχώνευση ενέκριναν το κοινό σχέδιο διασυνοριακής συγχώνευσης με τους ίδιους όρους, και, κατά περίπτωση, εάν οι τρόποι συμμετοχής των εργαζομένων καθορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 53ια.

2. Για τους σκοπούς της παρ. 1, κάθε εταιρεία που μετέχει στη διασυνοριακή συγχώνευση υποβάλλει στην αρμόδια αρχή αίτηση για διενέργεια του ελέγχου και καταχώριση της διασυνοριακής συγχώνευσης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, η οποία συνοδεύεται από:

α) το κοινό σχέδιο διασυνοριακής συγχώνευσης,

β) την έγκριση του κοινού σχεδίου διασυνοριακής συγχώνευσης από τη συνέλευση, όπου απαιτείται, και,

γ) τη σύμβαση συγχώνευσης του άρθρου 15.

3. Η αίτηση της παρ. 2, περιλαμβανομένων των εγγράφων και πληροφοριών από τα οποία συνοδεύεται, μπορεί να υποβάλλεται και μόνον ηλεκτρονικά.

4. Η αρμόδια αρχή της παρ. 1 εγκρίνει τη διασυνοριακή συγχώνευση, μόλις διαπιστώσει ότι οι όροι των παρ. 1 και 2 έχουν πληρωθεί.

5. Το πιστοποιητικό του άρθρου 53ιβ γίνεται δεκτό από την αρμόδια αρχή της παρ. 1 ως επαρκής απόδειξη για την ορθή ολοκλήρωση των εφαρμοστέων πριν από τη διασυνοριακή συγχώνευση διαδικασιών και διατυπώσεων στο οικείο κράτος μέλος, χωρίς τα οποία η διασυνοριακή συγχώνευση δεν μπορεί να εγκριθεί.

Άρθρο 53ιε

Ημερομηνία έναρξης αποτελεσμάτων της διασυνοριακής συγχώνευσης (άρθρο 129 Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

Αν η εταιρεία που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση είναι ημεδαπή, η διασυνοριακή συγχώνευση συντελείται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 18, και η ημερομηνία έναρξης των αποτελεσμάτων της διασυνοριακής συγχώνευσης είναι η ημερομηνία καταχώρισης της σύμβασης διασυνοριακής συγχώνευσης που καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 15, ανεξαρτήτως της διαγραφής των λοιπών εταιρειών που μετέχουν στη διασυνοριακή συγχώνευση από το οικείο μητρώο.

Άρθρο 53ιστ

Καταχώριση της διασυνοριακής συγχώνευσης (άρθρο 130 Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Η διασυνοριακή συγχώνευση υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 16 για κάθε ημεδαπή εταιρεία που μετέχει σε αυτήν.

2. Αν η εταιρεία που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση είναι ημεδαπή, η σχετική καταχώριση στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) αναφέρει:

α) ότι η καταχώριση της εταιρείας που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση είναι το αποτέλεσμα διασυνοριακής συγχώνευσης,

β) την ημερομηνία καταχώρισης της εταιρείας που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση, και

γ) τον αριθμό καταχώρισης, την επωνυμία και τη νομική μορφή της εταιρείας που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση.

3. Αν συγχωνευόμενη εταιρεία είναι ημεδαπή, η σχετική καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. αναφέρει:

α) ότι η διαγραφή της συγχωνευόμενης εταιρείας από το Γ.Ε.ΜΗ. είναι το αποτέλεσμα διασυνοριακής συγχώνευσης,

β) την ημερομηνία διαγραφής της συγχωνευόμενης εταιρείας από το Γ.Ε.ΜΗ., και

γ) τον αριθμό καταχώρισης, την επωνυμία και τη νομική μορφή της συγχωνευόμενης εταιρείας.

4. Το Γ.Ε.ΜΗ. καθιστά τις πληροφορίες των παρ. 2 και 3 διαθέσιμες και προσβάσιμες δωρεάν και δημοσίως μέσω του Συστήματος Διασύνδεσης Μητρώων Επιχειρήσεων (Σ.ΔΙ.ΜΗ.Ε. – B.R.I.S.).

5. Αν η εταιρεία που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση είναι ημεδαπή, το Γ.Ε.ΜΗ. ενημερώνει το μητρώο του κάθε κράτους μέλους καθεμίας των συγχωνευόμενων εταιρειών, μέσω του Συστήματος Διασύνδεσης Μητρώων Επιχειρήσεων (Σ.ΔΙ.ΜΗ.Ε. – B.R.I.S.), ότι η διασυνοριακή συγχώνευση έχει συντελεστεί.

6. Εφόσον συντρέχει περίπτωση διαγραφής της ημεδαπής εταιρείας λόγω διασυνοριακής συγχώνευσης, η αρμόδια υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ. προβαίνει στη διαγραφή, μόλις παραλάβει από το μητρώο του κράτους μέλους στη νομοθεσία του οποίου υπάγεται η εταιρεία που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση, την ενημέρωση ότι η διασυνοριακή συγχώνευση έχει συντελεστεί.

Άρθρο 53ιζ

Αποτελέσματα της διασυνοριακής συγχώνευσης (άρθρα 131 και 134 Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Από την ημερομηνία καταχώρισης της διασυνοριακής συγχώνευσης της υποπερ. δβ) της περ. δ) του άρθρου 53β:

α) το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων των συγχωνευόμενων εταιρειών μεταβιβάζονται στη νέα εταιρεία,

β) οι μέτοχοι ή εταίροι των συγχωνευόμενων εταιρειών γίνονται μέτοχοι ή εταίροι της νέας εταιρείας, και

γ) οι συγχωνευόμενες εταιρείες παύουν να υφίστανται.

2. Σε περίπτωση διασυνοριακής συγχώνευσης στην οποία μετέχουν εταιρείες που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο, στις περιπτώσεις στις οποίες προβλέπεται σε αυτό συμβολαιογραφικός τύπος ή άλλες ιδιαίτερες διατυπώσεις, προκειμένου η μεταβίβαση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των εταιρειών που συμμετέχουν στη διασυνοριακή συγχώνευση να είναι αντιτάξιμη έναντι τρίτων, οι διατυπώσεις αυτές τηρούνται από την εταιρεία που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση.

3. Δικαιώματα και υποχρεώσεις των εταιρειών που μετέχουν στη διασυνοριακή συγχώνευση και τα οποία απορρέουν από συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας και υφίστανται κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της διασυνοριακής συγχώνευσης, μεταφέρονται στην εταιρεία που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της διασυνοριακής συγχώνευσης.

4. Διασυνοριακή συγχώνευση που έχει αρχίσει να παράγει αποτελέσματα σύμφωνα με το παρόν δεν μπορεί να κηρυχθεί άκυρη, χωρίς να θίγεται η δυνατότητα επιβολής άλλων μέτρων και κυρώσεων, σύμφωνα με διατάξεις αναγκαστικού δικαίου.

Άρθρο 53ιη

Απλουστευμένες διατυπώσεις (άρθρο 132 Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Αν στη διασυνοριακή συγχώνευση με απορρόφηση μετέχει εταιρεία, η οποία κατέχει το σύνολο των εταιρικών συμμετοχών που παρέχουν δικαίωμα ψήφου στη γενική συνέλευση της απορροφώμενης ή των απορροφώμενων εταιρειών:

α) δεν εφαρμόζονται ως προς την ημεδαπή εταιρεία οι περ. β), γ) και ε) της παρ. 1 του άρθρου 53γ, το άρθρο 53ε, το άρθρο 53στ και η περ. β) της παρ. 2 του άρθρου 18, και

β) εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 2 του άρθρου 35.

2. Αν στη διασυνοριακή συγχώνευση με απορρόφηση η απορροφώσα εταιρεία κατέχει το ενενήντα τοις εκατό (90%) ή περισσότερο, όχι όμως το σύνολο των εταιρικών συμμετοχών, που παρέχουν δικαίωμα ψήφου στις συνελεύσεις των απορροφώμενων εταιρειών, εφαρμόζεται ως προς την ημεδαπή απορροφώσα εταιρεία, το άρθρο 36.Δ.»

Κεφάλαιο Γ’: Διασυνοριακή διάσπαση κεφαλαιουχικών εταιρειών

Άρθρο 4

Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2121 για τις διασυνοριακές διασπάσεις κεφαλαιουχικών εταιρειών – Προσθήκη Κεφαλαίου ΙΒ’ στο Μέρος Γ’ του ν. 4601/2019

Στο Μέρος Γ’ του ν. 4601/2019 (Α’ 44), προστίθεται Κεφάλαιο ΙΒ’ ως εξής:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ’ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗ ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ

Άρθρο 103α

Πεδίο εφαρμογής (άρθρο 160α Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Το παρόν Κεφάλαιο εφαρμόζεται στις διασυνοριακές διασπάσεις.

2. Το παρόν Κεφάλαιο εφαρμόζεται και στις διασυνοριακές διασπάσεις που γίνονται με καταβολή χρηματικού ποσού που υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) της ονομαστικής αξίας ή, ελλείψει ονομαστικής αξίας, της λογιστικής αξίας των εταιρικών συμμετοχών που αντιπροσωπεύουν το κεφάλαιο της επωφελούμενης εταιρείας, εφόσον αυτό προβλέπεται από τη νομοθεσία ενός (1) τουλάχιστον κράτους μέλους, η οποία διέπει αλλοδαπή επωφελούμενη εταιρεία.

3. Το παρόν Κεφάλαιο δεν εφαρμόζεται στις διασυνοριακές διασπάσεις στις οποίες μετέχει εταιρεία, η οποία έχει ως αντικείμενο τη συλλογική επένδυση κεφαλαίων που παρέχονται από το κοινό, λειτουργεί βάσει της αρχής της διασποράς των κινδύνων και τα μερίδια της οποίας, εφόσον το ζητήσουν οι κάτοχοί τους, εξαγοράζονται ή εξοφλούνται, άμεσα ή έμμεσα, από τα περιουσιακά στοιχεία της εν λόγω εταιρείας. Κάθε ενέργεια, την οποία αναλαμβάνει μια τέτοια εταιρεία για να διασφαλίσει ότι η χρηματιστηριακή αξία των μεριδίων της δεν διαφέρει σημαντικά από την καθαρή αξία του ενεργητικού της, θεωρείται ισοδύναμη με τέτοια εξαγορά ή εξόφληση.

Άρθρο 103β

Ορισμοί (άρθρο 160β Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

Για τους σκοπούς του παρόντος Κεφαλαίου νοούνται ως:

α) «εταιρεία»: η Ανώνυμη Εταιρεία (Α.Ε.), η Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης (Ε.Π.Ε.), η Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία (Ι.Κ.Ε.), η ετερόρρυθμη κατά μετοχές εταιρεία, η Ευρωπαϊκή Εταιρεία («8Ε») και κάθε άλλη εταιρεία με μορφή που απαριθμείται στο Παράρτημα ΙΙ της Οδηγίας 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, «σχετικά με ορισμένες πτυχές του εταιρικού δίκαιου» (Ι_ 169),

β) «ημεδαπή εταιρεία»: εταιρεία με καταστατική έδρα στην Ελλάδα, εφόσον έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.),

γ) «αλλοδαπή εταιρεία»: μη ημεδαπή εταιρεία η οποία έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους της Ε.Ε. και έχει την καταστατική της έδρα, την κεντρική της διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή της, εντός της Ε.Ε.,

δ) «επωφελούμενη εταιρεία»: η νεοσυσταθείσα εταιρεία που προκύπτει από τη διασυνοριακή διάσπαση,

ε) «διάσπαση»: η διάσπαση με σύσταση νέας εταιρείας ή νέων εταιρειών του άρθρου 74, σύμφωνα με τα άρθρα 55, 56 και 57.

στ) «διασυνοριακή διάσπαση»: κάθε διάσπαση που προβλέπεται στο άρθρο 74 και στην οποία συμμετέχουν, ως διασπώμενες ή επωφελούμενες, μια ή περισσότερες ημεδαπές ή αλλοδαπές κεφαλαιουχικές εταιρείες.

Άρθρο 103γ

Διαδικασίες και διατυπώσεις (άρθρο 160γ Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Εφόσον ημεδαπή εταιρεία μετέχει στη διάσπαση ως διασπώμενη, το εθνικό δίκαιο διέπει τα τμήματα των διαδικασιών και διατυπώσεων που τηρούνται σε σχέση με τη διασυνοριακή διάσπαση για την απόκτηση του «προ της διασπάσεως πιστοποιητικού» του άρθρου 103ιβ, σε σχέση με την εταιρεία αυτή.

2. Εφόσον ημεδαπή εταιρεία μετέχει στη διάσπαση ως επωφελούμενη, το εθνικό δίκαιο διέπει τα τμήματα των διαδικασιών και των διατυπώσεων που τηρούνται μετά τη λήψη του «προ της διασπάσεως πιστοποιητικού» του άρθρου 103ιβ, σε σχέση με την εταιρεία αυτή.

Άρθρο 103δ

Σχέδιο διασυνοριακής διάσπασης (άρθρο 160δ Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

Το Διοικητικό Συμβούλιο ή οι διαχειριστές της ημεδαπής διασπώμενης εταιρείας καταρτίζουν το σχέδιο διασυνοριακής διάσπασης, το οποίο περιλαμβάνει τουλάχιστον:

α) τη νομική μορφή, την επωνυμία της διασπώμενης εταιρείας, τον τόπο της καταστατικής της έδρας, τη νομική μορφή και την επωνυμία που προτείνονται για τη νέα ή τις νέες εταιρείες που προκύπτουν από τη διασυνοριακή διάσπαση και την προτεινόμενη καταστατική τους έδρα,

β) τη σχέση ανταλλαγής των εταιρικών συμμετοχών της εταιρείας και το τυχόν ποσό πληρωμής σε μετρητά,

γ) τον τρόπο διάθεσης των εταιρικών συμμετοχών των επωφελούμενων εταιρειών ή της διασπώμενης εταιρείας,

δ) το προτεινόμενο ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα για τη διασυνοριακή διάσπαση,

ε) τις πιθανές επιπτώσεις της διασυνοριακής διάσπασης στην απασχόληση των εργαζομένων της διασπώμενης εταιρείας,

στ) την ημερομηνία από την οποία οι εταιρικές συμμετοχές παρέχουν δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη, καθώς και κάθε ειδικό όρο σχετικά με το δικαίωμα αυτό,

ζ) την ημερομηνία από την οποία οι πράξεις της διασπώμενης εταιρείας θεωρούνται, από λογιστική άποψη, ότι γίνονται για λογαριασμό καθεμίας από τις επωφελούμενες εταιρείες,

η) τα ειδικά πλεονεκτήματα που παρέχονται σε μέλη των διοικητικών, διαχειριστικών, εποπτικών ή εσωτερικών ελεγκτικών οργάνων της διασπώμενης εταιρείας,

θ) τα δικαιώματα που απονέμονται από τις επωφελούμενες εταιρείες στους μετόχους ή εταίρους της διασπώμενης εταιρείας που έχουν ειδικά δικαιώματα, καθώς και στους δικαιούχους άλλων δικαιωμάτων, ή τα προτεινόμενα μέτρα που αφορούν σε αυτά τα δικαιώματα,

ι) τις ιδρυτικές πράξεις ή τα καταστατικά των επωφελούμενων εταιρειών, κατά περίπτωση, και τις αλλαγές στην ιδρυτική πράξη ή το καταστατικό της διασπώμενης εταιρείας στην περίπτωση μερικής διάσπασης ή απόσχισης κλάδου,

ια) εφόσον απαιτείται, τις πληροφορίες για τις διαδικασίες με τις οποίες καθορίζονται, κατά το άρθρο 103ιβ, οι ρυθμίσεις για τον ρόλο των εργαζομένων στον καθορισμό της συμμετοχής τους στη διοίκηση των επωφελούμενων εταιρειών,

ιβ) την ακριβή περιγραφή των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της διασπώμενης εταιρείας, καθώς και δήλωση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού και παθητικού κατανέμονται μεταξύ των επωφελούμενων εταιρειών ή παραμένουν στη διασπώμενη εταιρεία, σε περίπτωση μερικής διάσπασης, ή απόσχισης κλάδου, συμπεριλαμβανομένης και πρόβλεψης για την αντιμετώπιση των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού που δεν κατανέμονται ρητά στο σχέδιο διασυνοριακής διάσπασης, ιδίως των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού που είναι άγνωστα κατά την ημερομηνία σύνταξης του σχεδίου διασυνοριακής διάσπασης,

ιγ) τις πληροφορίες σχετικά με την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων που κατανέμονται σε κάθε εταιρεία που μετέχει στη διασυνοριακή διάσπαση,

ιδ) την ημερομηνία των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της διασπώμενης εταιρείας, η οποία χρησιμοποιείται για τον καθορισμό των όρων της διασυνοριακής διάσπασης,

ιε) εφόσον απαιτείται, την κατανομή, στους μετόχους ή εταίρους της διασπώμενης εταιρείας, εταιρικών συμμετοχών στις επωφελούμενες εταιρείες, στη διασπώμενη εταιρεία ή σε αμφότερες, καθώς και το κριτήριο στο οποίο βασίζεται η κατανομή αυτή,

ιστ) τις λεπτομέρειες της προσφοράς χρηματικού ανταλλάγματος για τους μετόχους ή εταίρους σύμφωνα με το άρθρο 103θ,

ιζ) τυχόν εγγυήσεις που παρέχονται σε πιστωτές, όπως εγγυήσεις ή ενέχυρα.

Άρθρο 103ε

Δημοσιότητα (άρθρο 160ζ Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Έναν (1) τουλάχιστον μήνα πριν από την ημερομηνία συνεδρίασης της γενικής συνέλευσης του άρθρου 103η, για τη λήψη απόφασης με αντικείμενο τη διασυνοριακή διάσπαση, καταχωρίζονται και δημοσιεύονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.):

α) το σχέδιο διασυνοριακής διάσπασης της ημεδαπής εταιρείας,

β) η ανακοίνωση που ενημερώνει τους μετόχους ή εταίρους, τους πιστωτές και τους εκπροσώπους των εργαζομένων της διασπώμενης εταιρείας, ή, αν δεν υπάρχουν εκπρόσωποι, τους ίδιους τους εργαζόμενους, ότι μπορούν να υποβάλουν στην εταιρεία, το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία της γενικής συνέλευσης, παρατηρήσεις σχετικά με το σχέδιο διασυνοριακής διάσπασης,

γ) η έκθεση του ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα κατά το άρθρο 103ζ. Η εταιρεία έχει δικαίωμα να μη δημοσιεύσει τις εμπιστευτικές πληροφορίες της έκθεσης του ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα.

2. Τα έγγραφα που δημοσιοποιούνται στο Γ.Ε.ΜΗ., κατά την παρ. 1, είναι επίσης προσβάσιμα στο κοινό δωρεάν, μέσω του Συστήματος Διασύνδεσης Μητρώων Επιχειρήσεων της περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4919/2022 (Α’ 71).

3. Οι υποχρεώσεις της παρ. 1 εκπληρώνονται ηλεκτρονικά και δωρεάν.

Άρθρο 103στ

Έκθεση του διοικητικού συμβουλίου ή των διαχειριστών προς μετόχους ή εταίρους και εργαζόμενους (άρθρο 160ε Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) ή οι διαχειριστές της ημεδαπής διασπώμενης εταιρείας συντάσσουν έκθεση προς τους μετόχους ή εταίρους και τους εργαζομένους που εξηγεί και αιτιολογεί τις νομικές και οικονομικές πτυχές της διασυνοριακής διάσπασης και εξηγεί τις συνέπειες της διασυνοριακής διάσπασης για τους εργαζόμενους. Η έκθεση εξηγεί ιδίως τις συνέπειες της διασυνοριακής διάσπασης για τις μελλοντικές επιχειρηματικές δραστηριότητες των εταιρειών.

2. Η έκθεση περιλαμβάνει επίσης ένα τμήμα για τους μετόχους ή εταίρους και ένα τμήμα για τους εργαζόμενους. Η εταιρεία μπορεί να συντάξει είτε μια έκθεση που περιέχει τα δύο αυτά τμήματα είτε χωριστές εκθέσεις.

3. Το τμήμα της έκθεσης για τους μετόχους ή εταίρους εξηγεί ιδίως:

α) το χρηματικό αντάλλαγμα και τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό του,

β) τη σχέση ανταλλαγής εταιρικών συμμετοχών και τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό της, κατά περίπτωση,

γ) τις συνέπειες της διασυνοριακής διάσπασης για τους μετόχους ή εταίρους,

δ) τα δικαιώματα και τα μέσα έννομης προστασίας των μετόχων ή εταίρων, σύμφωνα με το άρθρο 103θ.

4. Το τμήμα της έκθεσης για τους μετόχους ή εταίρους δεν απαιτείται αν όλοι οι μέτοχοι ή οι εταίροι της εταιρείας έχουν συμφωνήσει να παραιτηθούν από την απαίτηση αυτή.

5. Το τμήμα της έκθεσης για τους εργαζόμενους εξηγεί ιδίως:

α) τις συνέπειες της διασυνοριακής διάσπασης για τις εργασιακές σχέσεις, καθώς και μέτρα για τη διαφύλαξη αυτών,

β) τις ουσιώδεις μεταβολές των ισχυουσών συνθηκών απασχόλησης ή των τόπων εγκατάστασης της εταιρείας,

γ) πώς τα στοιχεία των περ. α) και β) επηρεάζουν επίσης τις θυγατρικές της εταιρείας.

6. Η έκθεση καταχωρίζεται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο και δημοσιεύεται στον διαδικτυακό του τόπο τουλάχιστον έξι (6) εβδομάδες πριν από τη συνέλευση του άρθρου 103η. Η έκθεση είναι διαθέσιμη σε κάθε περίπτωση σε ηλεκτρονική μορφή μαζί με το σχέδιο διασυνοριακής διάσπασης στους μετόχους ή εταίρους και στους εκπροσώπους των εργαζομένων της διασπώμενης εταιρείας ή, αν δεν υπάρχουν εκπρόσωποι, στους ίδιους τους εργαζόμενους, εντός της ίδιας προθεσμίας.

7. Εφόσον το Δ.Σ. ή οι διαχειριστές της διασπώμενης εταιρείας λάβουν εγκαίρως γνώμη των εκπροσώπων των εργαζομένων ή, αν δεν υπάρχουν εκπρόσωποι, των ίδιων των εργαζομένων, σύμφωνα με το π.δ. 240/2006 (Α’ 252), σχετικά με τις πληροφορίες των παρ. 1 και 5 του παρόντος, οι μέτοχοι ή εταίροι ενημερώνονται σχετικά και η γνώμη επισυνάπτεται στην έκθεση.

8. Το τμήμα της έκθεσης για τους εργαζόμενους δεν απαιτείται, εφόσον η διασπώμενη εταιρεία και οι θυγατρικές της δεν έχουν άλλους εργαζόμενους πέραν εκείνων που συμμετέχουν στο Δ.Σ. ή είναι διαχειριστές.

9. Δεν απαιτείται έκθεση του Δ.Σ. ή των διαχειριστών, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις των παρ. 4 και 8.

10. Οι παρ. 1 έως 9 δεν θίγουν τα ισχύοντα δικαιώματα ενημέρωσης και διαβούλευσης και τις διαδικασίες που προβλέπονται στο π.δ. 178/2002 (Α’ 162) και στο Κεφάλαιο ΙΒ’ του ν. 4052/2012 (Α’ 41).

Άρθρο 103ζ

Έκθεση ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων (άρθρο 160στ Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Για την ημεδαπή διασπώμενη εταιρεία συντάσσεται έκθεση ενός (1) ή περισσότερων ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, η οποία απευθύνεται στους μετόχους ή εταίρους και είναι διαθέσιμη έναν (1) τουλάχιστον μήνα πριν από την ημερομηνία σύγκλησης της γενικής συνέλευσης του άρθρου 103η. Κατά τα λοιπά, ως προς τους εμπειρογνώμονες, εφαρμόζονται οι παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 10.

2. Η έκθεση της παρ. 1 περιλαμβάνει, σε κάθε περίπτωση, τη γνώμη των εμπειρογνωμόνων σχετικά με το κατά πόσο το προτεινόμενο χρηματικό αντάλλαγμα, σύμφωνα με το άρθρο 103θ, και η προτεινόμενη σχέση ανταλλαγής είναι επαρκή. Κατά την αξιολόγηση του χρηματικού ανταλλάγματος, οι εμπειρογνώμονες λαμβάνουν υπόψη τυχόν αγοραία τιμή των εταιρικών συμμετοχών της ημεδαπής διασπώμενης εταιρείας, πριν από την ανακοίνωση της πρότασης διασυνοριακής διάσπασης ή την αξία της διασπώμενης εταιρείας, εξαιρώντας την επίπτωση της προτεινόμενης διασυνοριακής διάσπασης, όπως καθορίζεται σύμφωνα με τις γενικά αποδεκτές μεθόδους αποτίμησης. Στην ίδια έκθεση αναφέρονται τουλάχιστον:

α) η μέθοδος ή οι μέθοδοι που υιοθετήθηκαν για να καθοριστεί το ποσό του προτεινόμενου χρηματικού ανταλλάγματος,

β) η μέθοδος ή οι μέθοδοι που υιοθετήθηκαν για τον καθορισμό της προτεινόμενης σχέσης ανταλλαγής,

γ) κατά πόσο η μέθοδος ή οι μέθοδοι που υιοθετήθηκαν είναι κατάλληλες για την αξιολόγηση του χρηματικού ανταλλάγματος και της σχέσης ανταλλαγής των εταιρικών συμμετοχών, η αξία στην οποία κατέληξαν με τη χρήση των εν λόγω μεθόδων και η γνώμη τους, όσον αφορά τη σχετική βαρύτητα που αποδόθηκε στις εν λόγω μεθόδους κατά τον υπολογισμό της αξίας, και

δ) πιθανές ειδικές δυσχέρειες αποτίμησης που έχουν ανακύψει.

4. Για τη σύνταξη της έκθεσης της παρ. 1 ο εμπειρογνώμονας έχει δικαίωμα να λάβει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες από την ημεδαπή διασπώμενη εταιρεία για την εκπλήρωση των καθηκόντων του.

5. Αν όλοι οι μέτοχοι ή εταίροι της ημεδαπής διασπώμενης εταιρείας συμφωνούν, δεν απαιτείται εξέταση του κοινού σχεδίου διασυνοριακής διάσπασης από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες ή έκθεση εμπειρογνωμόνων.

Άρθρο 103η

Έγκριση από τη γενική συνέλευση (άρθρο 160η Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Για τη διασυνοριακή διάσπαση απαιτείται απόφαση της γενικής συνέλευσης της ημεδαπής διασπώμενης εταιρείας, σύμφωνα με το άρθρο 66 και, κατά περίπτωση, το άρθρο 85, την παρ. 1 του άρθρου 91, την παρ. 2 του άρθρου 92 και το άρθρο 96, αφού λάβει γνώση των εκθέσεων της διοίκησης και των εμπειρογνωμόνων, καθώς επίσης και των παρατηρήσεων των εργαζομένων. Στην περίπτωση αυτή, ρήτρες του καταστατικού που απαιτούν πλειοψηφία μεγαλύτερη του ενενήντα τοις εκατό (90%) δεν ισχύουν για το υπερβάλλον ποσοστό. Η ως άνω έγκριση δεν απαιτείται στις περιπτώσεις του άρθρου 103ιη.

2. Η απόφαση της συνέλευσης για την έγκριση της διασυνοριακής διάσπασης δεν μπορεί να προσβληθεί για τον λόγο ότι:

α) η σχέση ανταλλαγής των εταιρικών συμμετοχών ή το χρηματικό αντάλλαγμα, όπως αυτά αναφέρονται στο άρθρο 103θ, δεν είναι επαρκή ή

β) οι διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τη σχέση ανταλλαγής ή την παροχή χρηματικού ανταλλάγματος δεν πληρούν τους όρους του νόμου.

Άρθρο 103θ

Προστασία των μετόχων ή εταίρων (άρθρο 160θ Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Οι μέτοχοι ή οι εταίροι που καταψήφισαν το κοινό σχέδιο διασυνοριακής διάσπασης έχουν το δικαίωμα να διαθέσουν τις εταιρικές τους συμμετοχές έναντι καταβολής επαρκούς χρηματικού ανταλλάγματος, υπό τις προϋποθέσεις του παρόντος, αν ως αποτέλεσμα της διασυνοριακής διάσπασης πρόκειται να λάβουν εταιρικές συμμετοχές σε επωφελούμενη εταιρεία που διέπεται από το δίκαιο άλλου κράτους μέλους. Για την άσκηση του ως άνω δικαιώματος απαιτείται προηγούμενη δήλωση των μετόχων ή εταίρων, η οποία υποβάλλεται στην εταιρεία εντός ενός (1) μηνός από την απόφαση της συνέλευσης του άρθρου 66. Η διασπώμενη ημεδαπή εταιρεία παρέχει διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μέσω της οποίας παραλαμβάνει ηλεκτρονικά την ως άνω δήλωση.

2. Το χρηματικό αντάλλαγμα της παρ. 1 καταβάλλεται εντός ενός (1) μηνός από την έναρξη ισχύος της διασυνοριακής διάσπασης, σύμφωνα με το άρθρο 103ιστ.

3. Κάθε διαφορά που προκύπτει από την εφαρμογή της παρ. 1 επιλύεται από το δικαστήριο της παρ. 1 του άρθρου 5. Η σχετική αγωγή του μετόχου ή εταίρου ασκείται εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος της διασυνοριακής διάσπασης, σύμφωνα με το άρθρο 103ιστ. Η τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου για την παροχή πρόσθετου οικονομικού ανταλλάγματος ισχύει για όλους τους μετόχους ή εταίρους της διασπώμενης ημεδαπής εταιρείας που έχουν δηλώσει την απόφασή τους να ασκήσουν το δικαίωμα διάθεσης των εταιρικών συμμετοχών τους, σύμφωνα με την παρ. 1.

4. Ενώπιον του δικαστηρίου και εντός της προθεσμίας της παρ. 3, οι μέτοχοι ή εταίροι της ημεδαπής διασπώμενης εταιρείας, που δεν διαθέτουν δικαίωμα διάθεσης των εταιρικών τους συμμετοχών ή δεν άσκησαν το δικαίωμα της παρ. 1, δύνανται να αξιώσουν την καταβολή αποζημίωσης σε μετρητά, εφόσον η σχέση ανταλλαγής, όπως ορίζεται στο κοινό σχέδιο διασυνοριακής διάσπασης, δεν είναι επαρκής. Η τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου για τον καθορισμό επαρκούς σχέσης ανταλλαγής ισχύει για όλους τους μετόχους ή εταίρους της διασπώμενης ημεδαπής εταιρείας που δεν έχουν δικαίωμα διάθεσης των εταιρικών συμμετοχών τους ή δεν το έχουν ασκήσει.

Άρθρο 103ι

Προστασία των πιστωτών (άρθρο 160ι Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Μέσα σε τρεις (3) μήνες από την ολοκλήρωση των διατυπώσεων του άρθρου 103ε, οι πιστωτές της ημεδαπής διασπώμενης εταιρείας, των οποίων οι απαιτήσεις έχουν γεννηθεί πριν από τον χρόνο αυτό, χωρίς να έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες, έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν, η δε εταιρεία έχει υποχρέωση να τους παράσχει, κατάλληλες εγγυήσεις, εφόσον αποδεικνύουν επαρκώς ότι λόγω της διασυνοριακής διάσπασης διακυβεύεται η ικανοποίηση των απαιτήσεών τους και δεν έχουν λάβει επαρκείς εγγυήσεις. Οι εγγυήσεις του πρώτου εδαφίου παράγουν αποτελέσματα υπό την προϋπόθεση συντέλεσης της διασυνοριακής διάσπασης, σύμφωνα με το άρθρο 103ιστ.

2. Κάθε διαφορά που προκύπτει από την εφαρμογή της παρ. 1 επιλύεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 65.

3. Εφόσον δεν ικανοποιήθηκε απαίτηση πιστωτή της διασπώμενης εταιρείας που αναλήφθηκε από επωφελούμενη εταιρεία, ιδίως σε περίπτωση άκαρπης αναγκαστικής εκτέλεσης ή κήρυξης σε πτώχευση, για την απαίτηση αυτή ευθύνονται εις ολόκληρον και οι λοιπές επωφελούμενες εταιρείες, μέχρι του ύψους της καθαρής θέσης της περιουσίας που εισφέρθηκε από τη διασπώμενη εταιρεία σε κάθε μια από τις εταιρείες αυτές, ή στις περιπτώσεις μερικής διάσπασης ή απόσχισης κλάδου και η ίδια η διασπώμενη εταιρεία.

4. Το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) ή οι διαχειριστές της ημεδαπής διασπώμενης εταιρείας συντάσσουν δήλωση, η οποία αποτυπώνει με ακρίβεια τη χρηματοοικονομική κατάσταση της εταιρείας σε χρόνο που δεν απέχει περισσότερο από έναν (1) μήνα από την ημερομηνία δημοσιοποίησης της δήλωσης. Στη δήλωση του πρώτου εδαφίου αναφέρεται ότι, βάσει των πληροφοριών που το Δ.Σ. ή οι διαχειριστές της ημεδαπής εταιρείας διαθέτουν, κατά την ημερομηνία έκδοσης της δήλωσης και μετά τη διενέργεια εύλογων ερευνών, δεν γνωρίζουν λόγους από τους οποίους να συνάγεται ότι οποιαδήποτε επωφελούμενη εταιρεία και σε περίπτωση μερικής διάσπασης, η ημεδαπή διασπώμενη εταιρεία και οποιαδήποτε επωφελούμενη εταιρεία δεν θα είναι σε θέση να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, όταν αυτές καταστούν ληξιπρόθεσμες. Η δήλωση του πρώτου εδαφίου υποβάλλεται σε δημοσιότητα μαζί με το σχέδιο διασυνοριακής διάσπασης, σύμφωνα με το άρθρο 103ε.

5. Η εφαρμογή του παρόντος δεν θίγει την ικανοποίηση ή την εξασφάλιση χρηματικών ή μη χρηματικών υποχρεώσεων που οφείλονται σε δημόσιους φορείς και ιδίως το ελληνικό Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης.

Άρθρο 103ια

Ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζόμενων (άρθρο 160ια Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Στη διασυνοριακή διάσπαση εφαρμόζονται οι κανόνες περί ενημέρωσης και διαβούλευσης των εργαζομένων που προβλέπονται στο π.δ. 240/2006 (Α’ 252), καθώς και στο άρθρο 8 του π.δ. 178/2002 (Α’ 162), εφόσον η διασυνοριακή διάσπαση ενέχει μεταβίβαση επιχείρησης, ή, κατά περίπτωση, οι κανόνες περί ενημέρωσης και διαβούλευσης των εργαζομένων του Κεφαλαίου ΙΒ’ του ν. 4052/2012 (Α’ 41).

2. Με την επιφύλαξη της περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 103ε και της παρ. 7 του άρθρου 103στ, η ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων πραγματοποιείται πριν από τη λήψη απόφασης για την κατάρτιση του σχεδίου διασυνοριακής διάσπασης και πριν από την έκθεση του άρθρου 103στ, ώστε να τους δίνεται αιτιολογημένη απάντηση πριν τη συνέλευση του άρθρου 103η.

3. Για τις πρακτικές λεπτομέρειες της ενημέρωσης και διαβούλευσης εφαρμόζεται το άρθρο 4 του π.δ. 240/2006.

Άρθρο 103ιβ

Συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση της επωφελούμενης ή των επωφελούμενων εταιρειών (άρθρο 160ιβ Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Με την επιφύλαξη της παρ. 2 του παρόντος, η προκύπτουσα από τη διασυνοριακή διάσπαση ημεδαπή επωφελούμενη εταιρεία υπόκειται σε κανόνες περί συμμετοχής των εργαζομένων στη διοίκησή της, κατά το μέρος που τέτοιοι κανόνες προβλέπονται στις κείμενες διατάξεις, ιδίως στις παρ. 2 και 4 του άρθρου 12 του Κανονισμού (ΕΚ) 2157/2001 του Συμβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου 2001, περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρείας («SE», L 294), το άρθρο 25 του ν. 3412/2005 (Α’ 276) και το π.δ. 91/2006 (Α’ 92).

2. Ωστόσο, οι ισχύοντες κανόνες σχετικά με τη συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση δεν έχουν εφαρμογή, αν η επωφελούμενη εταιρεία έχει, κατά τη διάρκεια του εξαμήνου που προηγείται της δημοσίευσης του σχεδίου διασυνοριακής διάσπασης, μέσο αριθμό εργαζομένων ίσο με τα τέσσερα πέμπτα (4/5) του ισχύοντος κατώτατου ορίου, όπως προβλέπεται στο δίκαιο του κράτους μέλους στη δικαιοδοσία του οποίου υπόκειται η διασπώμενη εταιρεία, και το οποίο ενεργοποιεί τη συμμετοχή των εργαζομένων κατά την έννοια της περ. ια) του άρθρου 2 του π.δ. 91/2006, ή εφόσον οι κείμενες διατάξεις που εφαρμόζονται σε επωφελούμενη εταιρεία:

α) δεν προβλέπουν τουλάχιστον το ίδιο επίπεδο συμμετοχής των εργαζομένων, όπως ίσχυε στη διασπώμενη εταιρεία πριν από τη διασυνοριακή διάσπασή της, μετρούμενο με την αναλογία των εκπροσώπων των εργαζομένων μεταξύ των μελών του διοικητικού ή εποπτικού οργάνου ή των επιτροπών τους ή της ομάδας που διευθύνει τις παραγωγικές μονάδες της επιχείρησης, εφόσον προβλέπεται η εν λόγω εκπροσώπηση, ή

β) δεν προβλέπουν ότι οι εργαζόμενοι στις εγκαταστάσεις της επωφελούμενης εταιρείας, οι οποίες βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη, μπορούν να ασκούν τα ίδια δικαιώματα συμμετοχής με αυτά που απολαμβάνουν οι εργαζόμενοι που απασχολούνται στην ημεδαπή.

3. Στην περίπτωση της παρ. 2, η συμμετοχή των εργαζομένων στην επωφελούμενη εταιρεία και ο ρόλος τους κατά τον καθορισμό των αντίστοιχων δικαιωμάτων ρυθμίζονται, με την επιφύλαξη των παρ. 4 έως 6, με ανάλογη εφαρμογή των παρ. 2 και 4 του άρθρου 12 του Κανονισμού (ΕΚ) 2157/2001, του άρθρου 25 του ν. 3412/2005, καθώς και των εξής διατάξεων του π.δ. 91/2006:

α) της παρ. 1 του άρθρου 3, της υποπερ. (ί) της περ. α), καθώς και των περ. β) και γ) της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, των δύο πρώτων εδαφίων της παρ. 4 του ίδιου άρθρου, καθώς και των παρ. 5 και 7 του ίδιου άρθρου,

β) της παρ. 1, των περ. α), ζ) και η) της παρ. 2, καθώς και των παρ. 3 και 4 του άρθρου 4,

γ) των άρθρων 5, 6 και της παρ. 1 του άρθρου 7,

δ) των άρθρων 8, 10 και 11,

ε) του τμήματος 3 του Παραρτήματος.

4. Επί ημεδαπής επωφελούμενης εταιρείας ισχύουν τα εξής:

α) Η ειδική διαπραγματευτική ομάδα μπορεί να αποφασίσει, με πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) των μελών που εκπροσωπούν τουλάχιστον τα δύο τρίτα (2/3) των εργαζομένων, να μην αρχίσει διαπραγματεύσεις ή να τερματίσει διαπραγματεύσεις που έχουν ήδη αρχίσει και να βασιστεί στους κανόνες συμμετοχής που ισχύουν στην ημεδαπή.

β) Αν, αφού προηγηθούν διαπραγματεύσεις, εφαρμόζονται οι διατάξεις αναφοράς σχετικά με τη συμμετοχή, το ποσοστό των εκπροσώπων των εργαζομένων στο διοικητικό όργανο της επωφελούμενης εταιρείας δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα τρίτο (1/3) των μελών του οργάνου αυτού.

γ) Οι κανόνες σχετικά με τη συμμετοχή των εργαζομένων που ίσχυαν πριν από τη διασυνοριακή διάσπαση εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την ημερομηνία εφαρμογής των τυχόν μεταγενέστερα συμφωνημένων κανόνων ή, ελλείψει τέτοιων, μέχρι την εφαρμογή των κανόνων αναφοράς, σύμφωνα με το τμήμα 3 του Παραρτήματος του π.δ. 91/2006.

5. Αν επωφελούμενη εταιρεία λειτουργεί υπό καθεστώς συμμετοχής των εργαζομένων σύμφωνα με τους κανόνες της παρ. 2, η εταιρεία λαμβάνει τη νομική μορφή που επιτρέπει την άσκηση των δικαιωμάτων συμμετοχής.

6. Αν επωφελούμενη εταιρεία λειτουργεί υπό καθεστώς συμμετοχής των εργαζομένων, λαμβάνει μέτρα, προκειμένου να διασφαλίσει, για τέσσερα (4) έτη από την έναρξη ισχύος της διασυνοριακής διάσπασης, την προστασία των δικαιωμάτων συμμετοχής των εργαζομένων στην περίπτωση μεταγενέστερης συγχώνευσης, διάσπασης ή μετατροπής, εγχώριας ή διασυνοριακής, εφαρμόζοντας τις παρ. 1 έως 5.

7. Η εταιρεία γνωστοποιεί αμελλητί και με κάθε πρόσφορο μέσο στους εργαζομένους της ή στους εκπροσώπους τους το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων σχετικά με τη συμμετοχή των εργαζομένων.

8. Η ημεδαπή επωφελούμενη εταιρεία γνωστοποιεί εγγράφως τον αριθμό των απασχολουμένων και τον αριθμό των εκπροσώπων των εργαζομένων, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, στις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης εντός τριμήνου από την έναρξη ισχύος της διασυνοριακής διάσπασης.

Άρθρο 103ιγ

Πιστοποιητικό πριν από τη διασυνοριακή διάσπαση (άρθρο 160ιγ Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Η διαδικασία της διασυνοριακής διάσπασης υπόκειται σε προληπτικό έλεγχο νομιμότητας, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, ως προς το σκέλος που αφορά στη διασπώμενη εταιρεία, εφόσον αυτή είναι ημεδαπή. Αρμόδια αρχή για τη διενέργεια του ελέγχου ορίζεται η Διεύθυνση Εταιρειών της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης.

2. Η αρμόδια αρχή χορηγεί στη διασπώμενη ημεδαπή εταιρεία «πιστοποιητικό πριν από τη διασυνοριακή συγχώνευση», με το οποίο βεβαιώνονται η συμμόρφωσή της με όλους τους σχετικούς όρους και η ορθή εκτέλεση όλων των διαδικασιών και διατυπώσεων που προηγούνται της ολοκλήρωσης της διάσπασης, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο. Στην ορθή εκτέλεση των εν λόγω διαδικασιών και διατυπώσεων περιλαμβάνονται:

α) η συμμόρφωση με ειδικές τομεακές απαιτήσεις, περιλαμβανομένης της έγκρισης από εποπτική ή άλλη αρχή ή της υποβολής γνωστοποίησης σε τέτοια αρχή, αν απαιτείται και

β) η ικανοποίηση ή εξασφάλιση χρηματικών ή μη χρηματικών υποχρεώσεων που οφείλονται σε δημόσιους φορείς και ιδίως το ελληνικό Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης.

3. Η αίτηση για την έκδοση του πιστοποιητικού της παρ. 2 συνοδεύεται από:

α) το σχέδιο διασυνοριακής διάσπασης,

β) την έκθεση και την επισυναπτόμενη γνώμη του άρθρου 103στ, καθώς και την έκθεση του άρθρου 103ζ, εφόσον υπάρχουν,

γ) παρατηρήσεις που υποβάλλονται, σύμφωνα με το άρθρο 103ε,

δ) την έγκριση του σχεδίου διασυνοριακής διάσπασης από τη γενική συνέλευση, όπου απαιτείται,

ε) τον αριθμό των εργαζομένων τη στιγμή της κατάρτισης του σχεδίου διασυνοριακής διάσπασης,

στ) την ύπαρξη θυγατρικών και την έδρα τους,

ζ) πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των περ. α) και β) της παρ. 2,

η) τη δήλωση της ημεδαπής εταιρείας ότι η διαδικασία του άρθρου 103ιβ έχει αρχίσει, εφόσον συντρέχει περίπτωση.

Για τους σκοπούς της παρούσας, η αρμόδια αρχή μπορεί να ζητεί τις πληροφορίες των περ. ε) και ζ) απευθείας από τις αρμόδιες κατά περίπτωση αρχές, αν αυτές δεν παρέχονται από την ημεδαπή εταιρεία.

4. Η αίτηση της παρ. 3, περιλαμβανομένων των εγγράφων και πληροφοριών από τα οποία συνοδεύεται, μπορεί να υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή και μόνον ηλεκτρονικά.

5. Στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας των παρ. 1 και 2, η αρμόδια αρχή:

α) εξετάζει όλα τα έγγραφα και τις πληροφορίες που υποβάλλονται σε αυτήν σύμφωνα με την παρ. 3,

β) όσον αφορά στη συμμόρφωση με τους κανόνες συμμετοχής των εργαζομένων, σύμφωνα με το άρθρο 103ιβ, επαληθεύει ότι το σχέδιο διασυνοριακής διάσπασης περιλαμβάνει πληροφορίες για τις διαδικασίες με τις οποίες καθορίζονται οι σχετικές ρυθμίσεις και τις πιθανές επιλογές σχετικά με τις εν λόγω ρυθμίσεις,

γ) μεριμνά για την επαλήθευση των πληροφοριών της περ. ζ) της παρ. 3.

6. Ο έλεγχος νομιμότητας που αναφέρεται στις παρ. 1 και 2 πραγματοποιείται εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία λήψης των εγγράφων και των πληροφοριών σχετικά με την έγκριση της διασυνοριακής διάσπασης από τη γενική συνέλευση της ημεδαπής εταιρείας, σύμφωνα με την παρ. 3. Στο πλαίσιο του ανωτέρω ελέγχου:

α) Εφόσον διαπιστωθεί ότι η διασυνοριακή διάσπαση πληροί όλους τους σχετικούς όρους και ότι έχουν εκτελεσθεί όλες οι απαραίτητες διαδικασίες και διατυπώσεις, η αρμόδια αρχή εκδίδει το πιστοποιητικό της παρ. 2, ή

β) εφόσον διαπιστωθεί ότι η διασυνοριακή διάσπαση δεν πληροί όλους τους σχετικούς όρους ή ότι δεν έχουν εκτελεσθεί όλες οι απαραίτητες διαδικασίες και διατυπώσεις, η αρμόδια αρχή δεν εκδίδει το πιστοποιητικό της παρ. 2 και ενημερώνει την εταιρεία για τους λόγους της απόφασής της. Σε αυτήν την περίπτωση, η αρμόδια αρχή μπορεί να δώσει στην εταιρεία τη δυνατότητα να εκπληρώσει τις σχετικές προϋποθέσεις ή να ολοκληρώσει τις διαδικασίες και τις διατυπώσεις εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

7. Η αρμόδια αρχή δεν εκδίδει το πιστοποιητικό της παρ. 2, εφόσον διαπιστώσει, ότι η διασυνοριακή διάσπαση γίνεται για καταχρηστικούς ή δόλιους σκοπούς που δύναται να οδηγήσουν σε αποφυγή ή καταστρατήγηση του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου, ή σε εγκληματικούς σκοπούς. Στους σκοπούς αυτούς περιλαμβάνεται και η αποφυγή υποχρεώσεων που μπορεί να προκύψουν από εν εξελίξει δικαστικές ή διοικητικές διαδικασίες, οφειλόμενες σε παραβίαση της ημεδαπής νομοθεσίας, στον βαθμό που η παραβίαση αυτή ενδέχεται να οδηγήσει στην επιβολή περαιτέρω υποχρεώσεων στην ημεδαπή εταιρεία, μεταξύ άλλων και έναντι φυσικών προσώπων και οντοτήτων του ιδιωτικού δικαίου.

8. Εφόσον η αρμόδια αρχή της παρ. 1, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας που διενεργεί, έχει σοβαρές ενδείξεις ότι η διασυνοριακή διάσπαση γίνεται για τους σκοπούς της παρ. 7, λαμβάνει υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και τις περιστάσεις και τουλάχιστον τις διαθέσιμες σε αυτήν ενδείξεις για τα χαρακτηριστικά της εγκατάστασης στο κράτος μέλος στο οποίο η ημεδαπή εταιρεία θα εγκατασταθεί μετά από αυτήν, περιλαμβανομένων του σκοπού της επιχείρησης, του τομέα της επένδυσης, του καθαρού κύκλου εργασιών και των κερδών ή ζημιών, του αριθμού των εργαζομένων, της σύνθεσης του ισολογισμού, της φορολογικής κατοικίας, των στοιχείων ενεργητικού και της θέσης τους, του εξοπλισμού, των πραγματικών δικαιούχων της εταιρείας, του συνήθους τόπου εργασίας των εργαζομένων και συγκεκριμένων ομάδων εργαζομένων, του τόπου όπου πρέπει να καταβληθούν οι ασφαλιστικές εισφορές, του αριθμού των εργαζομένων που έχουν αποσπαστεί κατά το έτος πριν από τη διασυνοριακή πράξη κατά τον Κανονισμό 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 «για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας» (L 166) και το π.δ. 219/2000 (Α’ 190), του αριθμού των εργαζομένων που εργάζονται ταυτόχρονα σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη κατά τον ανωτέρω Κανονισμό 883/2004 και των εμπορικών κινδύνων που αναλαμβάνονται από την εταιρεία ή τις εταιρείες, πριν και μετά τη διασυνοριακή διάσπαση. Όλα τα ανωτέρω στοιχεία θεωρούνται ενδεικτικά στη συνολική αξιολόγηση και δεν εξετάζονται μεμονωμένα. Η αρμόδια αρχή μπορεί να θεωρήσει το γεγονός ότι η διασυνοριακή διάσπαση έχει ως αποτέλεσμα ο τόπος της πραγματικής διοίκησης ή της οικονομικής δραστηριότητας να βρίσκεται στο κράτος μέλος όπου η εταιρεία πρόκειται να καταχωριστεί μετά τη διασυνοριακή πράξη ως ένδειξη απουσίας περιστάσεων που οδηγούν σε κατάχρηση ή απάτη.

9. Όταν για τους σκοπούς της αξιολόγησης βάσει των παρ. 7 και 8, είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη πρόσθετες πληροφορίες ή να διεξαχθούν πρόσθετες έρευνες, η περίοδος των τριών (3) μηνών της παρ. 6 μπορεί να παραταθεί έως τρεις (3) επιπλέον μήνες.

10. Όταν λόγω της πολυπλοκότητας της διασυνοριακής διαδικασίας δεν είναι δυνατή η διενέργεια της αξιολόγησης βάσει των παρ. 7 και 8, εντός των προθεσμιών των παρ. 6 και 9, η αιτούσα ενημερώνεται από την αρμόδια αρχή για τους λόγους της καθυστέρησης πριν από τη λήξη αυτών.

11. Για τους σκοπούς του ελέγχου νομιμότητας που διενεργείται σύμφωνα με το παρόν, η αρμόδια αρχή δύναται να προσφεύγει σε ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα, διοριζόμενο από την ίδια, ο οποίος δεν έχει καμία προηγούμενη ή τρέχουσα σχέση με την ημεδαπή εταιρεία που θα μπορούσε να επηρεάσει την ανεξαρτησία του. Σχετικά με το πρόσωπο των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων και τα κριτήρια ανεξαρτησίας τους εφαρμόζεται ανάλογα το άρθρο 10.

12. Για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, σύμφωνα με το παρόν, η αρμόδια αρχή μπορεί να συνεργάζεται με εποπτικές, φορολογικές, ασφαλιστικές ή άλλες καθ’ ύλην αρμόδιες ημεδαπές αρχές και υπηρεσίες, περιλαμβανομένων των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών και της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες του άρθρου 47 του ν. 4557/2018 (Α’ 139), καθώς και με αρχές που προέρχονται από το κράτος μέλος της εταιρείας που προκύπτει από τη διασυνοριακή διάσπαση και να ανταλλάσσει ή να λαμβάνει από αυτές, καθώς και από την ημεδαπή εταιρεία, όλες τις πληροφορίες και τα έγγραφα, εμπιστευτικής φύσεως και μη, που απαιτούνται για τη διενέργεια του προληπτικού ελέγχου νομιμότητας, περιλαμβανομένου του ελέγχου αν η διασυνοριακή διάσπαση γίνεται για καταχρηστικούς ή δόλιους σκοπούς που δύναται να οδηγήσουν σε αποφυγή ή καταστρατήγηση του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου. Για τη συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στην αρμόδια αρχή και σε άλλες καθ’ ύλην αρμόδιες ημεδαπές αρχές και υπηρεσίες ή αρχές και υπηρεσίες άλλων κρατών μελών εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 34, 34Α, 34Β και 34Γ του ν. 4557/2018.

Άρθρο 103ιδ

Διαβίβαση του «πιστοποιητικού πριν από τη διασυνοριακή διάσπαση» (άρθρο 160ιδ Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Το «πιστοποιητικό πριν από τη διασυνοριακή διάσπαση» του άρθρου 103ιγ διαβιβάζεται στις αρχές των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για τον έλεγχο νομιμότητας της διασυνοριακής διάσπασης, ως προς το σκέλος της διαδικασίας που διέπεται από το δίκαιο των επωφελούμενων εταιρειών, μέσω του Συστήματος Διασύνδεσης Μητρώων Επιχειρήσεων της περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4919/2022 (Α’ 71) και είναι διαθέσιμο μέσω αυτού.

2. Η πρόσβαση στο «πιστοποιητικό πριν από τη διασυνοριακή διάσπαση» είναι δωρεάν για τις αρμόδιες αρχές της παρ. 1 και τα οικεία μητρώα.

Άρθρο 103ιε

Έλεγχος νομιμότητας της διασυνοριακής διάσπασης (άρθρο 160ιε Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Η διαδικασία της διασυνοριακής διάσπασης υπόκει-ται σε έλεγχο νομιμότητας, για το σκέλος που αφορά στην ολοκλήρωση της διασυνοριακής διάσπασης, ως προς την επωφελούμενη ή τις επωφελούμενες από τη διάσπαση ημεδαπές εταιρείες. Αρμόδια αρχή για τη διενέργεια του ως άνω ελέγχου ορίζεται η Διεύθυνση Εταιρειών της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης. Η αρμόδια αρχή ελέγχει, ιδίως, αν η επωφελούμενη ή οι επωφελούμενες ημεδαπές εταιρείες συμμορφώνονται με τις διατάξεις του ημεδαπού δικαίου περί σύστασης και καταχώρισης εταιρειών και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, εάν έχουν θεσπισθεί ρυθμίσεις για τη συμμετοχή των εργαζομένων, σύμφωνα με το άρθρο 103ιβ.

2. Για τους σκοπούς της παρ. 1, κάθε εταιρεία που μετέχει στη διασυνοριακή διάσπαση υποβάλλει στην αρμόδια αρχή αίτηση για διενέργεια του ελέγχου και για καταχώριση της διασυνοριακής διάσπασης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, η οποία συνοδεύεται από:

α) το σχέδιο διασυνοριακής διάσπασης,

β) την έγκριση του σχεδίου διασυνοριακής διάσπασης από τη συνέλευση, όπου απαιτείται, και

γ) τη σύμβαση διάσπασης του άρθρου 67.

3. Η αίτηση της παρ. 2, περιλαμβανομένων των εγγράφων και πληροφοριών από τα οποία συνοδεύεται, μπορεί να υποβάλλεται και μόνον ηλεκτρονικά.

4. Η αρμόδια αρχή της παρ. 1 εγκρίνει τη διασυνοριακή διάσπαση, μόλις διαπιστώσει ότι οι όροι των παρ. 1 και 2 έχουν πληρωθεί.

5. Το πιστοποιητικό του άρθρου 103ιγ γίνεται δεκτό από την αρμόδια αρχή της παρ. 1 ως επαρκής απόδειξη για την ορθή ολοκλήρωση των εφαρμοστέων πριν από τη διασυνοριακή διάσπαση διαδικασιών και διατυπώσεων στο οικείο κράτος μέλος, χωρίς τα οποία η διασυνοριακή διάσπαση δεν μπορεί να εγκριθεί.

Άρθρο 103ιστ

Ημερομηνία έναρξης αποτελεσμάτων της διασυνοριακής διάσπασης (άρθρο 160ιζ Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

Αν η διασπώμενη εταιρεία στο πλαίσιο της διασυνοριακής διάσπασης είναι ημεδαπή, η διάσπαση συντελείται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 70. Η ημερομηνία έναρξης των αποτελεσμάτων της διασυνοριακής συγχώνευσης είναι αυτή της καταχώρισης της σύμβασης διασυνοριακής διάσπασης που καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 67, μετά τη λήψη εκ μέρους του Γενικού Εμπορικού Μητρώου, από τα μητρώα των κρατών μελών των επωφελούμενων εταιρειών, της ενημέρωσης, ότι αυτές έχουν καταχωρισθεί.

Άρθρο 103ιζ

Καταχώριση της διασυνοριακής διάσπασης (άρθρο 160ιστ Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Η διασυνοριακή διάσπαση υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 68 για κάθε ημεδαπή εταιρεία που μετέχει σε αυτήν.

2. Αν η επωφελούμενη εταιρεία που προκύπτει από τη διασυνοριακή διάσπαση είναι ημεδαπή, η σχετική καταχώριση στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) αναφέρει:

α) ότι η καταχώριση της επωφελούμενης εταιρείας είναι το αποτέλεσμα διασυνοριακής διάσπασης,

β) την ημερομηνία καταχώρισης της επωφελούμενης εταιρείας, και

γ) τον αριθμό καταχώρισης, την επωνυμία και τη νομική μορφή της επωφελούμενης εταιρείας που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση.

3. Αν η διασπώμενη εταιρεία είναι ημεδαπή και η διάσπαση είναι πλήρης, η σχετική καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. για τη διασπώμενη εταιρεία αναφέρει:

α) ότι η διαγραφή της διασπώμενης εταιρείας από το Γ.Ε.ΜΗ. είναι το αποτέλεσμα διασυνοριακής διάσπασης, και

β) την ημερομηνία διαγραφής της διασπώμενης εταιρείας από το Γ.Ε.ΜΗ..

4. Το Γ.Ε.ΜΗ. καθιστά τις πληροφορίες των παρ. 2 και 3 διαθέσιμες και προσβάσιμες δωρεάν και δημοσίως μέσω του Συστήματος Διασύνδεσης Μητρώων Επιχειρήσεων (Σ.ΔΙ.ΜΗ.Ε. – β.β.Ι.β.).

5. Αν η επωφελούμενη εταιρεία που προκύπτει από τη διασυνοριακή διάσπαση είναι ημεδαπή, το Γ.Ε.ΜΗ. ενημερώνει το μητρώο του κράτους μέλους της διασπώμενης εταιρείας, μέσω του Σ.ΔΙ.ΜΗ.Ε. – β.β.Ι.β., ότι η επωφελούμενη εταιρεία έχει καταχωριστεί.

6. Αν η διασπώμενη εταιρεία, που έχει διασπαστεί πλήρως, είναι ημεδαπή, διαγράφεται από το Γ.Ε.ΜΗ. αμέσως μόλις ληφθούν οι κοινοποιήσεις της παρ. 5.

7. Αν η διασπώμενη εταιρεία είναι ημεδαπή, το Γ.Ε.ΜΗ. ενημερώνει το μητρώο του κράτους μέλους κάθε επωφελούμενης εταιρείας που έχει προέλθει από διασυνοριακή διάσπαση, μέσω του Σ.ΔΙ.ΜΗ.Ε. – β.β.Ι.β., ότι η διασυνοριακή διάσπαση έχει συντελεστεί.

Άρθρο 103ιη

Αποτελέσματα της διασυνοριακής διάσπασης (άρθρα 160ιη και 160κα Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Από την ημερομηνία συντέλεσης της πλήρους διασυνοριακής διάσπασης, σύμφωνα με το άρθρο 103ιστ:

α) όλα τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού της διασπώμενης εταιρείας, συμπεριλαμβανομένων όλων των συμβάσεων, πιστώσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, μεταβιβάζονται στις επωφελούμενες εταιρείες, σύμφωνα με την κατανομή που καθορίζεται στο σχέδιο διασυνοριακής διάσπασης,

β) οι εταίροι της διασπώμενης εταιρείας γίνονται εταίροι των επωφελούμενων εταιρειών, σύμφωνα με την κατανομή των μεριδίων που καθορίζεται στο σχέδιο διασυνοριακής διάσπασης, εκτός εάν διέθεσαν τα μερίδιά τους, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 103ι,

γ) τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της διασπώμενης εταιρείας που απορρέουν από συμβάσεις εργασίας ή σχέσεις εργασίας και υφίστανται κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της διασυνοριακής διάσπασης μεταφέρονται στις επωφελούμενες εταιρείες, και

δ) η διασπώμενη εταιρεία παύει να υφίσταται.

2. Από την ημερομηνία συντέλεσης της μερικής διασυνοριακής διάσπασης, σύμφωνα με το άρθρο 103ιστ:

α) μέρος των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της διασπώμενης εταιρείας, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων, των πιστώσεων, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων, μεταβιβάζεται στην επωφελούμενη ή τις επωφελούμενες εταιρείες, ενώ το υπόλοιπο μέρος συνεχίζει να είναι της διασπώμενης εταιρείας, σύμφωνα με την κατανομή που καθορίζεται στο σχέδιο της διασυνοριακής διάσπασης,

β) τουλάχιστον ορισμένοι εταίροι της διασπώμενης εταιρείας γίνονται εταίροι της επωφελούμενης εταιρείας ή εταιρειών και τουλάχιστον κάποιοι από τους εταίρους παραμένουν στη διασπώμενη εταιρεία ή γίνονται εταίροι και των δύο, σύμφωνα με την κατανομή των μεριδίων που καθορίζεται στο σχέδιο της διασυνοριακής διάσπασης, εκτός εάν οι εν λόγω εταίροι διέθεσαν τα μερίδιά τους, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 103ι, και

γ) τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της διασπώμενης εταιρείας τα οποία απορρέουν από συμβάσεις εργασίας ή σχέσεις εργασίας και τα οποία υφίστανται κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της διασυνοριακής διάσπασης, και κατανέμονται στην επωφελούμενη εταιρεία ή εταιρείες, σύμφωνα με το σχέδιο διασυνοριακής διάσπασης, μεταφέρονται στην αντίστοιχη επωφελούμενη εταιρεία ή εταιρείες.

3. Από την ημερομηνία συντέλεσης της διασυνοριακής διάσπασης με απόσχιση κλάδου, σύμφωνα με το άρθρο 103ιστ:

α) μέρος των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της διασπώμενης εταιρείας, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων, των πιστώσεων, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων, μεταβιβάζεται στην επωφελούμενη εταιρεία ή εταιρείες, ενώ το υπόλοιπο μέρος συνεχίζει να είναι της διασπώμενης εταιρείας, σύμφωνα με την κατανομή που καθορίζεται στο σχέδιο διασυνοριακής διάσπασης,

β) τα μερίδια της επωφελούμενης εταιρείας ή εταιρειών κατανέμονται στη διασπώμενη εταιρεία,

γ) τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της διασπώμενης εταιρείας, τα οποία απορρέουν από συμβάσεις εργασίας ή σχέσεις εργασίας και τα οποία υφίστανται κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της διασυνοριακής διάσπασης, και κατανέμονται στην επωφελούμενη εταιρεία ή τις επωφελούμενες εταιρείες σύμφωνα με το σχέδιο της διασυνοριακής διάσπασης, μεταφέρονται στην αντίστοιχη επωφελούμενη εταιρεία ή εταιρείες.

4. Όταν ένα στοιχείο του ενεργητικού ή παθητικού της διασπώμενης εταιρείας δεν κατανέμεται ρητά στο πλαίσιο του σχεδίου διασυνοριακής διάσπασης και όταν η ερμηνεία των όρων του ως άνω σχεδίου δεν επιτρέπει τη λήψη απόφασης σχετικά με τη διάθεσή του, με την επιφύλαξη της παρ. 3 του άρθρου 103ι, αυτό το στοιχείο ενεργητικού, η αντιπαροχή γι’ αυτό ή το στοιχείο παθητικού, κατανέμεται σε όλες τις επωφελούμενες εταιρείες ή, σε περίπτωση μερικής διάσπασης, ή διάσπασης μέσω διαχωρισμού, σε όλες τις επωφελούμενες εταιρείες και τη διασπώμενη εταιρεία κατ’ αναλογία του μεριδίου των καθαρών στοιχείων ενεργητικού που κατανέμεται σε καθεμία από τις εν λόγω εταιρείες, σύμφωνα με το σχέδιο της διασυνοριακής διάσπασης.

5. Αν στη διασυνοριακή διάσπαση μετέχουν εταιρείες που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο, στις περιπτώσεις στις οποίες σε αυτό προβλέπεται συμβολαιογραφικός τύπος ή άλλες ιδιαίτερες διατυπώσεις, προκειμένου η μεταβίβαση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της διασπώμενης εταιρείας να είναι αντιτάξιμη έναντι τρίτων, οι διατυπώσεις αυτές τηρούνται από τη διασπώμενη εταιρεία.

6. Οι εταιρικές συμμετοχές επωφελούμενης εταιρείας δεν μπορούν να ανταλλαγούν με εταιρικές συμμετοχές της διασπώμενης εταιρείας τα οποία κατέχονται είτε από την ίδια την εταιρεία, είτε από πρόσωπο που ενεργεί στο δικό του όνομα αλλά για λογαριασμό της.

7. Διασυνοριακή διάσπαση που έχει αρχίσει να παράγει αποτελέσματα σύμφωνα με το παρόν δεν μπορεί να κηρυχθεί άκυρη, χωρίς να θίγεται η δυνατότητα επιβολής άλλων μέτρων και κυρώσεων σύμφωνα με διατάξεις αναγκαστικού δικαίου.

Άρθρο 103ιθ

Απλουστευμένες διατυπώσεις (άρθρο 160ιθ Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

Αν η διασυνοριακή διάσπαση γίνεται με απόσχιση κλάδου, δεν εφαρμόζονται οι περ. β’, γ’, στ’, θ’, ιστ’ και ιζ’ του άρθρου 103δ και τα άρθρα 103στ, 103ζ και 103θ.»

Κεφάλαιο Δ’: Διασυνοριακή μετατροπή κεφαλαιουχικών εταιρειών

Άρθρο 5

Ενσωμάτωση των διατάξεων της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2121 για τις διασυνοριακές μετατροπές κεφαλαιουχικών εταιρειών – Προσθήκη Κεφαλαίου Ζ’ στο Μέρος Δ’ του ν. 4601/2019

Στο Μέρος Δ’ του ν. 4601/2019 (Α’ 44), προστίθεται Κεφάλαιο Ζ’ ως εξής:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ’ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ

Άρθρο 139α

Πεδίο εφαρμογής (άρθρο 86α Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Το παρόν Κεφάλαιο εφαρμόζεται στις διασυνοριακές μετατροπές.

2. Το παρόν Κεφάλαιο δεν εφαρμόζεται σε διασυνοριακές μετατροπές στις οποίες μετέχει εταιρεία με αντικείμενο τη συλλογική επένδυση κεφαλαίων που παρέχονται από το κοινό, η οποία λειτουργεί βάσει της αρχής της διασποράς των κινδύνων και τα μερίδια της οποίας, εφόσον το ζητήσουν οι κάτοχοί τους, εξαγοράζονται ή εξοφλούνται, άμεσα ή έμμεσα, από τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας. Οι ενέργειες στις οποίες προβαίνει η εταιρεία, προκειμένου να διασφαλίσει ότι η χρηματιστηριακή αξία των μεριδίων της δεν αποκλίνει σημαντικά από την καθαρή αξία των περιουσιακών στοιχείων της, λογίζονται ως ισοδύναμες με τέτοια εξαγορά ή εξόφληση.

3. Στις διασυνοριακές μετατροπές κεφαλαιουχικών εταιρειών εφαρμόζεται το Μέρος Δ’, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στο παρόν Κεφάλαιο.

Άρθρο 139β

Ορισμοί (άρθρο 86β Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

Για τους σκοπούς του παρόντος Κεφαλαίου νοούνται ως:

α) «εταιρεία»: η Ανώνυμη Εταιρεία (Α.Ε.), η Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης (Ε.Π.Ε.), η Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία (Ι.Κ.Ε.), η ετερόρρυθμη κατά μετοχές εταιρεία, η Ευρωπαϊκή Εταιρεία («8Ε») και κάθε άλλη εταιρεία με μορφή που απαριθμείται στο Παράρτημα ΙΙ της Οδηγίας 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, «σχετικά με ορισμένες πτυχές του εταιρικού δίκαιου» (Ε 169),

β) «ημεδαπή εταιρεία»: εταιρεία με καταστατική έδρα στην Ελλάδα εφόσον έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.),

γ) «αλλοδαπή εταιρεία»: μη ημεδαπή εταιρεία η οποία έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους της Ε.Ε. και έχει την καταστατική της έδρα, την κεντρική της διοίκηση ή την κύρια εγκατάστασή της εντός της Ε.Ε.,

δ) «διασυνοριακή μετατροπή»: πράξη με την οποία μια εταιρεία, χωρίς να λυθεί ή να τεθεί υπό εκκαθάριση, μετατρέπει τη νομική μορφή υπό την οποία είναι καταχωρισμένη σε ένα κράτος μέλος αφετηρίας, σε μια νομική μορφή του κράτους μέλους προορισμού, περιεχόμενη στο Παράρτημα ΙΙ της Οδηγίας 2017/1132 και μεταφέρει τουλάχιστον την καταστατική έδρα της στο κράτος μέλος προορισμού, διατηρώντας τη νομική προσωπικότητά της, εφόσον η Ελλάδα αποτελεί είτε το κράτος μέλος αφετηρίας, είτε το κράτος μέλος προορισμού,

ε) «κράτος μέλος αφετηρίας»: κράτος μέλος στο οποίο είναι καταχωρισμένη εταιρεία υπό τη νομική μορφή της πριν από τη διασυνοριακή μετατροπή,

στ) «κράτος μέλος προορισμού»: κράτος μέλος στο οποίο μια μετατραπείσα εταιρεία καταχωρίζεται ως αποτέλεσμα της διασυνοριακής μετατροπής της,

ζ) «μετατραπείσα εταιρεία»: η εταιρεία που συστήνεται σε κράτος μέλος προορισμού ως αποτέλεσμα διασυνοριακής μετατροπής.

Άρθρο 139γ

Διαδικασίες και διατυπώσεις (άρθρο 86γ Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Εφόσον ημεδαπή εταιρεία μετατρέπεται σε αλλοδαπή, το ελληνικό δίκαιο διέπει τα τμήματα των διαδικασιών και διατυπώσεων που τηρούνται για τη διασυνοριακή μετατροπή και την απόκτηση του πιστοποιητικού του άρθρου 139ιγ σε σχέση με την εταιρεία αυτή.

2. Εφόσον αλλοδαπή κεφαλαιουχική εταιρεία μετατρέπεται σε ημεδαπή, το ελληνικό δίκαιο διέπει τα τμήματα των διαδικασιών και διατυπώσεων που τηρούνται μετά τη λήψη του πιστοποιητικού του άρθρου 139ιγ σε σχέση με την εταιρεία αυτή.

Άρθρο 139δ

Σχέδιο διασυνοριακής μετατροπής (άρθρο 86δ Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

Το διοικητικό συμβούλιο ή οι διαχειριστές της ημεδαπής εταιρείας καταρτίζουν το σχέδιο διασυνοριακής μετατροπής, το οποίο περιλαμβάνει τουλάχιστον:

α) τη νομική μορφή, την επωνυμία της εταιρείας στο κράτος μέλος αφετηρίας και τον τόπο της καταστατικής της έδρας,

β) τη νομική μορφή και την επωνυμία που προτείνονται για τη μετατραπείσα εταιρεία στο κράτος μέλος προορισμού και τον προτεινόμενο τόπο της καταστατικής της έδρας στο εν λόγω κράτος μέλος,

γ) την ιδρυτική πράξη ή το καταστατικό της εταιρείας στο κράτος μέλος προορισμού,

δ) το προτεινόμενο ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα για τη διασυνοριακή μετατροπή,

ε) τα δικαιώματα που παρέχονται από τη μετατραπείσα εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους της υπό μετατροπή εταιρείας που έχουν ειδικά δικαιώματα, καθώς και στους δικαιούχους άλλων δικαιωμάτων, ή τα μέτρα που προτείνονται γι’ αυτούς,

στ) τις διασφαλίσεις που παρέχονται σε πιστωτές, όπως εγγυήσεις ή ενέχυρα,

ζ) τα ειδικά πλεονεκτήματα που παρέχονται σε μέλη των διοικητικών, διαχειριστικών, εποπτικών ή εσωτερικών ελεγκτικών οργάνων της εταιρείας,

η) τη δήλωση σχετικά με το κατά πόσον η εταιρεία έλαβε κίνητρα ή επιδοτήσεις στο κράτος μέλος αφετηρίας κατά τα προηγούμενα πέντε (5) έτη,

θ) τις λεπτομέρειες της προσφοράς χρηματικού ανταλλάγματος για τους μετόχους ή εταίρους, σύμφωνα με το άρθρο 139θ,

ι) τις πιθανές επιπτώσεις της διασυνοριακής μετατροπής στην απασχόληση των εργαζομένων της μετατρεπόμενης εταιρείας,

ια) εφόσον συντρέχει περίπτωση, πληροφορίες για τις διαδικασίες με τις οποίες καθορίζονται οι κατά το άρθρο 139ιβ ρυθμίσεις για τον ρόλο των εργαζομένων, στον καθορισμό της συμμετοχής τους, στη διοίκηση της μετατραπείσας εταιρείας.

Άρθρο 139ε

Δημοσιότητα (άρθρο 86ζ Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Έναν (1) τουλάχιστον μήνα πριν από την ημερομηνία συνεδρίασης της συνέλευσης του άρθρου 139η, για τη λήψη απόφασης με αντικείμενο τη διασυνοριακή μετατροπή ημεδαπής εταιρείας, καταχωρίζονται και δημοσιεύονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ. Ε. ΜΗ.):

α) το σχέδιο της διασυνοριακής μετατροπής,

β) ανακοίνωση που ενημερώνει τους μετόχους ή εταίρους, τους πιστωτές και τους εκπροσώπους των εργαζομένων της εταιρείας, ή, αν δεν υπάρχουν εκπρόσωποι, τους ίδιους τους εργαζόμενους, ότι μπορούν να υποβάλουν στην εταιρεία, το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από τη συνέλευση, παρατηρήσεις σχετικά με το σχέδιο διασυνοριακής μετατροπής, και

γ) η έκθεση του ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα του άρθρου 139ζ. Η εταιρεία έχει δικαίωμα να μη δημοσιεύσει τις εμπιστευτικές πληροφορίες της έκθεσης του ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα.

2. Τα έγγραφα που δημοσιοποιούνται στο Γ.Ε.ΜΗ., κατά την παρ. 1, είναι επίσης προσβάσιμα στο κοινό δωρεάν, μέσω του Συστήματος Διασύνδεσης Μητρώων Επιχειρήσεων της περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4919/2022 (Α’ 71).

3. Οι υποχρεώσεις της παρ. 1 εκπληρώνονται ηλεκτρονικά και δωρεάν.

Άρθρο 139στ

Έκθεση του διοικητικού συμβουλίου ή των διαχειριστών προς μετόχους ή εταίρους και εργαζομένους (άρθρο 86ε Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Το Διοικητικό συμβούλιο (Δ.Σ.) ή οι διαχειριστές της ημεδαπής εταιρείας συντάσσουν έκθεση προς τους μετόχους ή εταίρους και τους εργαζόμενους που εξηγεί και αιτιολογεί τις νομικές και οικονομικές πτυχές της διασυνοριακής μετατροπής, καθώς και τις συνέπειες της διασυνοριακής μετατροπής για τους εργαζόμενους. Η έκθεση εξηγεί ιδίως τις συνέπειες της διασυνοριακής μετατροπής στις μελλοντικές επιχειρηματικές δραστηριότητες της εταιρείας.

2. Η έκθεση περιλαμβάνει επίσης ένα τμήμα για τους μετόχους ή εταίρους και ένα τμήμα για τους εργαζόμενους. Η εταιρεία μπορεί να συντάξει είτε μια έκθεση που περιέχει και τα δύο αυτά τμήματα, είτε χωριστές εκθέσεις.

3. Το τμήμα της έκθεσης για τους μετόχους ή εταίρους εξηγεί, ιδίως:

α) το χρηματικό αντάλλαγμα και τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό του,

β) τις συνέπειες της διασυνοριακής μετατροπής για τους μετόχους ή εταίρους,

γ) τα δικαιώματα και τα μέσα έννομης προστασίας των μετόχων ή εταίρων, σύμφωνα με το άρθρο 139θ.

4. Το τμήμα της έκθεσης για τους μετόχους ή εταίρους δεν απαιτείται, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 4 του άρθρου 106.

5. Το τμήμα της έκθεσης για τους εργαζόμενους εξηγεί, ιδίως:

α) τις συνέπειες της διασυνοριακής μετατροπής για τις εργασιακές σχέσεις, καθώς και τα μέτρα για τη διαφύλαξη αυτών,

β) ουσιώδεις μεταβολές των ισχυουσών συνθηκών απασχόλησης ή των τόπων εγκατάστασης της εταιρείας,

γ) τον τρόπο που τα στοιχεία που αναφέρονται στις περ. α) και β) επηρεάζουν επίσης τις θυγατρικές της εταιρείας.

6. Η έκθεση καταχωρίζεται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο και δημοσιεύεται στον διαδικτυακό του τόπο τουλάχιστον έξι (6) εβδομάδες πριν από τη συνέλευση του άρθρου 139η. Η έκθεση είναι διαθέσιμη σε κάθε περίπτωση σε ηλεκτρονική μορφή μαζί με το σχέδιο διασυνοριακής μετατροπής, στους μετόχους ή εταίρους και στους εκπροσώπους των εργαζομένων της εταιρείας ή, αν δεν υπάρχουν εκπρόσωποι, στους ίδιους τους εργαζομένους, εντός της ίδιας προθεσμίας.

7. Εφόσον το Δ.Σ. ή οι διαχειριστές της εταιρείας λάβουν εγκαίρως γνώμη των εκπροσώπων των εργαζομένων της εταιρείας ή, αν δεν υπάρχουν εκπρόσωποι, των ίδιων των εργαζομένων, σύμφωνα με το π.δ. 240/2006 (Α’ 252), σχετικά με τις πληροφορίες των παρ. 1 και 5, οι μέτοχοι ή εταίροι ενημερώνονται σχετικά και η γνώμη επισυνάπτεται στην έκθεση.

8. Το τμήμα της έκθεσης για τους εργαζομένους δεν απαιτείται, αν η εταιρεία και οι θυγατρικές της δεν έχουν εργαζόμενους πέραν εκείνων που συμμετέχουν στο Δ.Σ. ή είναι διαχειριστές.

9. Δεν απαιτείται έκθεση του Δ.Σ. ή των διαχειριστών, αν πληρούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις των παρ. 4 και 8.

10. Οι παρ. 1 έως 9 δεν θίγουν τα ισχύοντα δικαιώματα ενημέρωσης και διαβούλευσης και τις διαδικασίες που προβλέπονται στο π.δ. 178/2002 (Α’ 162) και στο Κεφάλαιο ΙΒ’ του ν. 4052/2012 (Α’ 41).

Άρθρο 139ζ

Έκθεση ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων (άρθρα 86στ και 86ιθ Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Για την ημεδαπή εταιρεία συντάσσεται έκθεση ενός (1) ή περισσότερων ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων προς τους μετόχους ή εταίρους και η οποία είναι διαθέσιμη ένα (1) μήνα τουλάχιστον πριν από την ημερομηνία σύγκλησης της συνέλευσης του άρθρου 139η. Κατά τα λοιπά, ως προς τους εμπειρογνώμονες, εφαρμόζονται οι παρ. 1,2 και 3 του άρθρου 10.

2. Στην έκθεση της παρ. 1, οι εμπειρογνώμονες δηλώνουν σε κάθε περίπτωση αν, κατά τη γνώμη τους, το προτεινόμενο χρηματικό αντάλλαγμα ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία των εταιρικών συμμετοχών. Κατά την αξιολόγηση του χρηματικού ανταλλάγματος οι εμπειρογνώμονες λαμβάνουν υπόψη τυχόν αγοραία τιμή των εταιρικών συμμετοχών της ημεδαπής εταιρείας, πριν από την ανακοίνωση της πρότασης διασυνοριακής μετατροπής ή την αξία της ημεδαπής εταιρείας, εξαιρώντας την επίπτωση της προτεινόμενης διασυνοριακής μετατροπής, όπως καθορίζεται σύμφωνα με τις γενικά αποδεκτές μεθόδους αποτίμησης. Στην ίδια έκθεση αναφέρονται:

α) η μέθοδος ή οι μέθοδοι που υιοθετήθηκαν για να καθοριστεί το ποσό του προτεινόμενου χρηματικού ανταλλάγματος,

β) κατά πόσο η μέθοδος ή οι μέθοδοι που υιοθετήθηκαν είναι κατάλληλες για την αξιολόγηση του χρηματικού ανταλλάγματος, η αξία στην οποία κατέληξαν με τη χρήση των εν λόγω μεθόδων και η γνώμη τους, όσον αφορά τη σχετική βαρύτητα που αποδόθηκε στις εν λόγω μεθόδους κατά τον υπολογισμό της αξίας, και

γ) ειδικές δυσχέρειες αποτίμησης που έχουν ανακύψει.

3. Για τη σύνταξη της έκθεσης ο εμπειρογνώμονας έχει δικαίωμα να λάβει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες από την ημεδαπή εταιρεία για την εκπλήρωση των καθηκόντων του.

4. Αν όλοι οι μέτοχοι ή εταίροι της ημεδαπής εταιρείας συμφωνούν, δεν απαιτείται εξέταση του σχεδίου διασυνοριακής μετατροπής από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, ή έκθεση εμπειρογνωμόνων.

Άρθρο 139η

Έγκριση από τη γενική συνέλευση (άρθρο 86η Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Για τη διασυνοριακή μετατροπή απαιτείται απόφαση της συνέλευσης της ημεδαπής εταιρείας σύμφωνα με το άρθρο 108 και, κατά περίπτωση, την παρ. 1 του άρθρου 130 και το άρθρο 134, αφού αυτή έχει λάβει γνώση των εκθέσεων της διοίκησης και των εμπειρογνωμόνων, καθώς επίσης και των παρατηρήσεων των εργαζομένων. Στην περίπτωση αυτή, ρήτρες του καταστατικού που απαιτούν πλειοψηφία μεγαλύτερη του ενενήντα τοις εκατό (90%) δεν ισχύουν για το υπερβάλλον ποσοστό.

2. Η απόφαση της συνέλευσης για την έγκριση της διασυνοριακής μετατροπής δεν μπορεί να προσβληθεί για τον λόγο ότι:

α) το χρηματικό αντάλλαγμα του άρθρου 139θ δεν είναι επαρκές ή

β) οι διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την παροχή χρηματικού ανταλλάγματος δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της κείμενης νομοθεσίας.

Άρθρο 139θ

Προστασία των μετόχων ή εταίρων (άρθρο 86θ Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Οι μέτοχοι ή οι εταίροι της ημεδαπής εταιρείας που καταψήφισαν το σχέδιο διασυνοριακής μετατροπής έχουν το δικαίωμα να διαθέσουν τις εταιρικές τους συμμετοχές έναντι καταβολής του επαρκούς χρηματικού ανταλλάγματος που προσδιορίζεται στο σχέδιο. Γ ια την άσκηση του ως άνω δικαιώματος απαιτείται προηγούμενη δήλωση των μετόχων ή εταίρων, η οποία υποβάλλεται στην εταιρεία εντός μηνός από την απόφαση της συνέλευσης του άρθρου 108. Η μετατρεπόμενη ημεδαπή εταιρεία παρέχει διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, μέσω της οποίας παραλαμβάνει ηλεκτρονικά την ως άνω δήλωση.

2. Το χρηματικό αντάλλαγμα της παρ. 1 καταβάλλεται εντός ενός (1) μηνός από την έναρξη ισχύος της διασυνοριακής μετατροπής, σύμφωνα με το άρθρο 139ιστ.

3. Κάθε διαφορά που προκύπτει από την εφαρμογή της παρ. 1 επιλύεται από το δικαστήριο της παρ. 1 του άρθρου 5. Η σχετική αγωγή του μετόχου ή εταίρου ασκείται εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος της διασυνοριακής μετατροπής, σύμφωνα με το άρθρο 139ιζ. Εντός της ίδιας προθεσμίας, οι μέτοχοι ή εταίροι της ημεδαπής εταιρείας, δύνανται να αξιώσουν την καταβολή πρόσθετου χρηματικού ανταλλάγματος, εφόσον το χρηματικό αντάλλαγμα που προσδιορίζεται στο σχέδιο διασυνοριακής μετατροπής δεν είναι επαρκές. Η τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου για την παροχή πρόσθετου οικονομικού ανταλλάγματος ισχύει για όλους τους μετόχους ή εταίρους της μετατρεπόμενης ημεδαπής εταιρείας που έχουν δηλώσει την απόφασή τους να ασκήσουν το δικαίωμα διάθεσης των εταιρικών συμμετοχών τους, σύμφωνα με την παρ. 1.

4. Η διαδικασία της παρ. 3 δεν εμποδίζει την καταχώριση της διασυνοριακής μετατροπής. Η απόφαση του δικαστηρίου δεσμεύει την εταιρεία που προκύπτει από τη διασυνοριακή μετατροπή.

Άρθρο 139ι

Προστασία των πιστωτών (άρθρο 86ι Οδηγίας 2017/1133/ΕΕ)

1. Μέσα σε τρεις (3) μήνες από την ολοκλήρωση των διατυπώσεων του άρθρου 139στ, οι πιστωτές της ημεδαπής εταιρείας, των οποίων οι απαιτήσεις έχουν γεννηθεί πριν από τον χρόνο αυτόν, χωρίς να έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες, έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν, η δε εταιρεία έχει υποχρέωση να τους παράσχει κατάλληλες εγγυήσεις, εφόσον αποδεικνύουν επαρκώς ότι λόγω της διασυνοριακής μετατροπής διακυβεύεται η ικανοποίηση των απαιτήσεών τους και ότι δεν έχουν λάβει επαρκείς εγγυήσεις. Οι εγγυήσεις του πρώτου εδαφίου παράγουν αποτελέσματα υπό την προϋπόθεση της συντέλεσης της διασυνοριακής μετατροπής, σύμφωνα με το άρθρο 139 ιστ.

2. Κάθε διαφορά που προκύπτει από την εφαρμογή της παρ. 1 επιλύεται από το δικαστήριο της παρ. 1 του άρθρου 5. Η σχετική αίτηση κατατίθεται εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την ολοκλήρωση των διατυπώσεων του άρθρου 139στ.

3. Αξιώσεις πιστωτών κατά της ημεδαπής εταιρείας, των οποίων οι απαιτήσεις είναι προγενέστερες της δημοσιότητας του άρθρου 139ε, μπορεί να ασκηθούν και ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων εντός δύο (2) ετών από την ημερομηνία συντέλεσης της διασυνοριακής μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 139ιστ.

4. Το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) ή οι διαχειριστές της ημεδαπής εταιρείας, συντάσσουν δήλωση, η οποία αποτυπώνει με ακρίβεια τη χρηματοοικονομική κατάσταση της εταιρείας σε χρόνο που δεν απέχει περισσότερο από έναν (1) μήνα από την ημερομηνία της δημοσιοποίησης της δήλωσης. Στη δήλωση του πρώτου εδαφίου αναφέρεται, βάσει των πληροφοριών που το Δ.Σ. ή οι διαχειριστές της ημεδαπής εταιρείας διαθέτουν, κατά την ημερομηνία έκδοσης της δήλωσης και μετά τη διενέργεια εύλογων ερευνών, ότι δεν γνωρίζουν λόγους από τους οποίους να συνάγεται ότι η μετατραπείσα εταιρεία, σύμφωνα με το άρθρο 139ιζ δεν θα είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, όταν αυτές καταστούν ληξιπρόθεσμες. Η δήλωση του πρώτου εδαφίου υποβάλλεται σε δημοσιότητα μαζί με το σχέδιο διασυνοριακής μετατροπής, σύμφωνα με το άρθρο 139ε.

5. Η εφαρμογή του παρόντος δεν θίγει την ικανοποίηση ή την εξασφάλιση χρηματικών ή μη χρηματικών υποχρεώσεων που οφείλονται σε δημόσιους φορείς και ιδίως το ελληνικό Δημόσιο, τον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (θ-Ε.Φ.Κ.Α.) και το Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (Τ.Ε.Κ.Α.).

Άρθρο 139ια

Ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων (άρθρο 86ια Οδηγίας 2017/1132/Εε)

1. Στη διασυνοριακή μετατροπή εφαρμόζονται οι κανόνες περί ενημέρωσης και διαβούλευσης των εργαζομένων που προβλέπονται στο π.δ. 240/2006 (Α’ 252) ή, κατά περίπτωση, οι κανόνες περί ενημέρωσης και διαβούλευσης των εργαζομένων που προβλέπονται στο Κεφάλαιο ΙΒ’ του ν. 4052/2012 (Α’ 41).

2. Με την επιφύλαξη της περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 139ε και της παρ. 7 του άρθρου 139στ, η ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων πραγματοποιείται πριν από τη λήψη απόφασης για την κατάρτιση του σχεδίου διασυνοριακής μετατροπής και πριν από την έκθεση του άρθρου 139στ, ώστε να δίνεται αιτιολογημένη απάντηση στους εργαζόμενους πριν από τη συνέλευση του άρθρου 139η.

3. Για τις πρακτικές λεπτομέρειες της ενημέρωσης και διαβούλευσης εφαρμόζεται το άρθρο 4 του π.δ. 240/2006.

Άρθρο 139ιβ

Συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση της μετατραπείσας εταιρείας

(άρθρο 86ιβ Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Με την επιφύλαξη της παρ. 2 του παρόντος, η μετατραπείσα εταιρεία, εφόσον είναι ημεδαπή, υπόκειται σε κανόνες περί συμμετοχής των εργαζομένων στη διοίκησή της, κατά το μέρος κατά το οποίο αυτοί προβλέπονται στις κείμενες διατάξεις, ιδίως στις παρ. 2 και 4 του άρθρου 12 του Κανονισμού 2157/2001 του Συμβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου 2001, περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρείας («8Ε», Ε 294), το άρθρο 25 του ν. 3412/2005 (Α’ 276) και το π.δ. 91/2006 (Α’ 92).

2. Ωστόσο, οι ισχύοντες κανόνες σχετικά με τη συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση δεν έχουν εφαρμογή, αν η υπό μετατροπή αλλοδαπή εταιρεία έχει, κατά τη διάρκεια του εξαμήνου που προηγείται της δημοσίευσης του σχεδίου διασυνοριακής μετατροπής, μέσο αριθμό εργαζομένων ίσο με τα τέσσερα πέμπτα (4/5) του ισχύοντος κατώτατου ορίου, όπως προβλέπεται στο δίκαιο του κράτους μέλους στη δικαιοδοσία του οποίου υπόκειται, και το οποίο ενεργοποιεί τη συμμετοχή των εργαζομένων κατά την έννοια της περ. ια) του άρθρου 2 του π.δ. 91/2006, ή εφόσον οι κείμενες διατάξεις:

α) δεν προβλέπουν τουλάχιστον το ίδιο επίπεδο συμμετοχής των εργαζομένων, όπως ίσχυε πριν από τη διασυνοριακή μετατροπή στην υπό μετατροπή αλλοδαπή εταιρεία, μετρούμενο με την αναλογία των εκπροσώπων των εργαζομένων μεταξύ των μελών του διοικητικού ή εποπτικού οργάνου ή των επιτροπών τους ή της ομάδας που διευθύνει τις παραγωγικές μονάδες της επιχείρησης, εφόσον προβλέπεται η εν λόγω εκπροσώπηση, ή

β) δεν προβλέπουν ότι οι εργαζόμενοι στις εγκαταστάσεις της μετατραπείσας ημεδαπής εταιρείας, οι οποίες βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη, μπορούν να ασκούν τα ίδια δικαιώματα συμμετοχής με αυτά που απολαμβάνουν οι εργαζόμενοι που απασχολούνται στην ημεδαπή.

3. Στην περίπτωση της παρ. 2, η συμμετοχή των εργαζομένων στη μετατραπείσα ημεδαπή εταιρεία και ο ρόλος τους κατά τον καθορισμό των αντίστοιχων δικαιωμάτων ρυθμίζονται, με την επιφύλαξη των παρ. 4 έως 6, με ανάλογη εφαρμογή των παρ. 2 και 4 του άρθρου 12 του Κανονισμού 2157/2001, του άρθρου 25 του ν. 3412/2005, καθώς και των εξής διατάξεων του π.δ. 91/2006:

α) των παρ. 1,2, 3, 4, 5 και 7 του άρθρου 3,

β) της παρ. 1, των περ. α), ζ) και η) της παρ. 2, καθώς και της παρ. 3 του άρθρου 4,

γ) του άρθρου 5,

δ) του άρθρου 6,

ε) της παρ. 1 του άρθρου 7, καθώς και του δευτέρου και τρίτου εδαφίου της περ. β) της παρ. 2 του ίδιου άρθρου. Για τους σκοπούς του παρόντος και για την εφαρμογή των διατάξεων αναφοράς που περιλαμβάνονται στο Τμήμα 3 του Παραρτήματος του π.δ. 91/2006, αντί του ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της περ. β) της παρ. 2 του άρθρου 7 του ίδιου π.δ., ισχύει ποσοστό ένα τρίτο (1/3),

στ) των άρθρων 8, 10 και 11,

ζ) των περ. β), γ) και δ) του Τμήματος 3 του Παραρτήματος.

4. Στην παρ. 3, επί μετατραπείσας ημεδαπής εταιρείας ισχύουν τα εξής:

α) Η ειδική διαπραγματευτική ομάδα μπορεί να αποφασίσει, με πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) των μελών που εκπροσωπούν τουλάχιστον τα δύο τρίτα (2/3) των εργαζομένων, να μην αρχίσει διαπραγματεύσεις ή να τερματίσει διαπραγματεύσεις που έχουν ήδη αρχίσει και να βασιστεί στους κανόνες συμμετοχής που ισχύουν στην ημεδαπή.

β) Αν, αφού προηγηθούν διαπραγματεύσεις, εφαρμόζονται οι διατάξεις αναφοράς σχετικά με τη συμμετοχή, το ποσοστό των εκπροσώπων των εργαζομένων στο διοικητικό όργανο της μετατραπείσας εταιρείας δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα τρίτο (1/3) των μελών του οργάνου αυτού.

γ) Οι κανόνες περί συμμετοχής που ίσχυαν πριν από τη διασυνοριακή μετατροπή εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την ημερομηνία εφαρμογής των μεταγενέστερα συμφωνημένων κανόνων ή, ελλείψει τέτοιων, μέχρι την εφαρμογή των κανόνων αναφοράς, σύμφωνα με το Τμήμα 3 του Παραρτήματος του π.δ. 91/2006.

5. Αν μετατραπείσα ημεδαπή εταιρεία λειτουργεί υπό καθεστώς συμμετοχής των εργαζομένων, σύμφωνα με τους κανόνες της παρ. 2, η εταιρεία αυτή λαμβάνει υποχρεωτικά νομική μορφή που επιτρέπει την άσκηση των δικαιωμάτων συμμετοχής.

6. Αν μετατραπείσα ημεδαπή εταιρεία λειτουργεί υπό καθεστώς συμμετοχής των εργαζομένων, υποχρεούται να λαμβάνει μέτρα, προκειμένου να διασφαλίσει, για τέσσερα (4) έτη από την έναρξη ισχύος της διασυνοριακής μετατροπής, την προστασία των δικαιωμάτων συμμετοχής των εργαζομένων στην περίπτωση μεταγενέστερης συγχώνευσης, διάσπασης ή μετατροπής, εγχώριας ή διασυνοριακής, εφαρμόζοντας κατ’ αναλογία τους κανόνες των παρ. 1 έως 5.

7. Η μετατραπείσα ημεδαπή εταιρεία γνωστοποιεί αμελλητί και με κάθε πρόσφορο μέσο στους εργαζόμενους της ή στους εκπροσώπους τους το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων σχετικά με τη συμμετοχή των εργαζομένων.

8. Η μετατραπείσα ημεδαπή εταιρεία γνωστοποιεί εγγράφως τον αριθμό των απασχολούμενων και τον αριθμό των εκπροσώπων των εργαζομένων, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, στις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, εντός τριμήνου από την έναρξη ισχύος της διασυνοριακής μετατροπής.

Άρθρο 139ιγ

Πιστοποιητικό πριν από τη διασυνοριακή μετατροπή (άρθρο 86ιγ Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Η διαδικασία της διασυνοριακής μετατροπής υπόκειται σε προληπτικό έλεγχο νομιμότητας, σύμφωνα με το παρόν, ως προς το σκέλος που αφορά στην υπό μετατροπή ημεδαπή εταιρεία. Αρμόδια αρχή για τη διενέργεια του ελέγχου ορίζεται η Διεύθυνση Εταιρειών της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης.

2. Η αρμόδια αρχή χορηγεί στην υπό μετατροπή ημεδαπή εταιρεία «πιστοποιητικό πριν από τη διασυνοριακή μετατροπή», με το οποίο βεβαιώνονται η συμμόρφωσή της με όλους τους σχετικούς όρους και η ορθή εκτέλεση όλων των διαδικασιών και διατυπώσεων που προηγούνται της ολοκλήρωσης της διασυνοριακής μετατροπής, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο. Στην ορθή εκτέλεση των εν λόγω διαδικασιών και διατυπώσεων περιλαμβάνονται:

α) η συμμόρφωση με ειδικές τομεακές απαιτήσεις, περιλαμβανομένης της έγκρισης από εποπτική ή άλλη αρχή ή της υποβολής γνωστοποίησης σε τέτοια αρχή, αν απαιτείται, και

β) η ικανοποίηση ή εξασφάλιση των χρηματικών ή μη χρηματικών υποχρεώσεων που οφείλονται σε δημόσιους φορείς και ιδίως το ελληνικό Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης.

3. Η αίτηση για την έκδοση του πιστοποιητικού της παρ. 2, την οποία υποβάλλει προς την αρμόδια αρχή η υπό μετατροπή ημεδαπή εταιρεία, συνοδεύεται από:

α) το σχέδιο διασυνοριακής μετατροπής,

β) την έκθεση και την επισυναπτόμενη γνώμη του άρθρου 139στ, καθώς και την έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 139ζ, εφόσον υπάρχουν,

γ) παρατηρήσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 139ε,

δ) την έγκριση του σχεδίου διασυνοριακής μετατροπής από τη συνέλευση, όπου απαιτείται,

ε) τον αριθμό των εργαζομένων τη στιγμή της κατάρτισης του σχεδίου διασυνοριακής μετατροπής,

στ) την ύπαρξη θυγατρικών και την έδρα τους,

ζ) τις πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των περ. α) και β) της παρ. 2,

η) τη δήλωση της υπό μετατροπή ημεδαπής εταιρείας ότι η διαδικασία του άρθρου 139ιβ έχει αρχίσει, εφόσον απαιτείται.

Για τους σκοπούς της παρούσας, η αρμόδια αρχή μπορεί να ζητεί τις ανωτέρω πληροφορίες των περ. ε) και ζ) απευθείας από τις αρμόδιες κατά περίπτωση αρχές, αν δεν παρέχονται από την ημεδαπή εταιρεία.

4. Η αίτηση της παρ. 3, περιλαμβανομένων των εγγράφων και πληροφοριών από τα οποία συνοδεύεται, μπορεί να υποβάλλεται στην αρμόδια αρχή και μόνο ηλεκτρονικά.

5. Στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας των παρ. 1 και 2, η αρμόδια αρχή:

α) εξετάζει όλα τα έγγραφα και τις πληροφορίες που υποβάλλονται σε αυτήν, σύμφωνα με την παρ. 3,

β) όσον αφορά στην κατ’ άρθρο 139ιβ συμμόρφωση με τους κανόνες συμμετοχής των εργαζομένων, επαληθεύει ότι το σχέδιο διασυνοριακής μετατροπής περιλαμβάνει πληροφορίες για τις διαδικασίες με τις οποίες καθορίζονται οι σχετικές ρυθμίσεις και για τις πιθανές επιλογές σχετικά με τις εν λόγω ρυθμίσεις,

γ) μεριμνά για την επαλήθευση των πληροφοριών της περ. ζ) της παρ. 3.

6. Ο έλεγχος νομιμότητας των παρ. 1 και 2 πραγματοποιείται εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία λήψης των εγγράφων και των πληροφοριών σχετικά με την έγκριση της διασυνοριακής μετατροπής από τη συνέλευση της υπό μετατροπή ημεδαπής εταιρείας, σύμφωνα με την παρ. 3. Στο πλαίσιο του εν λόγω ελέγχου:

α) Εφόσον διαπιστωθεί ότι η διασυνοριακή μετατροπή πληροί όλους τους σχετικούς όρους και ότι έχουν εκτελεσθεί όλες οι απαραίτητες διαδικασίες και διατυπώσεις, η αρμόδια αρχή εκδίδει το πιστοποιητικό της παρ. 2, ή

β) εφόσον διαπιστωθεί ότι η διασυνοριακή μετατροπή δεν πληροί όλους τους σχετικούς όρους ή ότι δεν έχουν εκτελεσθεί όλες οι απαραίτητες διαδικασίες και διατυπώσεις, η αρμόδια αρχή δεν εκδίδει το πιστοποιητικό της παρ. 2 και ενημερώνει την εταιρεία για τους λόγους της απόφασής της. Σε αυτή την περίπτωση, η αρμόδια αρχή μπορεί να δώσει στην εταιρεία τη δυνατότητα να εκπληρώσει τις σχετικές προϋποθέσεις ή να ολοκληρώσει τις διαδικασίες και τις διατυπώσεις εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

7. Η αρμόδια αρχή δεν εκδίδει το πιστοποιητικό της παρ. 2, εφόσον διαπιστώσει, σύμφωνα με τις επόμενες διατάξεις, ότι η διασυνοριακή μετατροπή γίνεται για καταχρηστικούς ή δόλιους σκοπούς που δύναται να οδηγήσουν στην αποφυγή ή στην καταστρατήγηση του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου ή σε εγκληματικούς σκοπούς. Στους σκοπούς αυτούς περιλαμβάνεται και η αποφυγή υποχρεώσεων που μπορεί να προκύψουν από εν εξελίξει δικαστικές ή διοικητικές διαδικασίες, οφειλόμενες σε παραβίαση της ημεδαπής νομοθεσίας εν γένει, στον βαθμό που η παραβίαση αυτή ενδέχεται να οδηγήσει στην επιβολή περαιτέρω υποχρεώσεων στην ημεδαπή εταιρεία, μεταξύ άλλων και έναντι φυσικών προσώπων και οντοτήτων του ιδιωτικού δικαίου.

8. Εφόσον η αρμόδια αρχή, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας που διενεργεί με βάση τις ανωτέρω διατάξεις, έχει σοβαρές ενδείξεις ότι η διασυνοριακή μετατροπή γίνεται για τους σκοπούς της παρ. 7, λαμβάνει υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστάσεις και τουλάχιστον τις διαθέσιμες σε αυτήν ενδείξεις για τα χαρακτηριστικά της εγκατάστασης στο κράτος μέλος στο οποίο η υπό μετατροπή ημεδαπή εταιρεία θα εγκατασταθεί μετά από αυτήν, περιλαμβανομένων του σκοπού της επιχείρησης, του τομέα της επένδυσης, του καθαρού κύκλου εργασιών και των κερδών ή ζημιών, του αριθμού των εργαζομένων, της σύνθεσης του ισολογισμού, της φορολογικής κατοικίας, των στοιχείων ενεργητικού και της θέσης τους, του εξοπλισμού, των πραγματικών δικαιούχων της εταιρείας, του συνήθους τόπου εργασίας των εργαζομένων και συγκεκριμένων ομάδων εργαζομένων, του τόπου όπου πρέπει να καταβληθούν οι ασφαλιστικές εισφορές, του αριθμού των εργαζομένων που έχουν αποσπαστεί κατά το έτος πριν από τη διασυνοριακή πράξη κατά τον Κανονισμό 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 «για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας» (Ι_ 166) και του π.δ. 219/2000 (Α’ 190), του αριθμού των εργαζομένων που εργάζονται ταυτόχρονα σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη κατά τον Κανονισμό 883/2004 και των εμπορικών κινδύνων που αναλαμβάνονται από την εταιρεία, πριν και μετά, τη διασυνοριακή μετατροπή. Όλα τα ανωτέρω στοιχεία θεωρούνται ενδεικτικά στη συνολική αξιολόγηση και δεν εξετάζονται μεμονωμένα. Η αρμόδια αρχή μπορεί να θεωρήσει το γεγονός ότι η διασυνοριακή μετατροπή έχει ως αποτέλεσμα ο τόπος της πραγματικής διοίκησης ή της οικονομικής δραστηριότητας να βρίσκεται στο κράτος μέλος όπου η εταιρεία πρόκειται να καταχωριστεί μετά τη διασυνοριακή πράξη, ως ένδειξη απουσίας περιστάσεων που οδηγούν σε κατάχρηση ή απάτη.

9. Όταν για τους σκοπούς της αξιολόγησης βάσει των παρ. 7 και 8, είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη πρόσθετες πληροφορίες ή να διεξαχθούν πρόσθετες έρευνες, η περίοδος των τριών (3) μηνών της παρ. 6 μπορεί να παραταθεί έως τρεις (3) επιπλέον μήνες.

10. Όταν, λόγω της πολυπλοκότητας της διασυνοριακής διαδικασίας, δεν είναι δυνατή η διενέργεια της αξιολόγησης βάσει των παρ. 7 και 8, εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στις παρ. 6 και 9, η αιτούσα ενημερώνεται από την αρμόδια αρχή για τους λόγους της καθυστέρησης πριν από τη λήξη των προθεσμιών αυτών.

11. Για τους σκοπούς του ελέγχου νομιμότητας που διενεργείται σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, η αρμόδια αρχή δύναται να προσφεύγει σε ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα, διοριζόμενο από την ίδια, ο οποίος δεν έχει καμία προηγούμενη ή τρέχουσα σχέση με την υπό μετατροπή ημεδαπή εταιρεία που θα μπορούσε να επηρεάσει την ανεξαρτησία του. Σχετικά με το πρόσωπο των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων και τα κριτήρια ανεξαρτησίας τους εφαρμόζεται ανάλογα το άρθρο 10.

12. Για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις, η αρμόδια αρχή μπορεί να συνεργάζεται με εποπτικές, φορολογικές, ασφαλιστικές ή άλλες καθ’ ύλην αρμόδιες ημεδαπές αρχές και υπηρεσίες, περιλαμβανομένων των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών και της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες του άρθρου 47 του ν. 4557/2018 (Α’ 139), καθώς και με αρχές που προέρχονται από το κράτος μέλος της μετατραπείσας αλλοδαπής εταιρείας και να ανταλλάσσει ή να λαμβάνει από αυτές, καθώς και από την υπό μετατροπή ημεδαπή εταιρεία, όλες τις πληροφορίες και τα έγγραφα, εμπιστευτικής φύσεως και μη, που απαιτούνται για τη διενέργεια του προληπτικού ελέγχου νομιμότητας, περιλαμβανομένου του ελέγχου αν η διασυνοριακή μετατροπή γίνεται για καταχρηστικούς ή δόλιους σκοπούς που δύναται να οδηγήσουν σε αποφυγή ή καταστρατήγηση του ενωσιακού ή εθνικού δικαίου. Για τη συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στην αρμόδια αρχή και σε άλλες καθ’ ύλην αρμόδιες ημεδαπές αρχές και υπηρεσίες ή αρχές και υπηρεσίες άλλων κρατών μελών εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 34, 34Α, 34Β και 34Γ του ν. 4557/2018.

Άρθρο 139ιδ

Διαβίβαση «πιστοποιητικού πριν από τη διασυνοριακή μετατροπή» (άρθρο 86ιδ Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Το «πιστοποιητικό πριν από τη διασυνοριακή μετατροπή» του άρθρου 139ιγ διαβιβάζεται στην αρχή κράτους μέλους προορισμού που είναι αρμόδια για τον έλεγχο νομιμότητας της διασυνοριακής μετατροπής, ως προς το σκέλος της διαδικασίας που αφορά στην ολοκλήρωση αυτής, μέσω του Συστήματος Διασύνδεσης Μητρώων Επιχειρήσεων της περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4919/2022 (Α’ 71) και είναι διαθέσιμο μέσω αυτού.

2. Η πρόσβαση στο «πιστοποιητικό πριν από τη διασυνοριακή συγχώνευση» είναι δωρεάν για τις αρμόδιες αρχές της παρ. 1 και για τα οικεία μητρώα.

Άρθρο 139ιε

Έλεγχος νομιμότητας της διασυνοριακής μετατροπής (άρθρο 86ιε Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Η διαδικασία της διασυνοριακής μετατροπής υπόκειται σε έλεγχο νομιμότητας, σύμφωνα με το παρόν, ως προς το σκέλος της που διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, εφόσον αυτό είναι το δίκαιο που θα διέπει τη μετατραπείσα εταιρεία. Αρμόδια αρχή για τη διενέργεια του ως άνω ελέγχου ορίζεται η Διεύθυνση Εταιρειών της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης. Η αρμόδια αρχή ελέγχει, ιδίως, εάν η υπό μετατροπή αλλοδαπή εταιρεία συμμορφώνεται με τις διατάξεις του ημεδαπού δικαίου περί συστάσεως και καταχώρισης εταιρειών και, εάν οι τρόποι συμμετοχής των εργαζομένων καθορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 139ιβ.

2. Για τους σκοπούς της παρ. 1, η υπό μετατροπή αλλοδαπή εταιρεία υποβάλλει στην αρμόδια αρχή αίτηση για διενέργεια του ελέγχου και για καταχώριση της διασυνοριακής μετατροπής στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, η οποία συνοδεύεται από:

α) το σχέδιο διασυνοριακής μετατροπής και

β) την έγκριση του σχεδίου διασυνοριακής μετατροπής από τη συνέλευση, όπου απαιτείται.

Επιπλέον, εφόσον συντρέχει περίπτωση, η υπό μετατροπή αλλοδαπή εταιρεία υποβάλλει το συμβολαιογραφικό έγγραφο στον τύπο του οποίου έχει υποβληθεί το καταστατικό της μετατραπείσας ημεδαπής εταιρείας.

3. Η αίτηση της παρ. 2, περιλαμβανομένων των εγγράφων και πληροφοριών από τα οποία συνοδεύεται, μπορεί να υποβάλλεται και μόνο ηλεκτρονικά.

4. Η αρμόδια αρχή της παρ. 1 εγκρίνει τη διασυνοριακή μετατροπή, μόλις διαπιστώσει ότι οι όροι των παρ. 1 και 2 έχουν πληρωθεί.

5. Το πιστοποιητικό του άρθρου 139ιγ γίνεται δεκτό από την αρμόδια αρχή της παρ. 1, ως επαρκής απόδειξη για την ορθή ολοκλήρωση των εφαρμοστέων, πριν από τη διασυνοριακή μετατροπή διαδικασιών και διατυπώσεων στο οικείο κράτος μέλος, άνευ των οποίων η διασυνοριακή μετατροπή δεν μπορεί να εγκριθεί.

Άρθρο 139ιστ

Ημερομηνία έναρξης αποτελεσμάτων της διασυνοριακής διάσπασης (άρθρο 86ιζ Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

Αν η εταιρεία υπό τη νέα νομική της μορφή είναι ημεδαπή, η διασυνοριακή μετατροπή συντελείται με την καταχώριση του σχεδίου διασυνοριακής μετατροπής ή με την καταχώριση του συμβολαιογραφικού εγγράφου, εφόσον το καταστατικό της εταιρείας έχει υποβληθεί στον τύπο αυτόν, στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, και εφόσον έχουν ολοκληρωθεί οι έλεγχοι των άρθρων 139ιγ και 139ιε.

Άρθρο 139ιζ

Καταχώριση της διασυνοριακής μετατροπής (άρθρο 86ιστ Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Η διασυνοριακή μετατροπή υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 111.

2. Αν η υπό διασυνοριακή μετατροπή εταιρεία είναι ημεδαπή η σχετική καταχώριση στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) αναφέρει:

α) ότι η διαγραφή της εταιρείας από το μητρώο είναι αποτέλεσμα διασυνοριακής μετατροπής,

β) την ημερομηνία διαγραφής της εταιρείας από το μητρώο,

γ) τον αριθμό καταχώρισης, την επωνυμία και τη νομική μορφή της υπό μετατροπή εταιρείας.

3. Αν η μετατραπείσα εταιρεία είναι ημεδαπή, η σχετική καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. αναφέρει:

α) ότι η καταχώριση της μετατραπείσας εταιρείας στο μητρώο είναι αποτέλεσμα διασυνοριακής μετατροπής,

β) την ημερομηνία καταχώρισης της μετατραπείσας εταιρείας στο μητρώο,

γ) τον αριθμό καταχώρισης, την επωνυμία και τη νομική μορφή της μετατραπείσας εταιρείας.

4. Το Γ.Ε.ΜΗ. καθιστά τις πληροφορίες των παρ. 2 και 3 διαθέσιμες και προσβάσιμες δωρεάν και δημοσίως μέσω του Συστήματος Διασύνδεσης Μητρώων Επιχειρήσεων (Σ.ΔΙ.ΜΗ.Ε. – B.R.I.S.).

5. Αν η μετατραπείσα εταιρεία είναι ημεδαπή, το Γ.Ε.ΜΗ. ενημερώνει το μητρώο του κράτους μέλους της υπό μετατροπή εταιρείας, μέσω του Σ.ΔΙ.ΜΗ.Ε. -B.R.I.S., ότι η μετατραπείσα εταιρεία έχει καταχωριστεί και ότι η διασυνοριακή μετατροπή έχει συντελεστεί.

6. Αν η υπό μετατροπή εταιρεία είναι ημεδαπή, διαγράφεται από το Γ.Ε.ΜΗ. αμέσως μόλις ληφθεί η ενημέρωση της παρ. 5.

Άρθρο 139ιη

Αποτελέσματα της διασυνοριακής μετατροπής (άρθρα 86ιη και 86κ Οδηγίας 2017/1132/ΕΕ)

1. Από την ημερομηνία καταχώρισης της διασυνοριακής μετατροπής, σύμφωνα με το άρθρο 139ιστ:

α) όλα τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένων όλων των συμβάσεων, πιστώσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, γίνονται στοιχεία της μετατραπείσας εταιρείας,

β) οι εταίροι της εταιρείας συνεχίζουν να είναι εταίροι της μετατραπείσας εταιρείας, εκτός εάν διέθεσαν τα μερίδιά τους, κατά την παρ. 1 του άρθρου 139θ,

γ) τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της εταιρείας τα οποία απορρέουν από συμβάσεις εργασίας ή σχέσεις εργασίας και τα οποία υφίστανται κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της διασυνοριακής μετατροπής γίνονται δικαιώματα και υποχρεώσεις της μετατραπείσας εταιρείας.

2. Διασυνοριακή μετατροπή που έχει αρχίσει να παράγει αποτελέσματα σύμφωνα με το παρόν δεν μπορεί να κηρυχθεί άκυρη, χωρίς να θίγεται η δυνατότητα επιβολής άλλων μέτρων και κυρώσεων σύμφωνα με διατάξεις αναγκαστικού δικαίου.»

Κεφάλαιο Ε’ Συμπληρωματικές ρυθμίσεις για την ενσωμάτωση της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2121 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2019 για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) όσον αφορά τις διασυνοριακές μετατροπές, συγχωνεύσεις και διασπάσεις

Άρθρο 6

Δημοσίευση του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης – Τροποποίηση άρθρου 8 ν. 4601/2019

Στο άρθρο 8 του ν. 4601/2019 (Α’ 44), περί δημοσίευσης του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης:

α) στην παρ. 1 επικαιροποιείται η νομοθετική παραπομπή,

β) η παρ. 2, περί εταιρειών που μετέχουν στη συγχώνευση, καταργείται,

γ) στην παρ. 3 διαγράφεται η φράση «καθώς και, κατά περίπτωση, στην ιστοσελίδα της απορροφώσας εταιρείας για χρονικό διάστημα ενός (1) έτους από την ημερομηνία λήψης απόφασης για το σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης από τη συνέλευση ή τους εταίρους των εταιρειών που μετέχουν στη συγχώνευση»,

δ) η παρ. 4 καταργείται, και το άρθρο 8 διαμορφώνεται ως εξής:

Άρθρο 8

Δημοσίευση του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης

1. Το σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης καταχωρίζεται στο Γ.Ε.ΜΗ. για καθεμία από τις εταιρείες που μετέχουν στη συγχώνευση και δημοσιεύεται στον διαδικτυακό του τόπο, σύμφωνα με τον ν. 4919/2022 (Α’ 71), ένα (1) τουλάχιστον μήνα πριν από την ημερομηνία συνεδρίασης της συνέλευσης για τη λήψη απόφασης για το σχέδιο σύμβασης συγχώνευσης ή πριν από την ημερομηνία απόφασης των εταίρων γι’ αυτό.

2. Καταργείται.

3. Το σχέδιο διατηρείται δημοσιευμένο στον διαδικτυακό τόπο του Γ.Ε.ΜΗ..

4. Καταργείται.»

Άρθρο 7

Δημοσίευση του σχεδίου σύμβασης διάσπασης – Τροποποίηση άρθρου 60 ν. 4601/2019

Στο άρθρο 60 του ν. 4601/2019 (Α’ 44), περί δημοσίευσης του σχεδίου σύμβασης διάσπασης:

α) στην παρ. 1 επικαιροποιείται η νομοθετική παραπομπή,

β) η παρ. 2, περί εταιρειών που μετέχουν στη συγχώνευση, καταργείται,

γ) στην παρ. 3 διαγράφεται η φράση «και, κατά περίπτωση, στην ιστοσελίδα των επωφελούμενων εταιρειών, για χρονικό διάστημα ενός (1) έτους από την ημερομηνία λήψης απόφασης επ’ αυτού, από τη συνέλευση ή τους εταίρους των εταιρειών που μετέχουν στη διάσπαση»,

δ) η παρ. 4 καταργείται, και το άρθρο 60 διαμορφώνεται ως εξής:

Άρθρο 60

Δημοσίευση του σχεδίου σύμβασης διάσπασης

1. Το σχέδιο σύμβασης διάσπασης καταχωρίζεται στο Γ.Ε.ΜΗ. για καθεμία από τις εταιρείες που μετέχουν στη διάσπαση και δημοσιεύεται στον διαδικτυακό του τόπο σύμφωνα με όσα ορίζονται στον ν. 4919/2022 (Α’ 71) και, κατά περίπτωση, στην ιστοσελίδα των εταιρειών που μετέχουν στη διάσπαση, έναν (1) μήνα τουλάχιστον πριν από την ημερομηνία συνεδρίασης της συνέλευσης για τη λήψη απόφασης για το σχέδιο σύμβασης διάσπασης ή πριν από την ημερομηνία απόφασης των εταίρων επ’ αυτού.

2. Καταργείται.

3. Το σχέδιο σύμβασης διάσπασης διατηρείται δημοσιευμένο στο διαδικτυακό τόπο του Γ.Ε.ΜΗ.

4. Καταργείται.

Άρθρο 8

Κατάργηση έγκρισης Περιφερειάρχη για τη συγχώνευση εταιρειών – Τροποποίηση άρθρου 17 ν. 4601/2019

Στο άρθρο 17 του ν. 4601/2019 (Α’ 44), περί προληπτικού ελέγχου νομιμότητας:

α) στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 επικαιροποιείται η νομοθετική παραπομπή,

β) η παρ. 2, περί εταιρειών που μετέχουν στη συγχώνευση, καταργείται,

γ) η παρ. 3 αντικαθίσταται, και το άρθρο 17 διαμορφώνεται ως εξής:

Άρθρο 17

Προληπτικός έλεγχος νομιμότητας

1. Με την επιφύλαξη της παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 4548/2018 (Α’ 104), η δημοσιότητα προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση προηγούμενο έλεγχο της νομιμότητας όλων των πράξεων και διατυπώσεων που επιβάλλει ο παρών στις εταιρείες, οι οποίες μετέχουν στη συγχώνευση. Ο έλεγχος νομιμότητας του προηγούμενου εδαφίου περιορίζεται στην τήρηση των διατάξεων του παρόντος και της εταιρικής νομοθεσίας που διέπει τις εταιρείες που μετέχουν στη συγχώνευση, του καταστατικού και των διατάξεων του ν. 4919/2022 (Α’ 71).

2. Καταργείται.

3. Η δημοσιότητα στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 16 διενεργείται από τις αρμόδιες υπηρεσίες Γ.Ε.ΜΗ. του άρθρου 20 του ν. 4919/2022. Η υποβολή σε δημοσιότητα πραγματοποιείται μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου νομιμότητας της παρ. 1, για τη διενέργεια του οποίου αρμόδια είναι η υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ., στην περιφέρεια της οποίας έχει έδρα η απορροφώσα εταιρεία.

4. Εφόσον στη συγχώνευση μετέχει, ως απορροφώμενη ή απορροφώσα μία τουλάχιστον από τις εταιρείες που αναφέρονται στην παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 4548/2018, η εγκριτική απόφαση εκδίδεται από το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Ανάπτυξης.

Άρθρο 9

Κατάργηση έγκρισης Περιφερειάρχη για τη διάσπαση εταιρειών – Τροποποίηση άρθρου 69 ν. 4601/2019

Στο άρθρο 69 του ν. 4601/2019 (Α’ 44), περί προληπτικού ελέγχου νομιμότητας:

α) στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 επικαιροποιείται η νομοθετική παραπομπή,

β) η παρ. 2, περί εταιρειών που μετέχουν στη συγχώνευση, καταργείται,

γ) η παρ. 3 αντικαθίσταται, και το άρθρο 69 διαμορφώνεται ως εξής:

Άρθρο 69

Προληπτικός έλεγχος νομιμότητας

1. Με την επιφύλαξη της παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 4548/2018 (Α’ 104), η δημοσιότητα προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση προηγούμενο έλεγχο της νομιμότητας όλων των πράξεων και των διατυπώσεων που επιβάλλει ο παρών στις εταιρείες που μετέχουν στη διάσπαση. Ο έλεγχος νομιμότητας του προηγούμενου εδαφίου περιορίζεται στην τήρηση των διατάξεων του παρόντος νόμου, της εταιρικής νομοθεσίας που διέπει τις εταιρείες που μετέχουν στη διάσπαση, του καταστατικού τους και των διατάξεων του ν. 4919/2022 (Α’ 71).

2. Καταργείται.

3. Η δημοσιότητα στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.), σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 68 διενεργείται από τις αρμόδιες υπηρεσίες Γ.Ε.ΜΗ. του άρθρου 20 του ν. 4919/2022. Η υποβολή σε δημοσιότητα πραγματοποιείται μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου νομιμότητας της παρ. 1, για τη διενέργεια του οποίου αρμόδια είναι η υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ., στην περιφέρεια της οποίας έχει έδρα η επωφελούμενη εταιρεία. Στην περίπτωση επωφελούμενων εταιρειών που δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα της ίδιας υπηρεσίας Γ.Ε.ΜΗ,. αρμόδιος για τον έλεγχο νομιμότητας σύμφωνα με την παρ. 1 του παρόντος και την υποβολή σε δημοσιότητα, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 68 είναι ο Υπουργός Ανάπτυξης.

4. Εφόσον στη διάσπαση μετέχει, ως διασπώμενη ή ως επωφελούμενη, έστω μία από τις εταιρείες που αναφέρονται στην παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 4548/2018 η εγκριτική απόφαση εκδίδεται από το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Ανάπτυξης.»

Άρθρο 10

Κατάργηση έγκρισης Περιφερειάρχη για τη μετατροπή εταιρειών – Τροποποίηση άρθρου 112 ν. 4601/2019

Στο άρθρο 112 του ν. 4601/2019 (Α’ 44) περί προληπτικού ελέγχου νομιμότητας:

α) στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 επικαιροποιείται η νομοθετική παραπομπή,

β) η παρ. 2, περί εταιρειών που μετέχουν στη συγχώνευση, καταργείται,

γ) η παρ. 3 αντικαθίσταται, και το άρθρο 112 διαμορφώνεται ως εξής:

Άρθρο 112

Προληπτικός έλεγχος νομιμότητας

1. Με την επιφύλαξη της παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 4548/2018 (Α’ 104), η δημοσιότητα προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση προηγούμενο έλεγχο της νομιμότητας όλων των πράξεων και διατυπώσεων που επιβάλλει ο παρών στην υπό μετατροπή εταιρεία. Ο έλεγχος νομιμότητας του προηγούμενου εδαφίου περιορίζεται στην τήρηση των διατάξεων του παρόντος, της εταιρικής νομοθεσίας που διέπει την υπό μετατροπή εταιρεία, του καταστατικού αυτής και των διατάξεων του ν. 4919/2022 (Α’ 71).

2. Καταργείται.

3. Η δημοσιότητα στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.), σύμφωνα με την παρ. 1, διενεργείται από τις αρμόδιες υπηρεσίες Γ.Ε.ΜΗ. του άρθρου 20 του ν. 4919/2022. Η υποβολή σε δημοσιότητα πραγματοποιείται μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου νομιμότητας της παρ. 1, για τη διενέργεια του οποίου μόνη αρμόδια είναι η υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ., στην περιφέρεια της οποίας έχει έδρα η υπό μετατροπή εταιρεία.»

Άρθρο 11

Επικαιροποίηση Παραπομπών – Τροποποίηση άρθρου 142 ν. 4601/2019

Στο άρθρο 142 του ν. 4601/2019 (Α’ 44), περί παραπομπών στις διατάξεις που αφορούν συγχωνεύσεις, διασπάσεις και μετατροπές:

α) το υφιστάμενο άρθρο διαμορφώνεται ως παρ. 1 και γίνονται νομοτεχνικές βελτιώσεις,

β) προστίθεται παρ. 2, και το άρθρο 142 διαμορφώνεται ως εξής:

Άρθρο 142

Παραπομπές

1. Όπου διάταξη νόμου παραπέμπει στις περί συγχωνεύσεων, διασπάσεων ή μετατροπών διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 (Α’ 28), του ν. 3190/1955 (Α’ 249), του ν. 1667/1986 (Α’ 196), του ν. 4072/2012 (Α’ 143) ή άλλων νομοθετημάτων, όσον αφορά εταιρικές μορφές που εμπίπτουν στην παρ. 1 του άρθρου 2, από την έναρξη ισχύος του παρόντος η παραπομπή αυτή νοείται ότι αναφέρεται στις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος.

2. Όπου διάταξη νόμου παραπέμπει στον περί διασυνοριακών συγχωνεύσεων ν. 3777/2009 (Α’ 127), νοείται ότι παραπέμπει στο Κεφάλαιο ΙΒ’ του παρόντος.»

Άρθρο 12

Διόρθωση σφάλματος στο άρθρο 147 του ν. 4601/2019

Στο άρθρο 147 του ν. 4601/2019 (Α’ 44) επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις, στο εισαγωγικό εδάφιο αφαιρείται η παραπομπή στην παρ. 4, και το άρθρο 147 διαμορφώνεται ως εξής:

Άρθρο 147

Καταργούμενες διατάξεις

Με την επιφύλαξη του άρθρου 141, από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται:

α) τα άρθρα 66 έως 89 του κ.ν. 2190/1920 (Α’ 216),

β) τα άρθρα 51 και 53 έως 55 του ν. 3190/1955 (Α’ 91),

γ) το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 87, τα άρθρα 106 έως 115 και τα άρθρα 282, 282Α και 283 του ν. 4072/2012 (Α’ 86),

δ) οι παρ. 4 και 5 του άρθρου 10 και το άρθρο 16 του ν. 1667/1986 (Α’ 196),

ε) η παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 2166/1993 (Α’ 137),

στ) κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη, η οποία αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος.»

Κεφάλαιο ΣΤ’: Εξουσιοδοτικές και καταργούμενες διατάξεις

Άρθρο 13

Εξουσιοδοτικές διατάξεις – Προσθήκη άρθρου 140α στον ν. 4601/2019

Στον ν. 4601/2019 (Α’ 44) προστίθεται άρθρο 140α ως εξής:

Άρθρο 140α

Εξουσιοδοτικές διατάξεις

1. Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης προσδιορίζονται τα απαραίτητα στοιχεία και δικαιολογητικά που υποβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι για τη διενέργεια των ελέγχων των άρθρων 53ιβ, 103ιγ, και 139ιγ, η διαδικασία υποβολής τους και κάθε άλλο σχετικό τεχνικό ή λεπτομερειακό ζήτημα.

2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης, Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης προσδιορίζεται η διαδικασία αυτεπάγγελτης αναζήτησης των στοιχείων και των δικαιολογητικών που είναι απαραίτητα για τη διενέργεια των ελέγχων των άρθρων 53ιβ, 103ιγ, και 139ιγ από τις αρμόδιες αρχές και ιδίως από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων και τον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και κάθε άλλο σχετικό τεχνικό ή λεπτομερειακό ζήτημα.»

Άρθρο 14

Καταργούμενες διατάξεις

Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται:

α) τα άρθρα 1 έως και 17 του ν. 3777/2009 (Α’ 127), περί διασυνοριακών συγχωνεύσεων, και

β) η παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 4601/2019 (Α’ 44), περί εφαρμογής του ν. 3777/2009 (Α’ 127) στην περίπτωση των διασυνοριακών συγχωνεύσεων κεφαλαιουχικών εταιρειών.

Κεφάλαιο Η’: Έναρξη ισχύος

Άρθρο 19

Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του παρόντος εκκινεί από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται ειδικότερα σε επιμέρους διατάξεις του.

  • Η αιτιολογική έκθεση

Άρθρο 1

Σκοπός

Με το προτεινόμενο άρθρο προσδιορίζεται ο σκοπός του νομοσχεδίου.

Άρθρο 2

Αντικείμενο

Με το προτεινόμενο άρθρο προσδιορίζεται το αντικείμενο του νομοσχεδίου

Άρθρο 3

Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2121 για τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις κεφαλαιουχικών εταιρειών – Προσθήκη Κεφαλαίου ΙΑ’ στο Μέρος Β’ του ν. 4601/2019

Με το προτεινόμενο άρθρο προστίθεται Κεφάλαιο ΙΑ’ στο Μέρος Β’ του ν. 4601/2019, προκειμένου να προστεθούν τα άρθρα που έπονται, περί διασυνοριακής συγχώνευσης κεφαλαιουχικών εταιρειών.

53α

Με το προτεινόμενο άρθρο ορίζεται το πεδίο εφαρμογής του Κεφαλαίου ΙΑ΄ του Μέρους Β΄ του ν. 4601/2019. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου ΙΑ αποτελούν εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με τις διατάξεις της Οδηγίας 2005/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Οκτωβρίου 2005 (L. 310/25.11.2005), σχετικά με τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις κεφαλαιουχικών εταιρειών διαφορετικών κρατών μελών, όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2019/2121 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2019 (L.321/12.12.2019), σχετικά με τις διασυνοριακές μετατροπές, συγχωνεύσεις και διασπάσεις (άρθρα 118-134 της Οδηγίας 2017/1132). Ειδικότερα, ακολουθείται η δομή του άρθρου 1 του ν. 3777/2009 και ενσωματώνεται το άρθρο 118 της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Επιλέχθηκε να γίνει χρήση της ευχέρειας της παρ. 2 του άρθρου 120 της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 και να μην ενταχθούν στο πεδίο εφαρμογής του Κεφαλαίου ΙΑ΄ οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις στις οποίες μετέχει συνεταιρισμός. Η παρ. 4 του άρθρου 120 της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 καλύπτεται από τις παρ. 3 και 4 του άρθρου 1 του ν. 4601/2019.

53β

Με το προτεινόμενο άρθρο δίνονται οι ορισμοί των βασικών όρων του Κεφαλαίου ΙΑ σύμφωνα με τη δομή του άρθρου 2 του ν. 3777/2009, ενώ ως προς τον ορισμό της κεφαλαιουχικής εταιρείας, ενσωματώνεται η παρ. 1 του άρθρου 119 της Οδηγίας. Η ημεδαπή εταιρεία ορίζεται, σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 54 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ε.Ε., ως η εταιρεία με καταστατική έδρα την Ελλάδα που έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους – μέλους. Ο ορισμός της συγχώνευσης δίδεται με παραπομπή στο άρθρο 6 του ν. 4601/2019 και την ενσωμάτωση της περ. δ της παρ. 1 του άρθρου 119 της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 με την απαιτούμενη ορολογική προσαρμογή.

53γ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το αναθεωρημένο άρθρο 122 της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 και επανακαθορίζεται το ελάχιστο περιεχόμενο του κοινού σχεδίου διασυνοριακής συγχώνευσης, το οποίο καταρτίζεται από τα διαχειριστικά όργανα των εταιρειών που μετέχουν στη συγχώνευση. Πέραν των στοιχείων που προβλέπονταν ήδη στο προϊσχύσαν άρθρο 3 του ν. 3777/2009, στο σχέδιο συγχώνευσης πρέπει να μνημονεύονται στοιχεία που αφορούν, αφενός στο χρηματικό αντάλλαγμα που είναι υποχρεωτικό πλέον να προσφέρεται υπέρ των μετόχων ή εταίρων, οι οποίοι ενδέχεται να ασκήσουν το δικαίωμα διάθεσης των εταιρικών συμμετοχών τους, λόγω διαφωνίας με το σχέδιο συγχώνευσης, αφετέρου σε εγγυήσεις (εξασφαλίσεις) που παρέχονται προς τους πιστωτές των εταιρειών που μετέχουν στη συγχώνευση.

53δ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το αναθεωρημένο άρθρο 123 της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 και ικανοποιείται η ανάγκη πληροφόρησης των εταίρων, των πιστωτών και των εργαζομένων των εταιρειών που μετέχουν στη διασυνοριακή συγχώνευση, αναφορικά με το σύνολο των όρων του σχεδίου συγχώνευσης, προκειμένου να είναι σε θέση να ασκήσουν εγκαίρως τα εκ του νόμου δικαιώματά τους. Προς τον ίδιο σκοπό, στην προβλεπόμενη δημοσιότητα υπόκεινται, πέραν των στοιχείων που προβλέπονταν ήδη στο προϊσχύσαν άρθρο 4 του ν. 3777/2009, ιδιαίτερη ενημερωτική ανακοίνωση προς τους εργαζομένους και η έκθεση του ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα του άρθρου 53στ. Αντίστοιχα προς το άρθρο 8 για τις εθνικές συγχωνεύσεις, εισάγεται δυνατότητα εναλλακτικής δημοσιότητας των αναφερόμενων εγγράφων, μέσω της ιστοσελίδας της εταιρείας που μετέχει στη συγχώνευση. Στην περίπτωση όμως αυτή, επιβάλλεται παράλληλη υποβολή στη δημοσιότητα του Γενικού Εμπορικού Μητρώου ορισμένων σημαντικών στοιχείων, προκειμένου να διασφαλίζεται η δυνατότητα πρόσβασης του κοινού στο πλήρες σύνολο των πληροφοριών.

53ε

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το αναθεωρημένο άρθρο 124 της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 και ρυθμίζονται το ενδεικτικό περιεχόμενο, η δομή και τα διαθέσιμα μέσα δημοσιότητας της έκθεσης, η οποία συντάσσεται κατά κανόνα από το διαχειριστικό όργανο της εταιρείας που μετέχει στη διασυνοριακή συγχώνευση, προκειμένου να επεξηγηθούν και αιτιολογηθούν οι νομικοί και οικονομικοί όροι, επιμέρους πτυχές και συνέπειες της τελευταίας, προς τους εταίρους, τους πιστωτές και τους εργαζόμενους. Μέσω του τμήματος της έκθεσης που απευθύνεται προς τους εταίρους, οι τελευταίοι ενημερώνονται ακόμη για τα δικαιώματα και μέσα προστασίας τους, κατά το άρθρο 53η, ιδίως για το δικαίωμα εξόδου τους από την εταιρεία. Οι εργαζόμενοι έχουν τη δυνατότητα να διατυπώσουν ιδιαίτερη γνώμη σχετικά με το τμήμα της έκθεσης που απευθύνεται σε εκείνους, η οποία επισυνάπτεται στην έκθεση προς ενημέρωση των εταίρων και υποβάλλεται στη συνέλευση που πρόκειται να λάβει απόφαση για τη διασυνοριακή συγχώνευση.

53στ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το αναθεωρημένο άρθρο 125 της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132, με αντικείμενο την έκθεση ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων επί του σχεδίου της σύμβασης διασυνοριακής συγχώνευσης, για καθεμία από τις εταιρείες που συγχωνεύονται, η οποία υπόκειται σε δημοσιότητα αντίστοιχη με την έκθεση του διαχειριστικού οργάνου. Για να περιορίζονται τα έξοδα των εμπειρογνωμόνων στο πλαίσιο διασυνοριακής συγχώνευσης, προβλέπεται η δυνατότητα σύνταξης ενιαίας γραπτής έκθεσης από έναν ή περισσότερους ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες που μετέχουν στην πράξη διασυνοριακής συγχώνευσης, κατόπιν κοινής αίτησης ενώπιον της αρμόδιας δικαστικής ή διοικητικής αρχής οποιουδήποτε από τα κράτη μέλη από τις εταιρείες που μετέχουν στη διασυνοριακή συγχώνευση ή από την εταιρεία που προκύπτει από αυτή. Επίσης, με γνώμονα την διασφάλιση των συμφερόντων των εταίρων που συμμετέχουν στη διασυνοριακή συγχώνευση, οι εμπειρογνώμονες δηλώνουν, αν το προτεινόμενο χρηματικό αντάλλαγμα ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία των εταιρικών συμμετοχών και αν η προτεινόμενη σχέση ανταλλαγής είναι δίκαιη και λογική. Στο πλαίσιο αυτό και σύμφωνα με τις γενικά αποδεκτές μεθόδους αποτίμησης, λαμβάνεται υπόψη η αγοραία τιμή των εταιρικών συμμετοχών των εταιρειών που μετέχουν στη διασυνοριακή συγχώνευση ή η αξία των εταιρειών, εξαιρώντας την επίπτωση της προτεινόμενης διασυνοριακής συγχώνευσης.

53ζ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το αναθεωρημένο άρθρο 126 της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 και προβλέπεται η έγκριση επί του κοινού σχεδίου διασυνοριακής συγχώνευσης από τη γενική συνέλευση εκάστης των εταιρειών που μετέχουν στη συγχώνευση, αφού λάβει πρώτα υπόψη τις εκθέσεις του διαχειριστικού οργάνου και των εμπειρογνωμόνων, καθώς επίσης και τις παρατηρήσεις των εργαζομένων. Είναι σημαντικό η απαιτούμενη πλειοψηφία να είναι επαρκώς μεγάλη, ώστε να διασφαλίζεται ότι η απόφαση λαμβάνεται με ισχυρή πλειοψηφία. Για τον λόγο αυτό και σε συμφωνία με το δίκαιο συγχωνεύσεων για ημεδαπές εταιρείες, γίνεται παραπομπή στο άρθρο 14 και κατά περίπτωση στην παρ. 1 του άρθρου 41, στην παρ. 2 του άρθρου 42 και στο άρθρο 46 του ν. 4601/2019. Επίσης για λόγους συμφωνίας με τη διασυνοριακή διάσπαση και μετατροπή εισήχθη η διάταξη για τις καταστατικές ρήτρες που προβλέπουν πλειοψηφία ανώτερη του ενενήντα τοις εκατό (90%). Τέλος, στο κύρος της απόφασης της γενικής συνέλευσης δεν είναι δυνατόν να επιδράσει το γεγονός, ούτε, κατ΄ επέκταση, να πλήξει το κύρος της συγχώνευσης, ότι η σχέση ανταλλαγής των εταιρικών συμμετοχών ή το χρηματικό αντάλλαγμα, όπως αυτά αναφέρονται στο άρθρο 53η, δεν είναι δίκαια και λογικά ή ότι οι διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τη σχέση ανταλλαγής ή την παροχή χρηματικού ανταλλάγματος δεν πληρούν τους όρους του νόμου.

53η

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το αναθεωρημένο άρθρο 126α της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 και ρυθμίζεται το πεδίο προστασίας των εταίρων ή μετόχων των εταιρειών που μετέχουν στη διασυνοριακή συγχώνευση. Ως συνέπεια της διασυνοριακής συγχώνευσης, οι εταίροι/μέτοχοι βρίσκονται συχνά αντιμέτωποι με μία κατάσταση κατά την οποία το εφαρμοστέο επί των δικαιωμάτων τους δίκαιο θα αλλάξει, καθώς θα καταστούν εταίροι/μέτοχοι μιας εταιρείας διεπομένης από το δίκαιο ενός κράτους μέλους, διαφορετικό από αυτό που εφαρμοζόταν στην εταιρεία πριν από την πράξη. Συνεπώς, προσφέρεται καταρχάς στους εταίρους ή μετόχους που καταψήφισαν το κοινό σχέδιο διασυνοριακής συγχώνευσης, το δικαίωμα εξόδου από την εταιρεία και αποζημίωσης (χρηματικού ανταλλάγματος) που ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία των συμμετοχών τους. Οι εταιρείες θα πρέπει να μπορούν να εκτιμούν, στο μέτρο του δυνατού, το κόστος της διασυνοριακής πράξης. Συνεπώς, οι εταίροι/μέτοχοι υποχρεούνται να δηλώνουν στην εταιρεία, αν έχουν αποφασίσει να ασκήσουν το δικαίωμα διάθεσης των συμμετοχών τους. Οι εταίροι/μέτοχοι που δεν διαθέτουν δικαίωμα διάθεσης των εταιρικών τους συμμετοχών ή δεν άσκησαν το δικαίωμα εξόδου από την εταιρεία, έχουν το δικαίωμα να προσβάλουν τη σχέση ανταλλαγής μεριδίων, όπως ορίζεται στο κοινό σχέδιο διασυνοριακής συγχώνευσης, εφόσον αυτή δεν είναι δίκαιη και λογική, αξιώνοντας την καταβολή πρόσθετου χρηματικού ανταλλάγματος.

53θ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το άρθρο 126β της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Η ρυθμιστική του ύλη αντιστοιχεί σε αυτήν του άρθρου 13 του ν. 4601/2019, με την αναγκαία όμως προσαρμογή, καθώς αφορά στους πιστωτές της ημεδαπής μόνο εταιρείας που συμμετέχει στη διασυνοριακή συγχώνευση. Ειδικότερα, με την παρ. 1, τίθεται ως εναρκτήριο χρονικό σημείο για την άσκηση των δικαιωμάτων από τους πιστωτές της ημεδαπής εταιρείας, η ολοκλήρωση των διατυπώσεων δημοσιότητας του άρθρου 53δ, προβλέπεται το χρονικό διάστημα εντός του οποίου μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους οι πιστωτές, το οποίο αντιστοιχεί σε τρείς (3) μήνες και μετατίθεται το βάρος απόδειξης ως προς την αναγκαιότητα της προστασίας στους ίδιους τους πιστωτές. Με την παρ. 4, επιδιώκεται η προστασία των πιστωτών από τον κίνδυνο αφερεγγυότητας της εταιρείας, η οποία προκύπτει μετά τη διασυνοριακή συγχώνευση. Ειδικότερα, το διοικητικό συμβούλιο ή οι διαχειριστές της ημεδαπής εταιρείας συντάσσουν δήλωση, στην οποία αποτυπώνεται με ακρίβεια η χρηματοοικονομική κατάσταση της ημεδαπής εταιρείας σε χρόνο έως ένα (1) μήνα από την ημερομηνία της δήλωσης και στην οποία αναφέρουν ότι με βάση επαρκή, για τις συγκεκριμένες συνθήκες, πληροφόρηση, δεν γνωρίζουν λόγους από τους οποίους να συνάγεται ότι η εταιρεία που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση δεν θα είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, όταν αυτές καταστούν ληξιπρόθεσμες. Με τη διάταξη αυτή, η οποία ανταποκρίνεται σε ιδιαιτερότητα των διασυνοριακών συγχωνεύσεων, επιδιώκεται η πλήρωση του πληροφοριακού κενού που αφορά πρόσωπα μη καταλαμβανόμενα από την παρ. 1 (κατά κύριο λόγο εγκατεστημένα εκτός Ελλάδος), τα οποία αντλούν συμφέροντα από τη διενέργεια της διασυνοριακής συγχώνευσης. Ταυτόχρονα, η δήλωση της παρ. 4, δημιουργεί το υπόβαθρο εκείνο το οποίο, όταν η δήλωση είναι ελλιπής ή παραπλανητική, μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη των μελών της διοίκησης της ημεδαπής εταιρείας. Η πρόβλεψη της παρ. 5 εξυπηρετεί αντίστροφη σκοπιμότητα, δηλαδή εκείνη της προστασίας των ομάδων πιστωτών που, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, μπορούν να ικανοποιηθούν προνομιακά για τις αξιώσεις τους από την περιουσία της ημεδαπής εταιρείας. Το μέτρο της προνομιακής αυτής ικανοποίησης αντιτάσσεται έναντι κάθε τρίτου, κυρίως πιστωτών των αλλοδαπών εταιρειών που συμμετέχουν στη συγχώνευση. Με την πρόβλεψη αυτή, επιδιώκεται η αποτροπή της εφαρμογής των διατάξεων για τη διασυνοριακή συγχώνευση ως οχήματος για την αποφυγή, καταστρατήγηση ή παράβαση των διατάξεων που αποβλέπουν στην προνομιακή ικανοποίηση ή στην εξασφάλιση των απαιτήσεων πιστωτών, όπως του ελληνικού Δημοσίου ή των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης.

53ι

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το άρθρο 126γ της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Διευκρινίζεται ότι οι κανόνες ενημέρωσης και διαβούλευσης των εργαζομένων που προβλέπονται στο π.δ. 240/2006 (Α΄252), στο Κεφάλαιο ΙΒ΄ του ν. 4052/2012 (Α΄41) και στο άρθρο 8 του π.δ. 178/2002 (Α΄162), εφαρμόζονται και στο πλαίσιο διασυνοριακής συγχώνευσης. Τοποθετείται δε χρονικά αυτή η διαβούλευση έτσι ώστε να διαφυλάσσεται το συμφέρον ενημέρωσης των εργαζομένων στις εταιρείες που συμμετέχουν στη διασυνοριακή συγχώνευση ως προς τις συνέπειες που θα έχει η τελευταία στις εργασιακές σχέσεις.

53ια

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το άρθρο 133 της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Ρυθμίζεται, επί ημεδαπής εταιρείας που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση, το ζήτημα συμμετοχής των εργαζομένων στη διοίκησή της, το οποίο συνδέεται με την προηγούμενη συμμετοχή τους στη διοίκηση συμμετέχουσας εταιρείας, καθώς και με την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος, είτε βάσει διαπραγμάτευσης είτε βάσει των προβλεπόμενων διατάξεων αναφοράς.

53ιβ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το άρθρο 127 της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Υλοποιείται η κατανομή της αρμοδιότητας για προληπτικό έλεγχο νομιμότητας της διασυνοριακής συγχώνευσης σύμφωνα με την Οδηγία. Έτσι, με το παρόν άρθρο θεσπίζεται αρμοδιότητα ελέγχου των προπαρασκευαστικών πράξεων της διασυνοριακής συγχώνευσης ως προς το σκέλος της που αφορά στις μετέχουσες σε αυτήν ημεδαπές εταιρείες και ορίζεται αρμόδια για τη διενέργεια του εν λόγω ελέγχου η Διεύθυνση Εταιρειών της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης. Ο έλεγχος νομιμότητας εκτείνεται στη συμμόρφωση των ημεδαπών εταιρειών με τις προϋποθέσεις του νόμου και στην ορθή εκτέλεση όλων των διαδικασιών και διατυπώσεων που προηγούνται της ολοκλήρωσης της διασυνοριακής συγχώνευσης, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, απολήγει δε στην έκδοση πιστοποιητικού (πιστοποιητικό πριν από τη διασυνοριακή συγχώνευση). Ο έλεγχος της ολοκλήρωσης της συγχώνευσης ανήκει στην αρμοδιότητα του κράτους μέλους της προκύπτουσας από τη διασυνοριακή συγχώνευση εταιρείας (άρθρο 53ιδ). Σε αυτό το πλαίσιο, το παρόν άρθρο, εκτός από την αρμόδια για τον προληπτικό έλεγχο αρχή και την έκδοση του πιστοποιητικού για τις ημεδαπές συμμετέχουσες εταιρείες, περιγράφει τα συνοδευτικά έγγραφα και τον τρόπο υποβολής της σχετικής αίτησης, το περιεχόμενο και την προθεσμία του ελέγχου, ενώ επίσης παρέχει τη δυνατότητα ορισμού ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα προς υποβοήθηση του έργου της αρμόδιας αρχής. Σκοπός είναι να συνδυαστεί η αποτελεσματικότητα του ελέγχου με την κατά το δυνατόν διαδικαστική διευκόλυνση της αιτούσας εταιρείας. Στον έλεγχο του παρόντος άρθρου εντάσσεται και η εξέταση της πραγματοποίησης της διασυνοριακής συγχώνευσης για καταχρηστικούς ή δόλιους σκοπούς. Εισάγονται κριτήρια για αυτή την αξιολόγηση, που είναι ενδεικτικά ενόψει της πιθανής πολυπλοκότητας του ελέγχου. Παρέχεται συναφώς στην αρμόδια αρχή η δυνατότητα συνεργασίας με άλλες ημεδαπές και αλλοδαπές αρχές.

53ιγ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το άρθρο 127α της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Προβλέπεται η διαβίβαση του «πιστοποιητικού πριν από τη διασυνοριακή συγχώνευση» από την ημεδαπή αρμόδια αρχή στην αρμόδια αρχή της προκύπτουσας από τη διασυνοριακή συγχώνευση εταιρείας.

53ιδ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το άρθρο 128 της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Εφαρμόζεται όταν η προκύπτουσα από τη διασυνοριακή συγχώνευση εταιρεία είναι ημεδαπή, οπότε η Διεύθυνση Εταιρειών της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου ελέγχει, σύμφωνα με την κατανομή του ελέγχου νομιμότητας που εισάγει η Οδηγία, τη νομιμότητα της ολοκλήρωσης της συγχώνευσης. Ο έλεγχος αυτός διεξάγεται βάσει αίτησης όλων των συμμετεχουσών εταιρειών και περιλαμβάνει, ως κυριότερο σημείο του, την επιβεβαίωση της έγκρισης του κοινού σχεδίου διασυνοριακής συγχώνευσης με τους ίδιους όρους από αυτές τις εταιρείες, ενώ, ως προς τη νομιμότητα της προηγηθείσας για κάθε εταιρεία διαδικασίας, επαρκούν τα εκδοθέντα προ της συγχώνευσης πιστοποιητικά.

53ιε

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το άρθρο 129 της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 που αφορά στον προσδιορισμό της ημερομηνίας έναρξης των αποτελεσμάτων της διασυνοριακής συγχώνευσης.

53ιστ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται η παρ. 1 του άρθρου 130 της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Ορίζεται ότι η διασυνοριακή διάσπαση υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 16 για κάθε ημεδαπή εταιρεία που μετέχει σε αυτή. Εφόσον συντρέχει περίπτωση διαγραφής της ημεδαπής εταιρείας, η αρμόδια υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ. προβαίνει στη διαγραφή, μόλις παραλάβει από το μητρώο του κράτους μέλους, στη νομοθεσία του οποίου υπάγεται η εταιρεία που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση, την ενημέρωση ότι η διασυνοριακή συγχώνευση έχει συντελεσθεί.

53ιζ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνονται τα άρθρα 131 και 134 της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Ειδικότερα, με την παρ. 1 προσδιορίζονται τα αποτελέσματα που επιφέρει η συντέλεση της διασυνοριακής συγχώνευσης. Με την παρ. 2 γίνεται ειδική μνεία στις συνέπειες που έχει η διασυνοριακή συγχώνευση στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εταιρειών που μετέχουν στη διασυνοριακή συγχώνευση που απορρέουν από συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας. Συναφώς προβλέπεται έτσι ότι αυτά τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις μεταφέρονται στην εταιρεία που προκύπτει από τη διασυνοριακή συγχώνευση από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της διασυνοριακής συγχώνευσης. Με την παρ. 4 θωρακίζεται η ισχύς της διασυνοριακής συγχώνευσης από ελαττώματα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην κήρυξή της ως άκυρης, με ρητή επιφύλαξη της δυνατότητας επιβολής άλλων μέτρων και κυρώσεων σύμφωνα με διατάξεις αναγκαστικού δικαίου.

53ιη

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το άρθρο 132 της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 που αφορά στις απλουστευμένες διατυπώσεις για την υλοποίηση διασυνοριακής συγχώνευσης, όταν σε αυτές μετέχει εταιρεία που κατέχει το σύνολο ή ποσοστό μεγαλύτερο του ενενήντα τοις εκατό (90%) των δικαιωμάτων ψήφου στην απορροφώμενη ή στις απορροφώμενες εταιρείες. Με την παρ. 1 ενσωματώνεται στο ελληνικό δίκαιο η παρ. 1 του άρθρου 132 της Οδηγίας και ρυθμίζονται οι εξαιρέσεις από την εφαρμογή των περ. β), γ) και ε) της παρ. 1 του άρθρου 53δ, του άρθρου 53στ, του άρθρου 53ζ και της περ. β) της παρ. 2 του άρθρου 18 και η εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 35 του ν. 4601/2019, εφόσον στη διασυνοριακή συγχώνευση μετέχει εταιρεία, η οποία κατέχει το σύνολο των εταιρικών συμμετοχών που παρέχουν δικαίωμα ψήφου στη συνέλευση της απορροφώμενης ή των απορροφώμενων εταιρειών. Με την παρ. 2 ενσωματώνεται στο ελληνικό δίκαιο η παρ. 2 του άρθρου 132 της Οδηγίας και εισάγονται απλουστευμένες διατυπώσεις για τη διασυνοριακή συγχώνευση για την περίπτωση που στη διασυνοριακή συγχώνευση η απορροφώσα εταιρεία κατέχει το ενενήντα τοις εκατό (90%) ή περισσότερο, όχι όμως το σύνολο των εταιρικών συμμετοχών, που παρέχουν δικαίωμα ψήφου στις συνελεύσεις των απορροφώμενων εταιρειών.

Άρθρο 4

Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2121 για τις διασυνοριακές διασπάσεις κεφαλαιουχικών εταιρειών – Προσθήκη Κεφαλαίου ΙΒ’ στο Μέρος Γ’ του ν. 4601/2019

Με το προτεινόμενο άρθρο προστίθεται Κεφάλαιο ΙΒ’ στο Μέρος Γ’ του ν. 4601/2019, προκειμένου να προστεθούν τα άρθρα που έπονται, περί διασυνοριακής διάσπασης κεφαλαιουχικών εταιρειών.

103α

Με το προτεινόμενο άρθρο, ορίζεται το πεδίο εφαρμογής του Κεφαλαίου ΙΒ’ του Μέρους Γ του ν. 4601/2019. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου ΙΒ΄ αποτελούν εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με τις διατάξεις της Οδηγίας 2019/2121 (L 321). Ειδικώς με το άρθρο 103α ενσωματώνεται το άρθρο 160α της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132.

103β

Με το προτεινόμενο άρθρο, δίνονται οι ορισμοί των βασικών όρων του Κεφαλαίου ΙΒ σύμφωνα με το άρθρο 160 β της Οδηγίας 2017/1132. Ο ορισμός του άρθρου 160 β της Οδηγίας για τη διασπώμενη εταιρεία καλύπτεται από τα άρθρα 55, 56 και 57 του ν. 4601/2019. Η ημεδαπή εταιρεία ορίζεται σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 54 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ε.Ε., ως η εταιρεία με καταστατική έδρα την Ελλάδα που έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους – μέλους.

103γ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το άρθρο 160 γ της Οδηγίας 2017/1132 και ορίζεται το τμήμα των διαδικασιών και διατυπώσεων της διασυνοριακής διάσπασης που διέπεται από το ελληνικό δίκαιο.

103δ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το νέο άρθρο 160δ της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 και προβλέπεται το ελάχιστο περιεχόμενο του κοινού σχεδίου διασυνοριακής διάσπασης, το οποίο καταρτίζεται από τα διαχειριστικά όργανα των εταιρειών που μετέχουν στη διάσπαση. Το περιεχόμενο της ρύθμισης αντιστοιχεί σε σημαντικό βαθμό στη ρύθμιση του άρθρου 59 του ν. 4601/2019 για τις εθνικές διασπάσεις, ενώ επιπρόσθετα επιβάλλεται, κατ’ αντιστοιχία προς τη ρύθμιση του άρθρου 53δ για το κοινό σχέδιο διασυνοριακής συγχώνευσης, η συμπερίληψη πρόσθετων στοιχείων για την υποχρεωτική προσφορά χρηματικού ανταλλάγματος υπέρ των μετόχων ή εταίρων, οι οποίοι ενδέχεται να ασκήσουν το δικαίωμα διάθεσης των εταιρικών συμμετοχών τους, λόγω διαφωνίας με το σχέδιο διάσπασης, και για τις εγγυήσεις (εξασφαλίσεις) που παρέχονται προς τους πιστωτές της διασπώμενης εταιρείας.

103ε

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το νέο άρθρο 160ζ της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132, με αντικείμενο τη δημοσιότητα του σχεδίου διασυνοριακής διάσπασης, το οποίο έχει ως στόχο την πληροφόρηση των εταίρων, των πιστωτών και των εργαζομένων των εταιρειών που μετέχουν στη διασυνοριακή διάσπαση, αναφορικά με το σύνολο των όρων του σχεδίου διάσπασης, προκειμένου να είναι σε θέση να ασκήσουν εγκαίρως τα εκ του νόμου δικαιώματά τους. Το περιεχόμενο της ρύθμισης αντιστοιχεί στο νέο άρθρο 53δ του ν. 4601/2019, σχετικά με τη δημοσιότητα του σχεδίου διασυνοριακής συγχώνευσης, της ιδιαίτερης ενημερωτικής ανακοίνωσης προς τους εργαζομένους και της έκθεσης του ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα και σχετικά με την εναλλακτική δυνατότητα δημοσιότητας μέσω της ιστοσελίδας της υπό μετατροπή εταιρείας.

103στ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το νέο άρθρο 160ε της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132, με αντικείμενο το ενδεικτικό περιεχόμενο, τη δομή και τα διαθέσιμα μέσα δημοσιότητας της έκθεσης, η οποία συντάσσεται κατά κανόνα από το διαχειριστικό όργανο της ημεδαπής διασπώμενης εταιρείας, προκειμένου να επεξηγηθούν και αιτιολογηθούν οι νομικοί και οικονομικοί όροι, πτυχές και συνέπειες της διασυνοριακής διάσπασης, προς τους εταίρους, τους πιστωτές και τους εργαζόμενους. Το περιεχόμενο της ρύθμισης αντιστοιχεί στο νέο άρθρο 53ε του ν. 4601/2019, σχετικά με την έκθεση του διοικητικού συμβουλίου ή των διαχειριστών για τη διασυνοριακή συγχώνευση.

103ζ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το νέο άρθρο 160στ της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 και προβλέπονται η σύνταξη έκθεσης ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων επί του σχεδίου της σύμβασης διασυνοριακής διάσπασης, για καθεμία από τις εταιρείες που μετέχουν σε αυτήν και η τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας. Το περιεχόμενο της ρύθμισης αντιστοιχεί στη ρύθμιση του άρθρου 53ζ του ν. 4601/2019 σχετικά με την έκθεση εμπειρογνώμονα επί του κοινού σχεδίου διασυνοριακής συγχώνευσης.

103η

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το νέο άρθρο 160η της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132, με αντικείμενο την έγκριση του κοινού σχεδίου διασυνοριακής διάσπασης από τη γενική συνέλευση εκάστης των εταιρειών που μετέχουν στη διάσπαση, αφού λάβει πρώτα υπόψη τις εκθέσεις του διαχειριστικού οργάνου και των εμπειρογνωμόνων, καθώς επίσης και τις παρατηρήσεις των εργαζομένων. Το περιεχόμενο της ρύθμισης αντιστοιχεί στο νέο άρθρο 53ζ του ν. 4601/2019, σχετικά με την έγκριση επί του κοινού σχεδίου διασυνοριακής συγχώνευσης. 103θ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το νέο άρθρο 160θ της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132, με αντικείμενο την προστασία των εταίρων ή μετόχων της διασπώμενης εταιρείας που καταψήφισαν το κοινό σχέδιο διασυνοριακής διάσπασης. Ειδικότερα, παρέχεται στα πρόσωπα αυτά το δικαίωμα εξόδου, έπειτα από σχετική δήλωσή τους στην εταιρεία, μέσω της διάθεσης των εταιρικών τους συμμετοχών και καταβολής χρηματικού ανταλλάγματος ανταποκρινόμενου στην πραγματική αξία τους, εφόσον ως αποτέλεσμα της διασυνοριακής διάσπασης θα λάβουν εταιρικές συμμετοχές σε επωφελούμενη εταιρεία που διέπεται από το δίκαιο άλλου κράτους μέλους. Οι εταίροι/μέτοχοι που δεν διαθέτουν δικαίωμα διάθεσης των εταιρικών τους συμμετοχών ή δεν άσκησαν το δικαίωμα εξόδου από την εταιρεία, έχουν το δικαίωμα να προσβάλουν τη σχέση ανταλλαγής μεριδίων, αξιώνοντας αποζημίωση (χρηματικό αντάλλαγμα), εφόσον η σχέση ανταλλαγής, όπως ορίζεται στο κοινό σχέδιο διασυνοριακής διάσπασης, δεν είναι δίκαιη και λογική.

103ι

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το άρθρο 160ι της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Η ρυθμιστική του ύλη αντιστοιχεί σε αυτή του άρθρου 65 του ν. 4601/2019, με την αναγκαία όμως προσαρμογή, καθώς αφορά στους πιστωτές της ημεδαπής μόνο διασπώμενης εταιρείας που συμμετέχει στη διασυνοριακή διάσπαση. Σύμφωνα με την παρ. 3, στην περίπτωση της διασυνοριακής διάσπασης, εφόσον δεν ικανοποιήθηκε απαίτηση πιστωτή της διασπώμενης εταιρείας που αναλήφθηκε από επωφελούμενη, ιδίως σε περίπτωση άκαρπης αναγκαστικής εκτέλεσης ή κήρυξης σε πτώχευση, για την απαίτηση αυτή ευθύνονται εις ολόκληρον και οι λοιπές επωφελούμενες εταιρείες, μέχρι του ύψους της καθαρής θέσης της περιουσίας που εισφέρθηκε από τη διασπώμενη εταιρεία σε κάθε μία από τις εταιρείες αυτές. Στις περιπτώσεις δε της μερικής διασυνοριακής διάσπασης και της διασυνοριακής απόσχισης κλάδου, ευθύνονται εις ολόκληρον με τη διασπώμενη εταιρεία, εκτός από τις επωφελούμενες, και η διασπώμενη, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται μετά την ολοκλήρωση της διασυνοριακής μερικής διάσπασης ή απόσχισης κλάδου. Πιστωτές εγκατεστημένοι εκτός Ελλάδος, σε εφαρμογή αυτής της διάταξης, μπορούν να αξιοποιήσουν τη δυνατότητα που τους παρέχεται, προκειμένου να ικανοποιηθούν από την ημεδαπή διασπώμενη ή επωφελούμενη εταιρεία, ανάλογα με την οικεία μορφή διάσπασης. Οι παρ. 1, 4 και 5 του άρθρου αντιστοιχούν κατά περιεχόμενο στις παρ. 1, 4 και 5 του άρθρου 53θ του ν. 4601/2019 για τη διασυνοριακή συγχώνευση. Για τον λόγο αυτό οι αιτιολογικές σκέψεις που έχουν εκτεθεί στο άρθρο 53θ ισχύουν mutandis mutandis και στην περίπτωση του άρθρου 103ι.

103ια

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το άρθρο 160ια της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 53ι για τη διασυνοριακή συγχώνευση. Επομένως, οι αιτιολογικές σκέψεις που αφορούν στο άρθρο 53ι ισχύουν αντίστοιχα και εδώ.

103ιβ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το άρθρο 160ιβ της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 53ια για τη διασυνοριακή συγχώνευση. Επομένως, οι αιτιολογικές σκέψεις που αφορούν στο άρθρο 53ια ισχύουν αντίστοιχα και εδώ.

103ιγ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το άρθρο 160ιγ της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Αφορά στην περίπτωση ημεδαπής διασπώμενης εταιρείας και αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 53ιβ για τη διασυνοριακή συγχώνευση. Επομένως, οι αιτιολογικές σκέψεις που αφορούν στο άρθρο 53ιβ ισχύουν αντίστοιχα και εδώ.

103ιδ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το άρθρο 160ιδ της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 53ιγ για τη διασυνοριακή συγχώνευση. Επομένως, οι αιτιολογικές σκέψεις που αφορούν στο άρθρο 53ιγ ισχύουν αντίστοιχα και εδώ.

103ιε

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το άρθρο 160ιε της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Αφορά στην περίπτωση ημεδαπής επωφελούμενης ή ημεδαπών επωφελούμενων εταιρειών και αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 53ιδ για τη διασυνοριακή συγχώνευση. Επομένως, οι αιτιολογικές σκέψεις που αφορούν στο άρθρο 53ιδ ισχύουν αντίστοιχα και εδώ.

103ιστ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το άρθρο 160ιζ της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 που αφορά στον προσδιορισμό της ημερομηνίας έναρξης των αποτελεσμάτων της διασυνοριακής διάσπασης.

103ιζ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται η παρ. 1 και η παρ. 3 εδάφιο πρώτο του άρθρου 160ιστ της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Ορίζεται ότι η διασυνοριακή διάσπαση υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 68 του ν. 4601/2019 για κάθε ημεδαπή εταιρεία που μετέχει σε αυτή και, αν ημεδαπή εταιρεία μετέχει ως επωφελούμενη, θεσπίζεται υποχρέωση της αρμόδιας υπηρεσίας Γ.Ε.ΜΗ. να ενημερώσει το μητρώο του κράτους μέλους της διασπώμενης εταιρείας ότι έλαβε χώρα καταχώριση της ημεδαπής εταιρείας.

103ιη

Με τις παρ. 1, 2 και 3 προσδιορίζονται τα αποτελέσματα που επιφέρει η συντέλεση της διασυνοριακής διάσπασης. Με την παρ. 4 προσδιορίζονται οι επιπτώσεις που έχει η διασυνοριακή διάσπαση στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της διασπώμενης εταιρείας που απορρέουν από συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας, χωρίς να εισάγεται επί της ουσίας απόκλιση από τη λογική που διέπει τη γενική πρόβλεψη για τα αποτελέσματα της διασυνοριακής διάσπασης. Προβλέπεται έτσι ότι αυτά τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις μεταφέρονται στην επωφελούμενη εταιρεία από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της διασυνοριακής διάσπασης. Με την παρ. 7 θωρακίζεται η ισχύς της διασυνοριακής διάσπασης από ελαττώματα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην κήρυξή της ως άκυρης, με ρητή επιφύλαξη της δυνατότητας επιβολής άλλων μέτρων και κυρώσεων σύμφωνα με διατάξεις αναγκαστικού δικαίου.

103ιθ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το άρθρο 160ιθ της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Ειδικότερα, προβλέπονται απλουστευμένες διατυπώσεις συντέλεσης της διασυνοριακής διάσπασης και συγκεκριμένα η μη εφαρμογή των περ. β, γ, στ, θ, ιστ, ιζ του άρθρου 103δ και των άρθρων 103ε, 103ζ, 103θ για την περίπτωση που η διασυνοριακή διάσπαση γίνεται μέσω διαχωρισμού.

Άρθρο 5

Ενσωμάτωση των διατάξεων της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/2121 για τις διασυνοριακές μετατροπές κεφαλαιουχικών εταιρειών – Προσθήκη Κεφαλαίου Ζ’ στο Μέρος Δ’ του ν. 4601/2019

Με το προτεινόμενο άρθρο προστίθεται Κεφάλαιο Ζ’ στο Μέρος Δ’ του ν. 4601/2019, προκειμένου να προστεθούν τα άρθρα που έπονται, περί διασυνοριακής μετατροπής εταιρειών.

139α

Με το προτεινόμενο άρθρο, ορίζεται το πεδίο εφαρμογής του Κεφαλαίου Ζ’ του Μέρους Δ του ν. 4601/2019. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου Ζ΄ αποτελούν εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με τις διατάξεις της Οδηγίας 2019/2121 (L 321). Ειδικώς με το άρθρο 139α ενσωματώνεται το άρθρο 86α της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132.

139β

Με το προτεινόμενο άρθρο, δίνονται οι ορισμοί των βασικών όρων του Κεφαλαίου Ζ’ του Μέρους Α’ σύμφωνα με το άρθρο 86 β της Οδηγίας 2017/1132. Η ημεδαπή εταιρεία ορίζεται σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 54 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ε.Ε. ως η εταιρεία με καταστατική έδρα την Ελλάδα που έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους – μέλους. 139γ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το άρθρο 86 γ της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 και ορίζεται το τμήμα των διαδικασιών και διατυπώσεων της διασυνοριακής μετατροπής που διέπεται από το ελληνικό δίκαιο.

139δ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το νέο άρθρο 86δ της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 και προβλέπεται υποχρεωτική κατάρτιση σχεδίου διασυνοριακής μετατροπής, κατ’ απόκλιση της απλούστερης πρόβλεψης του νόμου για τις εθνικές μετατροπές για τις οποίες κρίνεται αρκετή η υποβολή και έγκριση των όρων τους από τη συνέλευση των εταίρων ή τη γενική συνέλευση της υπό μετατροπή εταιρείας. Στην περίπτωση της διασυνοριακής μετατροπής, η προηγούμενη κατάρτιση οικείου σχεδίου εκ μέρους του διαχειριστικού οργάνου της εταιρείας, το οποίο υπόκειται σε δημοσιότητα, επιβάλλεται ενόψει της διασυνοριακής φύσης του εταιρικού μετασχηματισμού, που περιλαμβάνει περισσότερο πολύπλοκους νομικούς όρους και επιφέρει ριζικότερες συνέπειες ως προς τη θέση των εταίρων και των πιστωτών της εταιρείας. Όσον αφορά στο ελάχιστο περιεχόμενο του σχεδίου, αυτό διαμορφώνεται ανάλογα προς το προβλεπόμενο στο άρθρο 53γ του ν. 4601/2019 για το κοινό σχέδιο διασυνοριακής συγχώνευσης, χωρίς βεβαίως αναφορά σχέσης ανταλλαγής εταιρικών συμμετοχών, αλλά με μνεία τυχόν κινήτρων ή επιδοτήσεων που έλαβε η υπό μετατροπή εταιρεία στο κράτος-μέλος αφετηρίας κατά τα προηγούμενα πέντε έτη, προς υποβοήθηση του ελέγχου νομιμότητας της διασυνοριακής μετατροπής ενόψει έκδοσης του προ της μετατροπής πιστοποιητικού, κατά τις παρ. 7 και 8 του άρθρου 53ιβ.

139ε

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το νέο άρθρο 86ζ της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132, με αντικείμενο τη δημοσιότητα του σχεδίου διασυνοριακής μετατροπής και στόχο την πληροφόρηση των εταίρων, των πιστωτών και των εργαζομένων των εταιρειών που μετέχουν στον μετασχηματισμό, αναφορικά με το σύνολο των όρων του σχεδίου μετατροπής, προκειμένου να είναι σε θέση να ασκήσουν εγκαίρως τα εκ του νόμου δικαιώματά τους. Το περιεχόμενο της ρύθμισης αντιστοιχεί στο νέο άρθρο 53δ του ν. 4601/2019, σχετικά με τη δημοσιότητα του σχεδίου διασυνοριακής συγχώνευσης, της ιδιαίτερης ενημερωτικής ανακοίνωσης προς τους εργαζόμενους και της έκθεσης του ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα και σχετικά με την εναλλακτική δυνατότητα δημοσιότητας μέσω της ιστοσελίδας της υπό μετατροπή εταιρείας.

139στ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το νέο άρθρο 86ε της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132, με αντικείμενο το ενδεικτικό περιεχόμενο, τη δομή και τα διαθέσιμα μέσα δημοσιότητας της έκθεσης, η οποία συντάσσεται κατά κανόνα από το διαχειριστικό όργανο της ημεδαπής υπό μετατροπή εταιρείας, προκειμένου να επεξηγηθούν και αιτιολογηθούν οι νομικοί και οικονομικοί όροι, πτυχές και συνέπειες της διασυνοριακής μετατροπής, προς τους εταίρους, τους πιστωτές και τους εργαζόμενους. Το περιεχόμενο της ρύθμισης αντιστοιχεί σε περιορισμένο βαθμό στο νέο άρθρο 53ε του ν. 4601/2019, σχετικά με την έκθεση του διοικητικού συμβουλίου ή των διαχειριστών για τη διασυνοριακή συγχώνευση.

139ζ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνονται τα άρθρα 86στ και 86ιθ της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 και προβλέπεται υποχρεωτική κατάρτιση έκθεσης ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων επί του σχεδίου της διασυνοριακής μετατροπής, με περιεχόμενο αντίστοιχο με τη ρύθμιση του άρθρου 53στ του ν. 4601/2019, σχετικά με την έκθεση εμπειρογνώμονα επί του κοινού σχεδίου διασυνοριακής συγχώνευσης.

139η

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το νέο άρθρο 86η της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132, με αντικείμενο την έγκριση του σχεδίου διασυνοριακής μετατροπής από τη γενική συνέλευση της ημεδαπής υπό μετατροπή εταιρείας, αφού λάβει πρώτα υπόψη τις εκθέσεις του διαχειριστικού οργάνου και των εμπειρογνωμόνων, καθώς επίσης και τις παρατηρήσεις των εργαζομένων. Το περιεχόμενο της ρύθμισης αντιστοιχεί στο νέο άρθρο 53ζ του ν. 4601/2019, σχετικά με την έγκριση επί του κοινού σχεδίου διασυνοριακής συγχώνευσης.

139θ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το νέο άρθρο 86θ της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132, με αντικείμενο την προστασία των μετόχων ή εταίρων της ημεδαπής υπό μετατροπή εταιρείας. Σε ένα πρώτο επίπεδο προστασίας προβλέφθηκε και αναφορικά με τη διασυνοριακή μετατροπή το δικαίωμα εξόδου των μετόχων/εταίρων που καταψήφισαν το σχέδιο μετατροπής και των οποίων τα δικαιώματα δύναται να αλλοιωθούν ακριβώς λόγω της αλλαγής του νομικού ενδύματος. Συνεπώς, οι μέτοχοι ή εταίροι της ημεδαπής εταιρείας, οι οποίοι καταψήφισαν το σχέδιο διασυνοριακής μετατροπής, έχουν το δικαίωμα να διαθέσουν τις εταιρικές τους συμμετοχές έναντι καταβολής του χρηματικού ανταλλάγματος που προσδιορίζεται στο σχέδιο. Σε ένα δεύτερο επίπεδο με σκοπό την πληρέστερη προστασία των μετόχων/εταίρων της ημεδαπής υπό μετατροπή εταιρείας, προβλέπεται το δικαίωμα αυτών να αξιώσουν την καταβολή πρόσθετου χρηματικού ανταλλάγματος, εφόσον το χρηματικό αντάλλαγμα που προσδιορίζεται στο σχέδιο διασυνοριακής μετατροπής δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία των εταιρικών συμμετοχών.

139ι

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το άρθρο 86ι της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Με την παρ. 3 προβλέπεται διάστημα δύο (2) ετών από την ημερομηνία συντέλεσης της διασυνοριακής μετατροπής για την άσκηση των αξιώσεων των πιστωτών της υπό μετατροπή εταιρείας στο καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο της Ελλάδας. Συνεπέστερο είναι, ενόψει του αιτήματος ταχείας προόδου της διασυνοριακής μετατροπής και ασφάλειας των συναλλαγών, το διάστημα αυτό να θεωρηθεί ότι αποτελεί αποσβεστική προθεσμία, η οποία λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, χωρίς να συντρέχει ανάγκη σχετικής επίκλησης από τους διαδίκους. Οι παρ. 1, 4 και 5 του άρθρου αντιστοιχούν κατά περιεχόμενο στις παρ. 1, 4 και 5 του άρθρου 53θ του ν. 4601/2019 για τη διασυνοριακή συγχώνευση. Για τον λόγο αυτό οι αιτιολογικές σκέψεις που έχουν εκτεθεί στο άρθρο 53θ ισχύουν mutandis mutandis και στο άρθρο 139ι.

139ια

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το άρθρο 86ια της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 53ι για τη διασυνοριακή συγχώνευση. Επομένως, οι αιτιολογικές σκέψεις που αφορούν στο άρθρο 53ι ισχύουν αντίστοιχα και εδώ. Σημειώνεται μόνο ότι, λόγω της φύσης της διασυνοριακής μετατροπής, δεν τίθεται ζήτημα μεταβίβασης επιχείρησης.

139ιβ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το άρθρο 86ιβ της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 53ια για τη διασυνοριακή συγχώνευση. Επομένως, οι αιτιολογικές σκέψεις που αφορούν στο άρθρο 53ια ισχύουν αντίστοιχα και εδώ.

139ιγ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το άρθρο 86ιγ της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Αφορά στην περίπτωση ημεδαπής υπό μετατροπή εταιρείας και αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 53ιβ για τη διασυνοριακή συγχώνευση. Επομένως, οι αιτιολογικές σκέψεις που αφορούν στο άρθρο 53ιβ ισχύουν αντίστοιχα και εδώ.

139ιδ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το άρθρο 86ιδ της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 53ιγ για τη διασυνοριακή συγχώνευση. Επομένως, οι αιτιολογικές σκέψεις που αφορούν στο άρθρο 53ιγ ισχύουν αντίστοιχα και εδώ.

139ιε

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το άρθρο 86ιε της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Αφορά στην περίπτωση που η Ελλάδα είναι το κράτος μέλος προορισμού και αντιστοιχεί κατά περιεχόμενο στο άρθρο 53ιδ για τη διασυνοριακή συγχώνευση. Επομένως, οι αιτιολογικές σκέψεις που αφορούν στο άρθρο 53ιδ ισχύουν αντίστοιχα και εδώ.

139ιστ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το άρθρο 86ιζ της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132που αφορά στον προσδιορισμό της ημερομηνίας έναρξης των αποτελεσμάτων της διασυνοριακής μετατροπής.

139ιζ

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνεται το άρθρο 86ιστ της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Ορίζεται ότι η διασυνοριακή μετατροπή υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 111 και, αν η υπό μετατροπή εταιρεία είναι ημεδαπή, θεσπίζεται υποχρέωση της αρμόδιας υπηρεσίας Γ.Ε.ΜΗ. να προβεί στη διαγραφή της, μόλις παραλάβει από το μητρώο του κράτους μέλους προορισμού την ενημέρωση ότι η διασυνοριακή μετατροπή καταχωρίσθηκε.

139ιη

Με το προτεινόμενο άρθρο, ενσωματώνονται τα άρθρα 86ιη και 86 κ της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Ειδικότερα, με την παρ. 1 μεταφέρεται στο ελληνικό δίκαιο οι περ. α και β του άρθρου 86ιη της Οδηγίας και προσδιορίζονται τα αποτελέσματα που επιφέρει η συντέλεση της διασυνοριακής μετατροπής. Με την παρ. 2 ενσωματώνεται στο ελληνικό δίκαιο το άρθρο 86κ της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132. Ειδικότερα, θωρακίζεται η ισχύς της διασυνοριακής μετατροπής από ελαττώματα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην κήρυξή της ως άκυρης, με ρητή επιφύλαξη της δυνατότητας επιβολής άλλων μέτρων και κυρώσεων σύμφωνα με διατάξεις αναγκαστικού δικαίου.

Άρθρο 6

Δημοσίευση του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης – Τροποποίηση άρθρου 8 ν. 4601/2019

 Με το προτεινόμενο άρθρο, ρυθμίζονται τα ζητήματα που αφορούν στη δημοσίευση του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης με την κατάργηση της πρόβλεψης για δημοσίευση αυτού στην ιστοσελίδα της εταιρείας ως εναλλακτικού τρόπου κάλυψης της σχετικής απαίτησης. Ορίζεται, συνεπώς, ότι το μόνο σημείο υποχρεωτικής δημοσίευσης του σχεδίου σύμβασης συγχώνευσης είναι το Γενικό Εμπορικό Μητρώο.

Άρθρο 7

Δημοσίευση του σχεδίου σύμβασης διάσπασης – Τροποποίηση άρθρου 60 ν. 4601/2019

Με το προτεινόμενο άρθρο, ρυθμίζονται τα ζητήματα που αφορούν στη δημοσίευση του σχεδίου σύμβασης διάσπασης με την κατάργηση της πρόβλεψης για δημοσίευση αυτού στην ιστοσελίδα της εταιρείας ως εναλλακτικού τρόπου κάλυψης της σχετικής απαίτησης. Ορίζεται, συνεπώς, ότι το μόνο σημείο υποχρεωτικής δημοσίευσης του σχεδίου σύμβασης διάσπασης είναι το Γενικό Εμπορικό Μητρώο.

Άρθρο 8

Κατάργηση έγκρισης Περιφερειάρχη για τη συγχώνευση εταιρειών – Τροποποίηση άρθρου 17 ν. 4601/2019

Με το προτεινόμενο άρθρο, καταργείται η απαίτηση προηγούμενης έγκρισης του κατά τόπον αρμόδιου Περιφερειάρχη για τη συγχώνευση ανωνύμων και ευρωπαϊκών εταιρειών S.E.) που έχουν την καταστατική τους έδρα στην οικεία Περιφέρεια της χώρας, καθώς η σχετική αρμοδιότητα ελέγχου έχει μεταφερθεί πλέον στις υπηρεσίες του Γενικού Εμπορικού Μητρώου.

Άρθρο 9

Κατάργηση έγκρισης Περιφερειάρχη για τη διάσπαση εταιρειών – Τροποποίηση άρθρου 69 ν. 4601/2019

Με το προτεινόμενο άρθρο, καταργείται η απαίτηση προηγούμενης έγκρισης του κατά τόπον αρμόδιου Περιφερειάρχη για τη διάσπαση ανωνύμων και ευρωπαϊκών εταιρειών (S.E.) που έχουν την καταστατική τους έδρα στην οικεία Περιφέρεια της χώρας, καθώς η σχετική αρμοδιότητα ελέγχου έχει μεταφερθεί πλέον στις υπηρεσίες του Γενικού Εμπορικού Μητρώου.

Άρθρο 10

Κατάργηση έγκρισης Περιφερειάρχη για τη μετατροπή εταιρειών – Τροποποίηση άρθρου 112 ν. 4601/2019

Με το προτεινόμενο άρθρο, καταργείται η απαίτηση προηγούμενης έγκρισης του κατά τόπον αρμόδιου Περιφερειάρχη για τη μετατροπή ανωνύμων και ευρωπαϊκών εταιρειών S.E.) που έχουν την καταστατική τους έδρα στην οικεία Περιφέρεια της χώρας, καθώς η σχετική αρμοδιότητα ελέγχου έχει μεταφερθεί πλέον στις υπηρεσίες του Γενικού Εμπορικού Μητρώου.

Άρθρο 11

Επικαιροποίηση Παραπομπών – Τροποποίηση άρθρου 142 ν. 4601/2019

Με το προτεινόμενο άρθρο, τροποποιείται το άρθρο 142 του ν. 4601/2019, περί παραπομπών προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι προσθήκες Κεφαλαίων σε αυτόν καθώς και η κατάργηση του υφιστάμενου ν. 3777/2009.

Άρθρο 12

Διόρθωση σφάλματος στο άρθρο 147 του ν. 4601/2019

Με το προτεινόμενο άρθρο, διορθώνεται η λανθασμένη παραπομπή στην παρ. 4 του άρθρου 147 του ν. 4601/2019 με τη σωστή παραπομπή στο σύνολο του άρθρου 147.

Άρθρο 13

Εξουσιοδοτικές διατάξεις – Προσθήκη άρθρου 140α στον ν. 4601/2019

Με το προτεινόμενο άρθρο, προστίθεται άρθρο εξουσιοδοτικών διατάξεων στον ν. 4601/2019 για το μέρος που αφορά σε εταιρικούς μετασχηματισμούς. Οι εξουσιοδοτικές διατάξεις αφορούν στον λεπτομερειακό προσδιορισμό των στοιχείων και των δικαιολογητικών που υποβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι για τη διενέργεια των ελέγχων των άρθρων 53ιδ, 103ιε, και 139ιε του ιδίου νόμου και η διαδικασία υποβολής τους, καθώς και η διαδικασία αυτεπάγγελτης αναζήτησής τους από τα όργανα της αρμόδιας υπηρεσίας της Διοίκησης.

Άρθρο 14

Καταργούμενες διατάξεις

Με το προτεινόμενο άρθρο, ορίζονται οι καταργούμενες διατάξεις που αφορούν στο δίκαιο που αντικαθίσταται από τις νέες ρυθμίσεις.

Φορολογία κληρονομιών. Φορολογογητέα αξία απαλλοτριωθέν των ακινήτων.


Κατά το άρθρο 18 του Κώδικα φορολογίας κληρονομιών, για τα κτήματα που έχουν κηρυχθεί αναγκαστικά απαλλοτριωτέα, γίνεται νέα εκκαθάριση του φόρου. Κατά την εκκαθάριση, αντί της αξίας του κτήματος, λαμβάνεται το τίμημα της απαλλοτρίωσης, που οριστικά είχε προσδιορισθεί. Ο φόρος που οφείλεται στην περίπτωση αυτή, είναι αυτός που προκύπτει από τη νέα εκκαθάριση, ο οποίος πάντως δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος από το φόρο που αναλογεί στην αξία του κτήματος κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου. Το εξεταζόμενο με την αναίρεση νομικό ζήτημα είναι, εάν επί αναβολής της φορολογικής υποχρέωσης, λόγω επιδικίας κληρονομιαίου ακινήτου και εν συνεχεία απαλλοτριώσεώς του, ως φορολογητέα αξία αυτού λαμβάνεται η κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου αντικειμενική αξία ή η κατά την λήξη της αναβολής «πραγματική» αξία, υπό την έννοια της προσδιορισθείσας από τα πολιτικά δικαστήρια για την καταβολή της αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση. Εν προκειμένω, η φορολογική αρχή θεώρησε, ότι το προϊόν της αποζημίωσης από την απαλλοτρίωση των κληρονομούμενων εκτάσεων έπρεπε να προστεθεί στην κληρονομιαία περιουσία, καταλογίζοντας διαφορές κυρίων φόρων και πρόσθετους φόρους, λόγω υποβολής ανακριβών δηλώσεων στους κληρονόμους, κατά των οποίων προσέφυγαν. Το διοικητικό εφετείο, που ήταν αρμόδιο, έκρινε, ότι στην περίπτωση των απαλλοτριωθέντων ακινήτων, γίνεται νέα εκκαθάριση του φόρου και κατά την εκκαθάριση, ως αξία του ακινήτου λαμβάνεται η οριστικώς καθορισθείσα αποζημίωση, αλλά ο φόρος πρέπει να υπολογισθεί επί της δηλωθείσας αντικειμενικής αξίας των απαλλοτριωθέντων ως άνω ακινήτων κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου. Το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την αναίρεση του Δημοσίου, καταλήγοντας στο ίδιο αποτέλεσμα με το διοικητικό εφετείο, ερμηνεύοντας ότι ο όρος  «τίμημα της απαλλοτρίωσης» σκοπεί στην εξασφάλιση, ότι ο φορολογούμενος δεν καταβάλλει επιπλέον φόρο και όχι προς την αντίθετη κατεύθυνση, που θα συνιστούσε αντισυνταγματική φορολόγηση της αποζημίωσης λόγω απαλλοτριώσεως.


… 5. Επειδή, το Σύνταγμα στο άρθρο 4 παρ. 5 αυτού ορίζει ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους”, στο δε άρθρο 78 παρ. 1 ότι «Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο φόρος πρέπει να έχει αντικείμενο από τα περιοριστικώς οριζόμενα στο Σύνταγμα, μεταξύ των οποίων η περιουσία, και να επιβάλλεται, σε κάθε περίπτωση, βάσει της αρχής της ισότητας στα δημόσια βάρη και, συνακόλουθα, της (πραγματικής) φοροδοτικής ικανότητας του βαρυνόμενου με αυτόν (πρβλ., μεταξύ άλλων, ΣτΕ 166/2016 Ολομ., 1972/2012 Ολομ., 2469/2008 Ολομ.). Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 4 του Συντάγματος, η αποζημίωση για αναγκαστική απαλλοτρίωση «δεν υπόκειται, ως αποζημίωση, σε κανένα φόρο, κράτηση ή τέλος».

7. Επειδή, περαιτέρω, για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας επί φορολογίας αντικειμένων κληρονομίας και, ειδικότερα, ακινήτων που ευρίσκονται σε εντός σχεδίου πόλεως περιοχές, στις οποίες έχει εφαρμογή το αντικειμενικό σύστημα υπολογισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων, το άρθρο 10 του ισχύοντος Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών (ν. 2961/2001 «Κύρωση του Κώδικα Διατάξεων Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών …») υιοθέτησε την μέθοδο του “αντικειμενικού” προσδιορισμού, όπως αυτή θεσπίσθηκε με τις διατάξεις του ν. 1249/1982 «Διαρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία […]» (ΦΕΚ A΄ 43) επί μεταβιβάσεως ακινήτων επ’ ανταλλάγματι ή αιτία θανάτου, δωρεάς ή προίκας (βλ. ΣτΕ 166/2016 Ολ.). Ειδικότερα, στο άρθρο 10 του ανωτέρω Κώδικα ορίζεται ότι «Α. Αγοραία αξία […] […] Β. Αντικειμενική αξία. 1. Για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των ακινήτων που μεταβιβάζονται αιτία θανάτου, λαμβάνονται υπόψη οι τιμές εκκίνησης, που είναι καθορισμένες από πριν κατά ζώνες ή οικοδομικά τετράγωνα και κατ` είδος ακινήτου, όπως αστικό ακίνητο, μονοκατοικία, διαμέρισμα, κατάστημα, αγρόκτημα και άλλα. Οι τιμές εκκίνησης αυξάνονται ή μειώνονται ποσοστιαία ανάλογα με τους παράγοντες που επηρεάζουν αυξητικά ή μειωτικά την αξία των ακινήτων […]

8. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 18 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα φορολογίας κληρονομιών ορίζεται ότι: «Για κτήματα που έχουν κηρυχθεί αναγκαστικά απαλλοτριωτέα μέσα σε μία πενταετία από την κτήση αυτών και εφόσον αυτά εξακολουθούν να ανήκουν στο δικαιούχο της κτήσης είτε στους κατά κληρονομία ή κληροδοσία διαδόχους αυτού, γίνεται νέα εκκαθάριση του φόρου σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 100. Κατά την εκκαθάριση αντί της αξίας του κτήματος λαμβάνεται το τίμημα της απαλλοτρίωσης που οριστικά έχει προσδιορισθεί […] Ο φόρος που οφείλεται στην ανωτέρω περίπτωση, είναι αυτός που προκύπτει από τη νέα εκκαθάριση, ο οποίος πάντως δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος από το φόρο που αναλογεί στην αξία του κτήματος κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου. Ο επιπλέον φόρος που βεβαιώθηκε εκπίπτει ή επιστρέφεται αυτός που καταβλήθηκε. 2. […] Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται σε υποθέσεις, για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε από την 1η Ιανουαρίου 2000 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2002».


9. Επειδή, όπως συνάγεται από τις προπαρατεθείσες διατάξεις, αντικείμενο της φορολογίας κληρονομιών και μέτρο της φοροδοτικής ικανότητας του φορολογούμενου κληρονόμου αποτελεί η επαύξηση της περιουσίας του με την κληρονομιαία περιουσία, ο δε Κώδικας Φορολογίας Κληρονομιών αποβλέπει, για την επιβολή του φόρου, στην αξία της κληρονομιαίας περιουσίας ως αντανακλώσα την εν λόγω φοροδοτική ικανότητα· και δη κατά τον χρόνο κατά τον οποίο πράγματι υφίσταται (και στον οποίον αποβλέπουν και οι ως άνω διατάξεις περί αναβολής της φορολογίας). Όταν, ειδικότερα, στην περιουσία αυτή περιλαμβάνονται ακίνητα, ως φορολογητέα αξία αυτών λαμβάνεται η κατά τον χρόνο γενέσεως της φορολογικής υποχρέωσης, αρχικής ή μετ’ αναβολήν, αγοραία αξία τους· εάν δε βρίσκονται σε περιοχή όπου ισχύει το αντικειμενικό σύστημα, η κατά τον τρόπο αυτό προσδιοριζόμενη αξία. Σύμφωνα, εξ άλλου, με τις σχετικές ως άνω διατάξεις, το αντικειμενικό σύστημα αποβλέπει -για λόγους βεβαιότητας και διαφάνειας- στον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των ακινήτων κατά τρόπο ώστε, βάσει προκαθορισμένων, ειδικών και πρόσφορων κριτηρίων, να προκύπτει για κάθε ακίνητο μιας περιοχής ορισμένη αξία, ανταποκρινόμενη, κατά προσέγγιση, προς την αγοραία αξία αυτού· η οποία (αγοραία αξία) εξακολουθεί, και στην περίπτωση αυτή, να είναι το ζητούμενο, σύμφωνα και με τις επιταγές του Συντάγματος για φορολόγηση της πραγματικής και όχι της πλασματικής περιουσίας του φορολογουμένου. Γι’ αυτό, άλλωστε, και ο νομοθέτης, αναγνωρίζοντας, αφ’ ενός τη μεταβλητότητα των συνθηκών της αγοράς εν γένει και της αγοράς ακινήτων ειδικότερα, οι οποίες επηρεάζουν τις αγοραίες αξίες και αφ’ ετέρου την πιθανότητα σφαλμάτων εκ της εφαρμογής του αντικειμενικού συστήματος για τον προσδιορισμό της αξίας συγκεκριμένων ακινήτων προέβλεψε την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών ώστε να ανταποκρίνονται, κατά το δυνατόν, στις εκάστοτε διαμορφούμενες αγοραίες αξίες. Ειδικότερα, ο μεν φορολογούμενος έχει το δικαίωμα να αμφισβητήσει δικαστικώς την αντικειμενική αξία συγκεκριμένου ακινήτου κατά το στάδιο επιβολής του φόρου, αν θεωρεί, είτε ότι εξ αρχής αυτή δεν καθορίστηκε ορθώς, (υπό την έννοια του να αποδίδει στη συγκεκριμένη περίπτωση την αγοραία αξία) είτε ότι η αγοραία αξία του ακινήτου μειώθηκε λόγω μεταβολής των συνθηκών της αγοράς· η δε Διοίκηση υποχρεούται, εντός οριζομένης προθεσμίας, να επανελέγχει τις υφιστάμενες αντικειμενικές αξίες και να τις αναπροσαρμόζει, όπου συντρέχει λόγος, τροποποιώντας αντιστοίχως τις οικείες κανονιστικές πράξεις (πρβλ. και ΣτΕ 4446/2015 Ολομ.). Από τις βάσεις των ρυθμίσεων αυτών, που συνάδουν, κατά τ’ ανωτέρω, με τις συνταγματικές αρχές της νομιμότητας και της ισότητας του φόρου, δεν αφίστανται οι προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 18 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών περί φορολογήσεως κληρονομιαίων ακινήτων που απαλλοτριώνονται αναγκαστικά μετά την απόκτησή τους από τον κληρονόμο. Και οι διατάξεις δηλαδή αυτές αποβλέπουν στη φορολόγηση της αξίας των εν λόγω κληρονομιαίων, στο μέτρο που – και για όσο χρόνο – επαύξησαν πράγματι την περιουσία, και συνακόλουθα τη φοροδοτική ικανότητα του κληρονόμου. Προς τούτο οι διατάξεις αυτές, κατά το γράμμα και τον σκοπό τους, αποβλέπουν στην κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου αξία των ακινήτων, την αντικειμενική, εφόσον βρίσκονται σε περιοχές όπου ισχύει το αντικειμενικό σύστημα. Η δε αναφορά τους στο «τίμημα της απαλλοτρίωσης» γίνεται υπό την έννοια του δείκτη και μόνο για το ότι ο φορολογούμενος δεν κατέβαλε επιπλέον φόρο, οπότε, όπως ρητώς ορίζεται, πρέπει να του επιστραφεί, όχι δε και προς την αντίθετη κατεύθυνση, που κατ’ ουσίαν θα συνιστούσε αντισυνταγματική φορολόγηση της αποζημίωσης λόγω απαλλοτριώσεως. Συνεπώς, ανεξάρτητα από τις αιτιολογίες της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ορθώς κρίθηκε κατά τ’ ανωτέρω με αυτήν ότι ο επίδικος φόρος επί των κληρονομηθέντων ακινήτων των αναιρεσιβλήτων θα έπρεπε να υπολογισθεί επί της δηλωθείσας αντικειμενικής αξίας αυτών, και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και η αίτηση στο σύνολό της.